Τα ξωτικά του χωριού μας ...

Δημοσιεύτηκε στις Πέμπτη, 21 Ιανουαρίου 2016 21:27
Εμφανίσεις: 3063

Τα ξωτικά του χωριού μας …

Η κακοκαιρία πέρασε και από την μεγάλη πόλη και ο κόσμος τρόμαξε τόσο, που κλείστηκε στα σπίτια του. Οι τηλεοράσεις είναι στην διαπασών και οι μετεωρολόγοι – σαν άλλοι πολεμικοί ανταποκριτές, σκιάζουν τα πλήθη με τις προβλέψεις τους. Μέχρι τώρα ελάχιστα έπεσαν μέσα σε αυτές, όμως τι σημασία έχει;

Σε όλα τα σπίτια τα λόγια σωπαίνουν και ακούγεται ο ομιλητής στο γυαλί. Φρέσκος σαν κουραμπιές, μαλλί ζελέ, σκιές στα μάτια από τις κρέμες, ντύσιμο αεράτο αλλά πίσω από το βαρουφάκιο στυλ, μάτια που στάζουν καλοσύνη και καθηλώνουν τον τηλεθεατή. Σε όλα όμως τα σπίτια;

Όχι, σε ένα γαλατικό σπίτι, δεν υπάρχει ανοικτή τηλεόραση.  Σε αυτό αγνοούν την επικαιρότητα. Και δεν φοβούνται. Και κουβεντιάζουν.

Η γηραιά κυρία, δέχεται τον γιό της και κάθονται στο σαλόνι. Του κάνει καφέ μέτριο βαρύ κι αυτός ανάβει τσιγάρο Zante άφιλτρο. Η οικοδέσποινα κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και ο γιός της στον καναπέ, μισο- σκυμμένος για να πίνει τον καφέ του και να τινάζει στο τασάκι τις στάχτες του τσιγάρου.

«Λοιπόν μάνα, θα μου πείς τις ιστορίες που λέγαμε την άλλη φορά, για τα ξωτικά και τις νεράιδες του χωριού; Για να τα γράψω;», ακούστηκε ο γιός να λέει την στιγμή που άφηνε το φλυτζάνι του καφέ. «Μα στα έχω πει εκατό φορές, δεν τα θυμάσαι;» τον ρώτησε η μάνα του ελαφρώς εκνευρισμένη (τάχα μου)!

Σβήνει το δεύτερο τσιγάρο ο γιός, ανοίγει έναν παλιό φορητό υπολογιστή που είχε μαζί του, διπλοκλικάρει το  Writer  του  Libre Office  και της λέει: «πάμε μάνα, θα μου τα λές αργά να τα προλαβαίνω».

Αφηγήσεις της μάνας

Πρώτη ιστορία

Ο παππούς ο γερό Αλεξούλης είχε πάει στις Μαυράδες στον μύλο να αλέσει. Άργησε όμως ο μυλωνάς και τον έπιασε βαθιά νύχτα. Μπροστά το μουλάρι φορτωμένο, πίσω ο γερό – Αλεξούλης, φτάνουν στην Σαρακινόβρυση. Στάθηκαν να πιεί το ζωντανό νερό και κίνησαν πάλι στην ανηφοριά. Μετά την βρύση, στο ρέμα, ακούστηκαν όργανα να βαρούν. Ο γερό – Αλεξούλης, κοντοστάθηκε, έκανε τον σταυρό του και συνέχισε. Δεν γύρισε πίσω να ειδεί. Κρατούσαν νεράιδες στην Σαρακινόβρυση έλεγε……..

Δεύτερη ιστορία

Στο χωριό, μια γυναίκα, όταν έβγαινε έξω από το σπίτι, ισχυριζόταν ότι την ακολουθούσε ένα γατί. Το έλεγε και δεν την πίστευε κανείς. Φοβόταν. Κάποια φορά, μαζί με μια άλλη γυναίκα, επέστρεφαν νύχτα από τον μύλο του Χαρδαβέλα στο χωριό. Το γαϊδουράκι της, καθώς και το μουλάρι της άλλης γυναίκας πήγαιναν μπροστά φορτωμένα. Αυτές ακολουθούσαν. Σε ολόκληρη την διαδρομή από τον μύλο μέχρι και το χωριό, κοιτούσε συνέχεια πίσω, δεξιά, αριστερά. Διαρκώς φοβισμένη. Όταν έφτασαν με το καλό στο χωριό και πήγαν να χωρίσουν η καθεμιά για το σπίτι της, ρωτά η άλλη γυναίκα: «τι έβλεπες και κοιτούσες συνέχεια στο σκοτάδι;» Ένα γατί έβλεπα και μας ακολουθούσε. Αλλά φαίνεται μόνο εγώ το βλέπω!  

Τρίτη ιστορία

Από την Λυσσαρέα, πήγαν μια παρέα κορίτσια για ξύλα,  στον δρόμο που ήταν τα περιβόλια του Μπουρμπουτσέλου. Ενώ έκοβαν τα ξύλα τους και τα στοίβαζαν για την ζαλιά, άκουσαν ξαφνικά μια γυναικεία φωνή: βοήθεια, βοήθεια! Τρέχουν τα κορίτσια στην πλαγιά και αντικρίζουν μια γυναίκα πεσμένη κάτω από ένα μικρό βράχο. Τι έπαθες κυρά; Ρώτησαν τα κορίτσια την πεσμένη γυναίκα. «Τι να πάθω η έρμη; Με έπιασαν πολλές γυναίκες και με έριξαν κάτω στον βράχο». Κοίταξαν τα κορίτσια δεξιά κι αριστερά, δεν υπήρχε ψυχή. Την βοήθησαν να σηκωθεί και την άφησαν να πάει στο σπίτι της. Έπειτα από μερικές ημέρες πέθανε. Την πήραν τα ξωτικά, είπαν….

Τέταρτη ιστορία

Ο Καμπισόγιαννης, από την Λυσσαρέα,  βρήκε μια φορά στο δρόμο ένα γαϊδούρι. Το κοίταξε, άγνωστο το γαϊδούρι. Αφού πήγαινε για το χωριό,  πιάνει και το καβαλάει να πάει ξεκούραστα. Το βαρούσε να κινήσει αλλά το γαϊδούρι δεν υπάκουε. Στεκόταν ακίνητο. Η ράχη του, ήταν κοφτερή σαν μαχαίρι, και τον ενοχλούσε τον Καμπισόγιαννη.  Κατέβηκε και κίνησε με τα πόδια για το χωριό.  Ξαφνικά πίσω του άκουσε μια φωνή να του λέει: έχε χάρη που έχεις πάνω σου το σιδερικό, αλλιώς θα σε έφτιαχνα καλά. Είχε μαχαίρι μαυρομάνικο. Και σώθηκε!

Πέμπτη ιστορία

Το μικρό κορίτσι τα βράδια κοιμόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού. Καλοκαίρι ήταν, του άρεσε. Μια νύχτα με ωραίο φεγγάρι, ξύπνησε απότομα. Λίγο πιο κάτω από το μπαλκόνι ήταν μια συκιά. Δίπλα της, βλέπει έναν άνδρα με κουστούμι και ρεπούμπλικα να χορεύει. Έβαλε τις φωνές η μικρή τρομαγμένη. Ξύπνησε η μάνα της, τρέχει στο μπαλκόνι για την κόρη της, να ειδεί τι της συμβαίνει: Τι έπαθες κόρη μου; Την ρώτησε με αγωνία. «Εκεί μάνα, στη συκιά, είναι έναν άνθρωπος και χορεύει» είπε τρομαγμένη η μικρή. Κοίταξε στην συκιά η μάνα της, κοίταξε ολόγυρα, δεν είδε τίποτα.

Έκτη ιστορία

Στην κατοχή, η …………. που είχε παντρευτεί σε άλλο χωριό, είχε παιδιά να μεγαλώσει αλλά η ζωή είχε γίνει πολύ δύσκολη. Δεν τα έβγαζε εύκολα πέρα. Είχε πεθάνει και ο άνδρας της. Που και που όμως, τα βράδια, από ανάγκη και όχι από συνήθεια, πήγαινε σε μια ερημική στάνη και έσφαζε ένα αρνί, του έκοβε το κεφάλι και το άφηνε στη στάνη κι έπαιρνε στον ώμο της το υπόλοιπο και πήγαινε σπίτι να ταΐσει τα παιδιά της. Κάθε τόσο, έβλεπε ο τσοπάνης αρνίσια κεφάλια και ανησύχησε για την κλεψιά. Πήγε στην χωροφυλακή απελπισμένος. Οι χωροφύλακες, είχαν ακούσει για κλεψιές από την ………………. Και έκαναν έφοδο στο σπίτι της να βρούνε αρνίσιο κρέας. Κοίταξαν στο κατώγι, στο κελέρι, σε ένα καλυβάκι έξω από το σπίτι. Τίποτα, Έφυγαν απογοητευμένοι.  Σαν σκαπέτισαν για τα καλά, πάει η κυρά του σπιτιού στην μισάντρα, εκεί που έβαζαν τα ρούχα τους. Κάτω από ένα σκουτί, τραβά ένα αρνίσιο μπούτι. Είχε κάψει ολοβραδίς και τον φούρνο, πάει και το βάζει στο ταψί….. Οι χωροφύλακες όμως δεν το έβαζαν κάτω! Κάθε βράδυ φύλαγαν στη στάνη να πιάσουν τον κλέφτη επί τόπου. Σαν έμαθε η ………….. για το φύλαγμα των χωροφυλάκων, σκέφτηκε πονηρά: «θα σας φτιάξω εγώ». Ξέροντας τα μέρη που φύλαγαν οι χωροφύλακες, μπαίνει άφοβα στην στάνη, ζαλώνεται ένα ακέφαλο αρνί και τραβά στο καρτέρι τους! Βλέπουν αυτοί την σκιά να πλησιάζει κατά το μέρος τους, βγαίνουν με τα όπλα και φωνάζουν να σταθεί. Τότε η …………….. απλώνει τα χέρια και τα σηκώνει ψηλά – είχε ένα σάισμα πάνω της, αρχίζει να φωνάζει λόγια άγνωστα και να τρέχει κατά πάνω τους! Είδαν το στοιχειό οι χωροφύλακες και έτρεξαν να σωθούν!  

Έβδομη ιστορία

Όχι μάνα. Έλεος! Άλλη φορά. Πιάσε τώρα και το μπουκάλι το τσίπουρο. Κουράστηκα να γράφω!

Μάνα: Μαρίνα Αναστασοπούλου (αφηγήτρια)

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος