Αληθινές ιστορίες της πόλης ...

Δημοσιεύτηκε στις Πέμπτη, 25 Ιουλίου 2013 19:10
Εμφανίσεις: 2545

Στην Αθήνα ένα απόγευμα ανταμώνω ένα πατριώτη:

--  Τι γίνεται, τι νέα από το χωριό; Πηγαίνεις συχνά; Με ρωτά.

Συχνά δεν πηγαίνω, έχω να πάω καιρό, όσο από νέα, που να τα μάθω;

--  Να έχει κόσμο, ποιος ξέρει… συνέχισε ο πατριώτης.

Τι να σου πω, με βρίσκεις αδιάβαστο! Αλλά όλο και κάτι θα έχει, καλοκαίρι είναι.

Είχε κέφια ο πατριώτης:

--  Αλλά τι να τον κάνεις τον κόσμο; Στο χωριό πηγαίνεις ακριβώς για την ερημιά του, γι’ αυτό που σου λείπει στη πόλη, τον καθαρό αέρα και την ησυχία. Κατά καιρούς ακούω πολλούς που λένε, «αν δεν έχει κόσμο στο χωριό τι να κάνω; Να μη μιλάω με κανένα;». Γιατί, εδώ στη πόλη μιλάς; Δεν είσαι συνέχεια μέσα στο σπίτι σου απέναντι σε μια τηλεόραση που σε τρελαίνει; Και στο καφενείο που πάω μερικές φορές, όλοι στα ίδια είναι, για την πολιτική, για τα μνημόνια, για τα αντιμνημόνια. Χάσαμε τον μπούσουλα με όλα αυτά, αλλά στο χωριό ο άλλος θέλει κόσμο.

Καλό είναι να υπάρχει κόσμος στο χωριό, να μην υπάρχει εγκατάλειψη, λέω του πατριώτη.

--  Ναι, καλό είναι, για να έχουν να λένε τα στραβά των άλλων. Τα δικά τους δεν τα βλέπουν, αναμάρτητοι όλοι και διαβάλουν, λένε ψέματα, λοιδωρούν. Η υποκρισία ζει και βασιλεύει παντού, από το χωριό μας θα έλειπε;

Πρέπει να φύγω, του λέω, έχω μια δουλειά και έχω αργήσει.

--  Καλά, να μη σε κρατάω. Δε μου λές, με το σύλλογο τι γίνεται, πως τα πάει;

Μα δεν είμαι στο σύλλογο, που να ξέρω;

--  Δεν είσαι, ίσως, αλλά κοτζάμ site έχεις, που τα μαθαίνεις;

Πραγματικά είχα κέφια ο πατριώτης μας

--  Αλλά τι να κάνει και ο σύλλογος; Πέρασαν οι εποχές που είχαν λόγο ύπαρξης οι σύλλογοι. Επειδή είσαι μικρός (!), για να ξέρεις, οι αδελφότητες όταν έγιναν, σκοπό είχαν τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα σε πατριώτες ξενιτεμένους. Και τότε οι περισσότεροι ξενιτεμένοι βρίσκονταν στην Αθήνα. Στην εποχή μας, οι σύλλογοι για καμιά γίδα βραστή είναι, έχουν χάσει κι αυτοί τον προορισμό τους. Όμως, άστους να υπάρχουν, κακό δεν είναι. Αλήθεια, με τον ξενώνα τι γίνεται; δουλεύει; Κάτι είχα ακούσει πέρυσι, πρόπερσι, ότι κάποιος τον πήρε. Και ποιος θα πάει να μείνει στο Ψάρι; Ούτε μια πισίνα δεν έχει της προκοπής. Που θα κάνει το μπάνιο του ο κάθε πατριώτης, εγώ, εσύ, όποιος θέλει;

Ωραία τα είπαμε, αλλά έχω ήδη αργήσει πολύ και πρέπει να φύγω, του είπα πάλι.

--  Καλά, μη σε καθυστερώ από τις δουλειές σου. Και δεν μου λες, ο Μαυρέλιας ζει;

Γιατί να μη ζει ο άνθρωπος; Μια χαρά είναι, απαντώ.

--  Σωστά, εδώ ζούμε εμείς που μας τρώει το καυσαέριο και η ζέστη. Είναι όμως καλός στο κλαρίνο, ο καλύτερος της περιοχής μας. Κένταγε το παίξιμό του, κελάηδαγε. Να είναι άραγε φέτος στο χωριό μας στο πανηγύρι; Ποιος να ξέρει;

Τι να σου πω, δεν ξέρω, απαντώ κοιτάζοντας το ρολόι μου.

--  Καλά, αν δεν ξέρεις εσύ που είσαι στο σύλλογο, ποιος ξέρει; !!

Όταν θα βρεθούμε πάλι εδώ στο δρόμο, θα σου λύσω όλες τις απορίες σου. Μέχρι τότε όμως, μην σε τρώνε οι ξένες έννοιες. Χάρηκα που τα είπαμε και πρέπει τώρα να φύγω.

--  Και δε μου λες, έχουμε άλλο παπά στο χωριό; Από πού να είναι; !! άκουγα από μακριά να με ρωτά!

 

Έφυγα και ηρέμησα …

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος