Το Πάσχα στην ζωή μας ...

Δημοσιεύτηκε στις Πέμπτη, 13 Απριλίου 2017 08:23
Εμφανίσεις: 1927

Το Πάσχα ως γιορτή προϋπήρχε στην αρχαία Αίγυπτο και συμβόλιζε τη διάβαση του ήλιου από τον μεσημβρινό (εαρινή Ισημερία). Πάσχα στα εβραϊκά  «pasah»,  νοείται η διάβαση, είναι η γιορτή των Εβραίων σε ανάμνηση της απελευθέρωσης τους από την αιγυπτιακή κυριαρχία. «Pasah  είναι η διάβαση, η υπέρβαση, είτε της Ερυθράς Θάλασσας υπό του εβραϊκού λαού (κατά τον Γρηγόριο τον Παλαμά), είτε του αγγέλου προ του αίματος του αμνού βεβαμμένων των θυρών των εβραϊκών οικιών, είτε το ορθότερο, μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη».

Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή των χριστιανών σε ανάμνηση της έκ νεκρών ανάστασης του Ιησού Χριστού και υπάγεται στις κινητές γιορτές, ως εορταζόμενη έπειτα από απόφαση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.χ. υπό του Μέγα Κωνσταντίνου, την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου). Μέχρι τότε, πίστευαν οι ιουδαϊζοντες χριστιανοί στην γιορτή του Πάσχα το γεγονός της σταύρωσης του Χριστού και επέμεναν να το γιορτάζουν μαζί με τους Εβραίους. Αντίθετα, οι χριστιανοί άλλων εθνών πίστευαν στην ανάσταση του Χριστού και συνέδεσαν τον εορτασμό του Πάσχα με την αναστάσιμη ημέρα της εβδομάδας, τη Κυριακή. Τόνιζαν επίσης, ότι τα χριστιανικό Πάσχα δεν είναι δυνατόν να συμπίπτει με το εβραϊκό.

Λέγεται και καινόν Πάσχα, δηλαδή, ανάσταση, πασχαλιά, λαμπρή. Πασχαλιά επίσης μπορεί να ειπωθεί εκτός της ημέρας του Πάσχα, και το πέρας της νηστείας (παύω να νηστεύω, τρώω πασχαλινά, μη νηστήσιμα φαγητά, κυρίως κρέας), δηλαδή αρταίνομαι. Μεταφορικά η Πασχαλιά είναι η ομορφιά, η λαμπρότητα της ζωής.  

Το εβραϊκό Πάσχα αποτελούσε ανάμνηση της εξόδου από τη δουλεία της Αιγύπτου υπό την ηγεσία του Μωυσή μέσω «θεϊκής» παρέμβασης. Αυτό ήταν και το γεγονός, που έδωσε στο Πάσχα την οριστική του σημασία. Σύμφωνα με την Έξοδο, κάθε αρχηγός οικογένειας θυσίαζε ένα αρσενικό πρόβατο στο ναό των Ιεροσολύμων, το οποίο έψηναν αργότερα με τον όρο να το φάνε όλο το ίδιο βράδυ. Το αίμα του το έβαζαν ως ένδειξη προστασίας στην είσοδο κάθε σπιτιού. Το βράδυ άπλωναν στο τραπέζι όλα τα φαγητά (αρνί, πικρά χόρτα, άζυμο άρτο. Στη συνέχεια οι πιο γέροι της οικογένειας διηγούνταν όλη την ιστορία της δουλείας και της απελευθέρωσης από την αιγυπτιακή σκλαβιά και εξηγούσαν το συμβολισμό κάθε φαγητού στο τραπέζι.

Το Καθολικό Πάσχα[1] σε σχέση με το Ορθόδοξο, εκτός από την ημερομηνία που άλλοτε συμπίπτει και άλλοτε όχι, δεν διαφέρει πολύ στο πώς γιορτάζεται. Τελετουργικά, η κάθε Εκκλησία εννοείται ότι ακολουθεί δικές της συνήθειες, όπως με κάθε γιορτή ή καθημερινή ακολουθία. Αλλά τα έθιμα δεν έχουν τόσο να κάνουν με τα θρησκευτικά δόγματα, όσο με τις συνήθειες του κάθε λαού. Το βάψιμο των αυγών για παράδειγμα, είναι κάτι που συναντά κανείς σε όλες τις βαλκανικές χώρες, αλλά και σε αυτές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Δηλαδή, δεν τα βάφουν μόνο οι Ορθόδοξοι, αλλά και οι Καθολικοί λαοί όπως οι Πολωνοί, οι Τσέχοι ή οι Κροάτες, ακόμη και οι Προτεστάντες Γερμανοί[2] (το Πάσχα των Προτεσταντών συμπίπτει με των Καθολικών).

Τα κόκκινα αυγά. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο θρησκευτικών της Γ’ Δημοτικού διαβάζουμε: «Λένε, πως όταν αναστήθηκε ο Χριστός, μια γυναίκα που κρατούσε ένα καλάθι με αυγά δεν πίστευε πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να έχει συμβεί. Είπε λοιπόν πως αν ήταν αλήθεια, τότε τα αυγά που κρατούσε θα έπρεπε να γίνουν κόκκινα. Το θαύμα έγινε και τα αυγά κοκκίνισαν. Λένε ακόμη πως τα αυγά τα βάφουμε κόκκινα, γιατί μας θυμίζουν το αίμα του Χριστού πάνω στο σταυρό».

