Ο Καλαμάτας (Γιάννης Αναστ. Πανουσόπουλος) πήρε τον Δρόμο για τα Ηλύσια Πεδία

Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο, 12 Φεβρουαρίου 2022 12:35
Εμφανίσεις: 1811

Στο Ψάρι το 1925 έγιναν δυό σημαντικά πράγματα, ένα ευχάριστο κι ένα δυσάρεστο. Πρώτα το ευχάριστο: απόκτησε το χωριό μας για δεύτερη φορά στην ιστορία του αυτονομία, έγινε δηλαδή Κοινότητα κι έστι πορεύθηκε μέχρι το 1998 που ο Νόμος Καποδίστρια την υποβίβασε σε δημοτικό διαμέρισμα. Το δεύτερο και δυσάρεστο ήταν αυτό με την δολοφονία της πανέμορφης Παγώνας που συγκλόνισε την ήσυχη ζωή του χωριού αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Τα καλά και τ’ άσχημα στη ζωή αντάμα πάνε, ποτέ χώρια, αλληλοσυμπληρώνονται και την ισορροπούν.

Την ίδια χρονιά, το 1925, λίγο μετά την Παγώνα, ο γέρος Αλεξούλης άκουσε τα πρώτα κλάματα του εγγονιού του, του πρώτου από τα έξη παιδιά που απόκτησε ο γιός του Τάσος Πανουσόπουλος και η γυναίκα του, η Αθανασία. Γεννήθηκε ο Γιάννης και το Αλεξέϊκο σπιτικό γιόμισε χαρά.

Ο Γιάννης Αναστ. Πανουσόπουλος γεννήθηκε την εποχή των γιγάντων, καλημέρισε τον Κόσμο που ανέβαινε τον Γολγοθά του μέσα από πολέμους, στερήσεις, φτώχια, βία. Σκληροτράχηλος από τις συνθήκες της ζωής ο Γιάννης, αντάμωσε τον παγκόσμιο πόλεμο σαν έφηβος, ένιωσε κι αυτός στο πετσί του τη μπότα του κατακτητή. Λίγους χρόνους αργότερα, σαν έφυγε ηττημένος ο ναζισμός από την πατρίδα μας, το Ε.Α.Μ. που ξεστράτισε από τον πρωταρχικό του σκοπό και στη συνέχεια κυνηγούσε χίμαιρες, ήθελε με τη βία τον Γιάννη υπό τα όπλα στο όνομα της Λαοκρατίας. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσε ο φόβος, αδελφός σκότωνε τον αδελφό και το ελληνικό αίμα κυλούσε σαν το ποτάμι.

Κάτω από τον φόβο της βίαιης επιστράτευσης και των κυρώσεων από την άρνησή στο Ε.Α.Μ., όχι μονάχα η οικογένεια του Τάσου Αναστ. Πανουσόπουλου μα ακόμα μερικές από το Ψάρι, όπως οι οικογένειες του Παρασκευόπουλου, του Γιώργη Κωνσταντόπουλου (Θοδωρόπουλου), του Χριστόπουλου και του Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου (Ταχυδρόμου), έφυγαν σαν ανταρτόπληκτες για όσο διήρκεσε ο εμφύλιος σπαραγμός και έζησαν  στην Δημητσάνα[1]. Εκεί οργανώθηκε στους Μάηδες αν και δεν είχε ιδιαίτερη δράση διότι η βία από αδελφό σε αδελφό γνώριζε ότι δεν οδηγούσε παρά μόνο πάλι σε βία. Μετά δε το τέλος του εμφυλίου πολέμου, δεν δίστασε να πάει στο δικαστήριο που έγινε στην Καλαμάτα και να υπερασπιστεί με θέρμη τον καπετάν Τρομάρα που είχε κατηγορηθεί αδίκως σαν κομμουνιστής. Ο καπετάν Τρομάρας, ήταν έγκλειστος στ’ Ανάπλι για μεγάλο διάστημα πριν από τη δίκη του (στην Καλαμάτα) όπου και κλονίσθηκε η υγεία του. Με την παρέλευση ενός εξαμήνου από την αθώωσή του απεβίωσε.

Και τον παππού μου τον Βασιλάκο είχε σώσει από βέβαιο θάνατο, όταν αυτός σαν πρόεδρος του χωριού, καλωσόρισε τους αντάρτες - τον στρατό του Μάρκου (Βαφειάδη) στο χωριό. Αλλά δεν ήταν ο στρατός του Μάρκου αλλά ο εθνικός, που συνέλαβε και πήρε μαζί του τον παππού μου στο Σέρβου που πήγαινε. Οι χίτες που ακολουθούσαν σαν σκυλιά πίσω από τον στρατό, θα τον έσφαζαν με συνοπτικές διαδικασίες, όμως, πρόλαβε ο Καλαμάτας στα Σερβαίϊκα αμπέλια τον ταγματάρχη που ήταν επικεφαλής και σαν έφτασαν στου Σέρβου, τον άφησαν ελεύθερο.

