Ιερείς & Ιέρειες από το Ψάρι στο Ιερό του Πανός

Δημοσιεύτηκε στις Τρίτη, 18 Αυγούστου 2020 18:29
Εμφανίσεις: 970

Ιερείς & Ιέρειες από το Ψάρι στο Ιερό του Πανός

 

Το Ιερό του Πανός, στην εποχή μας είναι αόρατο από τα μάτια των βέβηλων ανθρώπων, ειδικότερα μάλιστα εκείνων που έχουν σαν θεό την ύλη και τις εκφάνσεις της. Αόρατο από τους βέβηλους μα ορατό από τους ιερείς και τις ιέρειες του μέγιστου πρωτοθεού, που, καθώς λένε οι φήμες αποσύρθηκε χάριν του έτερου μέγιστου Δία. Αυτό βέβαια δεν είναι αληθές μα κάποια κακία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου που είπε, όταν αντίκρυσε από τον κυπαρισσιακό κόλπο καθώς πήγαινε για λεηλασία στα ηλειακά παράλια, και μαγεύτηκε από τον όγκο των αρκαδικών βουνών. Μεθυσμένος από το αλκοόλ της εξουσίας, πίστευε κι αυτός αφελώς πως διαφεντεύει τον κόσμο, μα, σαν αντίκρυσε τη μεγαλοσύνη του Σύμ(παν)τος τρομοκρατήθηκε και αντί να βγάλει από τα εσώψυχά του καλοσύνη, έβγαλε τον κακό και δύστροπο εαυτό του εκστομίζοντας ο βέβηλος ανθρωπάκος «ο Πάν πέθανε».

        Ο Πάν λοιπόν δεν μπορεί να πεθάνει διότι είναι αυτός ο ίδιος ο δημιουργός της ζωής, είναι τα ΠΑΝ(τα). Και οι ιερείς και ιέρειες του, όλοι τους ορκισμένοι στην ύψιστη προς αυτόν υπηρεσία, συγκεκριμένες περιόδους ανεβαίνουν αθόρυβα στο Ιερό του λαμβάνοντας κωδικοποιημένες οδηγίες για την εξέλιξη και ανέλιξη του ανθρώπου.

        Η Αφροδίτη είχε υψωθεί στην Ανατολή και φανέρωνε σε όσους κοιτάζουν ψηλά την καλή μέρα που σύντομα θα εμφανιζόταν. Τότε, καθισμένος έξω από το σπίτι, στη βεράντα, διάκρινα μικρά φώτα ν’ ανεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού. Έδωσα ιδιαίτερη προσοχή, ήταν φώτα από λυχνάρια ή κάτι σχετικό διότι η φλόγα τους τρεμόπαιζε, δεν είχε τη σταθερότητα ενός φακού μα ούτε το φως από ένα άλλο ηλεκτρικό μηχανισμό. Όλοι μας μπορούμε να ξεχωρίσουμε το φώς ενός φακού από το φως ενός λυχναριού, έτσι δεν είναι;

        Μέτρησα 17 τέτοια φώτα ν’ ανεβαίνουν με δυσκολία το κλειστό μονοπάτι. Το μονοπάτι πράγματι είναι κλειστό και το ανοίγουν μόνο οι ιερείς και οι ιέρειες κάθε φορά που επισκέπτονται το Ιερό του Πανός. Όπως υπολόγισα, χρειάστηκαν κάπου μισή ώρα μέχρι να φτάσουν στην κορφή, εκεί που το Ιερό, έχει άμεση οπτική επαφή προς τον Νότο με το Τέμενος του Δία στο Λύκαιο Όρος, ανατολικά με τον ναό του Απόλλωνα στην κορφή του Αρτοζήνου, Δυτικά κοιτάζει το μέγα έργο του Ηρακλή στην αρχαία Ολυμπία και προς τον Βορά ανταμώνει την Μεγάλη Άρκτο.

        Η μικρή ομάδα των υπηρετών του Πάνα σαν έφτασε στο Ιερό του, το λυκαυγές αποσυρόταν και δεν θ’ αργούσε ο Απόλλωνας να δώσει τις ακτίνες του στ’ αρκαδικά βουνά. Όταν η πρώτη φωτεινή ακτίνα φανερώθηκε, οι ιερείς και οι ιέρειες ήταν ήδη στις θέσεις τους, κυκλικά, και αγκάλιαζαν το Ιερό, αγκάλιαζαν τον Πάνα, αγκάλιαζαν τα Πάντα.