Ανάσταση. Στην ετυμολογία της η λέξη δηλώνει την έκ νεκρών έγερση, την επάνοδο στην ζωή. Ουσιαστικά η Ανάσταση διδάσκει την «ανύψωση» της ύλης στον ουρανό. Δεν διδάσκει την αιώνια διατήρηση του φυσικού σώματος του ανθρώπου, όπως υποθέτουν πολλοί φανατικοί προσδοκώντας την επανεμφάνιση του απορριφθέντος φυσικού σώματος. Κάθε θρησκευτική διδασκαλία στοχεύει στην ανάσταση του «νεκρού» ανθρώπου και σε όλες τις μορφές ζωής από το πιο χαμηλό σημείο εξέλιξης μέχρι την πνευματική εμπειρία. «Νεκρός» είναι αυτός που ασχολείται με τις δραστηριότητες του υλικού επιπέδου – ύλη, συναίσθημα, σκέψη, οι οποίες είναι διαδικασίες μέσα στον χρόνο. «Αναστημένος» είναι αυτός που λειτουργεί στο άχρονο – αγάπη, σοφία, ελευθερία, δικαιοσύνη, αρετή κ.α.

 Οι παραδόσεις  δεν διαφέρουν πολύ η μία από την άλλη, και συνήθως η νεώτερη παίρνει στοιχεία από την παλαιότερη παράδοση και τα υιοθετεί. Μπορούμε να πούμε ότι δηλώνεται μία συνέχεια των θρησκειών σαν συνειδητή απόκλιση των λόγων των ιδρυτών τους.  

Ανεξάρτητα από δόγματα και θρησκευτικές πεποιθήσεις, μπορούμε να πούμε ότι το Πάσχα είναι η αναγέννηση της Φύσης, και η ανθρώπινη αναγέννηση στην προέκτασή της.  

Καλή Ανάσταση …

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 



[1] Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος δεν υπολόγισε έναν βασικό παράγοντα - τη μεγάλη απόκλιση σφάλματος στο ημερολογιακό έτος. Κατά την εποχή της Α' Οικουμενικής Συνόδου, το ημερολόγιο εν ισχύ ήταν το Ιουλιανό, που είχε θεσπιστεί από τον Ιούλιο Καίσαρα το 45 μ.Χ. Ο βοηθός του, ο αλεξανδρινός αστρονόμος Σωσιγένης, είχε υπολογίσει πως το ηλιακό έτος έχει 365 μέρες, ενώ στην πραγματικότητα είχε 365,242199 ημέρες.  Αυτή η «μικρή» λεπτομέρεια, συνέδραμε στο να φτάσει η εαρινή Ισημερία να μετακινείται νωρίτερα, αφού κάθε 129 χρόνια πήγαινε μια ημέρα πίσω. Το αποτέλεσμα ήταν κατά το έτος 1582 μ.χ, δηλαδή 11 σχεδόν αιώνες μετά, η εαρινή Ισημερία να συμβεί  την 11η Μάρτη, ενώ κατά την εποχή των Παθών του Χριστού είχε εντοπιστεί στις 23 Μάρτη. Το σφάλμα απόκλισης ήταν μεγάλο. Τότε ο πάπας Γρηγόριος μαζί με τους αστρονόμους του έκαναν την νέα ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Μέσα σε αυτούς τους 11 αιώνες, το σφάλμα απόκλισης είχε φτάσει σχεδόν τις 13 μέρες, οπότε για να καλυφθεί, η 5η Οκτωβρίου μετονομάστηκε σε 15η Οκτωβρίου. Με αυτόν τον τρόπο το σφάλμα απόκλισης εντοπιζόταν σε μόλις μια ημέρα κάθε 3.330 χρόνια. Εκείνη την εποχή, ήδη το σχίσμα Δυτικής και Ανατολικής εκκλησίας (1054 μ.Χ ) είχε ριζώσει σταθερά, παρ' ότι είχαν γίνει οι «τυπικές» επανασυνδέσεις κατά τις συνόδους του 1274 μ.Χ.και 1439 μ.χ.. Έτσι τα πρώτα κράτη που ακολούθησαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια ίδρυσής του ήταν τα Καθολικά. Η Ορθόδοξη εκκλησία αντέδρασε και αρνήθηκε να το ακολουθήσει, με αποτέλεσμα οι έριδες με τη Δυτική Εκκλησία να πυκνώσουν. Αυτή η άρνηση της Ορθόδοξης εκκλησίας κράτησε μέχρι και τον 20ο αιώνα. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1923, έγινε αποδεκτό το Γρηγοριανό ημερολόγιο στην Ελλάδα από το κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη το σφάλμα απόκλισης, η 16η Φεβρουαρίου μετονομάστηκε σε  1η Μάρτη του 1923. Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως εξακολούθησε να αρνείται την αλλαγή, μέχρι και τον επόμενο χρόνο. Το θέμα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Συμφώνησε να πορευθεί με το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο σε ό,τι αφορούσε τις ακίνητες εορτές. Έτσι, το Πάσχα των ορθοδόξων δεν έπαψε ποτέ να υπολογίζεται βάσει του Ιουλιανού ημερολογίου και των Καθολικών βάσει του Γρηγοριανού.

 

[2] Οι Γερμανοί στην μεγάλη τους πλειοψηφία αγνοούν ότι το Πάσχα γιορτάζεται η ανάσταση του Χριστού.