Άνθρωπος του καιρού του ο Γιάννης Αναστ. Πανουσόπουλος, εκτός από τις αγροτικές δουλειές του χωριού ασκούσε με ζηλευτό επαγγελματισμό τον Αγωγιάτη. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη που απόκτησε σαν Αγωγιάτης που έγινε γνωστός στον αρκαδικό χώρο και όχι μόνο με το προσωνύμιο «Καλαμάτας». Από τους πέτρινους εκείνους χρόνους και μετά, στο Ψάρι και παντού, το «Καλαμάτας» τον ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εργάστηκε σκληρά κι αυτός, όπως και πολλοί Ψαραίοι -άνδρες και γυναίκες- για να φτάσει το νερό από το Βιζίτσι στο χωριό. Έριξε φουρνέλα, έσκαψε, μόχθησε.

Τον έζησα από κοντά τον Καλαμάτα, για πολλά καλοκαίρια που πήγαινα στο χωριό από παιδί με τον αδελφό μου. Αυτός μας έμαθε να ιππεύουμε, να βοηθάμε στ’ αλώνισμα, μας εμπιστευόταν τα ζώα για να κάνουμε μικροδουλειές του σπιτιού – για να μεταφέρουμε δεμάτια από τη Λακαμάδα, ή πάλι, μας έδειχνε τον δρόμο και πηγαίναμε πεζοπορώντας του παππού ψωμί στη Γκούρα που λημέριαζε. Ο ίδιος πάλι μας έριχνε καντήλια όταν ζορίζαμε τα ζώα με την ιππασία μας και τότε, έστω και για λίγο σταματούσαμε.

Φαμελιάρης ο Καλαμάτας, ευτύχησε και γνώρισε την Αρετή και μαζί απόκτησαν έξη παιδιά. Την Ρένα, τον Τάσο, τον Νίκο, τον Τάκη, την Αθανασία και την Μαρία. Ναι, απόκτησε ζηλευτά πλούτη ο Καλαμάτας, αλλά η ζωή θέλησε να τον δοκιμάσει και δεν τον ρώτησε σαν έχασε τη κόρη του την Αθανασία νεότατη 32 χρόνων, ούτε πριν από ένα μικρό διάστημα σαν έχασε και δεύτερο παιδί, τον Τάσο. Την χάλασε η ζωή τη σειρά των πραγμάτων, γονιός να θάβει το παιδί του, είναι πόνος αβάσταχτος, είναι πληγή που δεν κλείνει.

Ο Καλαμάτας, ήταν σκληρός στην δουλειά του και δίκαιος άνθρωπος. Σκληρός επειδή η ζωή στον καιρό του απαιτούσε σκληρότητα αλλά δίκαιος όσο λίγοι, τίμιος, αξιοπρεπής. Ο Καλαμάτας ήταν ένας αετός και τώρα, έχει απλώσει τις μεγάλες φτερούγες του, έχει ζυγιάσει τον άνεμο και πετά ανεμπόδιστα στους ουρανούς της ζωής και του επέκεινα. Τώρα τριγυρνά στον Κόσμο των ψυχών, απαλλαγμένος από το βάρος της ύλης, μετεωρίζεται στα Ηλύσια Πεδία.

Ναι μπάρμπα, ήσουν ένας γίγαντας που πάλεψες με τις δυνάμεις της ζωής και τις έκανες ζάφτι. Γι’ αυτό και η ζωή σε αντάμειψε δίνοντας σου άριστη σύζυγο και παιδιά διαμάντια που στάθηκαν στο πλάι σου μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής σου. Ναι μπάρμπα, ήσουν ένας τυχερός άνθρωπος, πάμπλουτος, έζησες ανάμεσα σε δυό αιώνες και τώρα, στα 97 σου χρόνια, αποφάσισες να ξεκουραστείς αφήνοντας παρακαταθήκη παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα.

Σε όλους αυτούς που άφησες πίσω σου μπάρμπα Καλαμάτα, θερμά συλλυπητήρια, να είναι καλά και να σε θυμούνται με αγάπη.  

 

Καλό σου Δρόμο  

==============

Η Εξόδιος Ακολουθία θα γίνει την Κυριακή 13 Φλεβάρη 2022 στις 12.00 το μεσημέρι, στον τόπο που γεννήθηκε κι αγάπησε, στο Ψάρι.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος



[1] Οι πληροφορίες αυτές που δεν αμφισβητούνται, προέρχονται από γέροντες Ψαραίους αλλά και από την έν ζωή μάνα μου που έζησε κι αυτή σαν ανταρτόπληκτη στην Δημητσάνα με την οικογένειά της.