        Τότε, πάνω από τον κλειστό κύκλο εμφανίστηκε ένα κατάλευκο μικρό σύννεφο, φωτεινό, περισσότερο κι από το φώς του Απόλλωνα. Ήταν το Θείο Φώς που πρόσμενε ν’ ακούσει τον Ύμνο. Ο Μέγας αρχιερέας, ο πρώτος τη τάξει, όρθιος έξω από τον κύκλο, φόρεσε τον κότινο στο κεφάλι, ύψωσε τα χέρια του προς το Θείο Φώς και άρχισε αργά, μα με φωνή δυνατή να Υμνεί:

«Πάνα καλώ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο το σύμπαν,
ούρανόν ήδέ θάλασσαν ΐδέ χθόνα παμβασίλειαν
και πύρ άθάνατον τάδε γάρ μέλη έστι τα Πανός.
έλθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονε Ώραις
αΐγομελές, βάκχευτα, φιλένθεε, άστροδίαιτε,
άρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπήι,
φαντασιών έπαρωγέ, φόβων έκπαγλε βροτείων,
αΐγονόμοις χαίρων άνα πίδακας ήδέ τε βούταις,
εϋσκοπε, θηρητήρ, Ἡχοῦς φίλε, σύγχορε νυμφών
παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαΐμον,
κοσμοκράτωρ, αύξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν
άντροχαρές, βαρύμηνις, αληθής  Ζευς ό κεραστής,
σοι γάρ άπειρέσιον γαίης πέδον έστήρικται,
εϊκει δ' ακαμάτου πόντου το βαθύρροον ΰδωρ
Ωκεανός τε πέριξ | έν ύδασι | γαίαν έλίσσων,
άέριόν τε μέρισμα τροφής, ζωοΐσιν έναυσμα,
και κορυφής έφύπερθεν ελαφροτάτου πυρός όμμα
βαίνει γάρ τάδε θεία πολύκριτα σαΐσιν έφετμαΐς·
ἀλλάσσεις δε φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις
βόσκων ἀνθρώπων γενεήν κατ’ ἀπείρονα κόσμον.
ἀλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαῖν’ ἐπί λοιβαῖς
εὐιέροις, ἀγαθήν δ’ ὅπασον βιότοιο τελευτήν
Πανικόν ἐκπέμπων οῐστρον ἐπί τέρματα γαίης»

Αστραπιαία, σαν τελείωσε ο Ύμνος προς τον Αστροδίαιτο Θεό, το κατάλευκο σύννεφο απλώθηκε και σκέπασε γη και ουρανό, ενοποίησε τον χώρο, τον πάνω και τον κάτω. Τότε, ο δεύτερος τη τάξει ιερέας, πήρε την Επτάφωτη λυχνία και την κατέβασε στην κρύπτη του Ιερού του Πανός. Σφράγισε την κρύπτη από τον βέβηλο άνθρωπο και πήγε κι αντάμωσε τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες του Ιερού που κάθισαν παράμερα ν’ απολαύσουν το λιτό δεκατιανό τους, αποτελούμενο από πίτα, κρεμμύδι και μέλι και ανέρωτο κόκκινο κρασί.

Από τη θέση τους, αγνάντεψαν την απλοχεριά του Κόσμου μένοντας σιωπηλοί. Ο Απόλλωνας πύρωνε τις καρδιές τους καθώς υψωνόταν σιγά-σιγά πάνω από τα κεφάλια τους, στέλνοντας παράλληλα τις κωδικοποιημένες εντολές, σαν μεσολαβητής που ήταν. Όταν στάθηκε κατακόρυφα από πάνω τους, τότε και μόνο οι ιερείς και οι ιέρειες κάθε ηλικίας, και έπειτα από εντολή της πρώτης ιέρειας, πήραν το μονοπάτι για να κατέβουν και πάλι στον υλικό Κόσμο.

Σαν έφτασαν στον μικρό οικισμό του Πανός, σκόρπισαν δώθε-κείθε σύμφωνα με το Σχέδιο …

 

 

 

 

 

Opsarion.gr

Υγ: δεν εγκρίθηκε η δημοσίευση φωτογραφιών από το Ιερατείο.