Καθημερινότητα και σφηνοειδής γραφή ...

Δημοσιεύτηκε στις Τρίτη, 29 Οκτωβρίου 2019 10:56
Εμφανίσεις: 1319

Η σφηνοειδής γραφή …

 

Η ιστορία είναι πραγματική, φρέσκια, μιάς κι έγινε προ ώρας περίπου. Θεώρησα καλό να την καταγράψω και να την μεταφέρω εδώ, εφόσον πρωταγωνίστρια σ’ αυτήν υπήρξε μιά Ψαραία μάνα.

          Μερικά πρωινά πηγαίνω στον κοντινό φούρνο της γειτονιάς για ν’ αγοράσω ψωμί. Ο φούρνος, όπως οι περισσότεροι άλλωστε σήμερα, έχει στις προθήκες του λογιών-λογιών πράγματα, από τυρόπιτες και σπανακόπιτες, μέχρι κουλουράκια και γλυκά, πάρα πολλά μικρά εδέσματα συνοδευτικά του πρωινού καφέ, παγωτά, γιαούρτια, μπύρες, νερά, και πόσα ακόμα που λίγο ή πολύ έχουμε όλοι μας παρατηρήσει σ’ αυτούς. Ένα σχετικά νέο προϊόν που πουλάνε οι φούρνοι, είναι και ο καφές, στις παραλλαγές που γνωρίζουμε, φρέντο, εσπρέσο, καπουτσίνο και λοιπά. Οι φούρνοι, έχουν ωραίες μυρωδιές, ειδικότερα σ’ αυτόν της γειτονιάς μου, τα κορίτσια που δουλεύουν είναι ευγενέστατα, και άθελά τους εκπέμπουν κι αυτά ευχάριστες μυρωδιές στα μαγικά πρωινά της ζωής μας.

          Έξω από τον φούρνο, που έχει ανατολική κατεύθυνση, υπάρχει αντίκρυ του μία μικρή πλατεία με δέντρα και λουλούδια, περιποιημένη, καθαρή. Στον εξωτερικό χώρο του, υπάρχει ένα μικρό πάσο με δυό σκαμπό και ένα τραπέζι με δυό-τρείς καρέκλες. Σ’ αυτά, κάθονται αρκετοί πελάτες για λίγο, πίνοντας στα γρήγορα τον καφέ τους, ή πάλι, γείτονες που συναντιούνται τυχαία, κάθονται να πουν δυό κουβέντες. Η καθημερινότητά μας, αν σ’ αυτήν υπάρχει καλή διάθεση, συνεχίζεται θετικά την υπόλοιπη ημέρα.

          Αρκετές φορές, σαν πηγαίνω για ψωμί, παίρνω και έναν φρέντο μέτριο προς το πικρό, και πείτε με λοξό; Παράξενο; Λέω στα κορίτσια και μου βάζουν πάνω του λίγη σοκολάτα. «Η σοκολάτα κάνει τον καφέ εκλεκτό ρόφημα, η κανέλα τον κάνει ρυζόγαλο», είχε πει προ χρόνων ένας καλός φίλος, Ψαραίος κι αυτός που εμπορεύεται και καφέ. Ο καφές είναι τέχνη, το καλό χαρμάνι επίσης είναι αυτό που τον κάνει ελκυστικό για τον ουρανίσκο, έλεγε πάλι ο καλός πατριώτης. Την τέχνη του καφέ, την γνωρίζει επίσης καλά κι ένας καλός φίλος που μένει σχεδόν μόνιμα στο Αλεποχώρι της Αττικής, πάνω σχεδόν στο κύμα. Αυτός, όταν πηγαίνουμε μερικές φορές με μία φίλη μου, δεν ξέρω πως και γιατί, τον καφέ τον κάνει θεϊκό! Η φίλη μου διαφωνεί λέγοντας πως τον κάνει καραβίσιο! Τέλος πάντων, είναι πολύ δύσκολα τα γούστα του καφέ, τα κορίτσια όμως της γειτονιάς μας που εργάζονται στον φούρνο, τον κάνουν πολύ καλό, καλύτερο μπορώ να πω και από του φίλου στο Αλεποχώρι.

          Σήμερα λοιπόν το πρωί, βγαίνοντας από τον φούρνο με το ψωμί και έναν φρέντο, ανταμώνω έναν πατριώτη Ψαραίο. «μη φύγεις» μου λέει, «περίμενε έξω στο τραπέζι». Πράγματι, σε δυό λεπτά ήταν έξω και καθόμασταν στο τραπέζι και τα λέγαμε. Στη γειτονιά είχαμε μεγαλώσει μαζί, αυτός μεγαλύτερος από μένα 6-7 χρόνια, έλεγε: «εσάς όλους, εσένα, τον Σούλη[1], τον Τούπα[2], τον Μιχάλη[3], σας προστάτευα, ήσασταν νιάνιαρα, κάνατε ζαβολιές κι αναστατώνατε τον κόσμο. Θυμάσαι τις μουριές που παίζατε γκαζάκια και μπάλα; Και μετά πηγαίνατε στο πηγάδι της κυρά Κούλας[4] και πίνατε νερό;». Και ο κύρ Γιάννης[5] σας προστάτευε με όσα κάνατε σαν παιδιά!

          Κουβέντα στην κουβέντα με τον πατριώτη, έφτασε ο λόγος του στη μάνα του που έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Πριν από αυτό, λέγαμε για το σκύλο τους, τον Ξένο, που πέθανε -σπάνια για σκυλί- πάνω από είκοσι χρονών. Τον Ξένο, τον αγαπούσαμε όλοι στην γειτονιά, παίζαμε μαζί του μα κι αυτός στεκόταν πάντα δίπλα μας. Ένα πανέμορφο σκυλί, γιγαντόσωμο, χρώματος κανελί και καφέ. «Με την μάνα μου που λές, συνέχισε ο πατριώτης, πήγαμε μια μέρα σε μιά δημόσια υπηρεσία για να υπογράψει κάτι χαρτιά. Αγράμματη ήταν η μάνα μου όπως οι περισσότερες γυναίκες της γενιάς της, και την συνόδευα για να την βοηθήσω όπου χρειαζόταν. Βρεθήκαμε λοιπόν σε ένα γραφείο που πίσω του καθόταν μία κυρία. Αυτή, κοιτούσε κάτι χαρτιά, ρωτούσε τη μάνα μου, αυτή απαντούσε, όλα πήγαιναν ήσυχα κι ωραία. Εγώ από δίπλα, δεν μιλούσα, δεν είχα λόγους εξάλλου, απλώς άκουγα. Οπότε, προς το τέλος μάλλον της χαρτούρας, λέει η κυρία στη μάνα μου, «εδώ υπογράψτε και είστε έτοιμη». Πράγματι, πήρε η μάνα μου το χαρτί, κι έβαλε στο σημείο που της υπέδειξε η υπάλληλος, ένα σταυρό, και αμέσως της το επέστρεψε. Σαν είδε στη θέση της υπογραφής τον σταυρό η υπάλληλος, εξερράγη: «μα τι είναι αυτά κυρία μου; Αγράμματη είστε;». Στις τελευταίες κουβέντες της υπαλλήλου που ύψωσε μάλιστα και πάρα πολύ τον τόνο της φωνής της για ν’ ακουστεί και στ’ άλλα γραφεία μάλλον, πήρα αστραπιαία στα χέρια μου το χαρτί, και είδα ότι η μάνα μου είχε βάλει έναν σταυρό κάπως πλάγιο, έμοιαζε και σαν ένα πλάγιο Χ ας πούμε. Οπότε ήρθε η σειρά μου να εκραγώ λέγοντας της με δύναμη για ν’ ακουστώ κι εγώ στα υπόλοιπα γραφεία -της μεγάλης μάλιστα αίθουσας-, κυρία μου, εσείς είστε αγράμματη, διότι δεν γνωρίζετε την σ φ η ν ο ε ι δ ή  γ ρ α φ ή. Αντιλαμβάνεσαι τι έγινε στην αίθουσα. …

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος


[1] Τον αείμνηστο αδελφό μου τον Τάσο, στην γειτονιά όλοι τον φώναζαν Σούλη.

[2] Τον αείμνηστο πρώτο μου ξάδελφο τον Γιώργη, γιό της θειάς μου της Αθηνάς, στο επίθετο τον έλεγαν Τουπαδάκη, όλοι μας όμως τον λέγαμε χάριν συντομίας Τούπα.

[3] Ήταν φίλος μας κι αυτός, γεννήθηκε 20 μέτρα από το δικό μας σπίτι, ηπειρώτης στην καταγωγή. Στην ηλικία του αδελφού μου.

[4] Η κυρά Κούλα, ήταν κι αυτή Ψαραία, το γένος Σταυροπούλου και είχε παντρευτεί έναν χρυσό άνθρωπο, τον κύρ Θανάση από την Παναγιά (Ζέρζοβα).

[5] Ο κύρ Γιάννης, ήταν εισαγγελέας εφετών, και μας αγαπούσε πολύ.