Ο Μέγας Ιεροεξεταστής

Δημοσιεύτηκε στις Κυριακή, 17 Απριλίου 2022 00:23
Εμφανίσεις: 728

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής

 

Θέλει να επισκεφτεί τα παιδιά Του μόνο για μιά στιγμή και μάλιστα ακριβώς εκεί που λάμπουν οι φωνές των αιρετικών. Με την άπειρη ευσπλαχνία Του περιφέρεται ακόμη μία φορά μεταξύ των ανθρώπων, με την ίδια ανθρώπινη μορφή που βάδιζε ανάμεσά τους για τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια πάνω στη γη, πριν από δεκαπέντε αιώνες. Κατεβαίνει στις φλογισμένες πλατείες της αμαρτωλής πόλης, όπου ακριβώς μιά μέρα πριν, πάνω σε μιά λαμπρή φωτιά, έκαψε μονομιάς ο Καρδινάλιος Μέγας Ιεροεξεταστής, μπροστά στον βασιλιά, την αυλή των ιπποτών, των καρδιναλίων, τις κυρίες των τιμών και όλους τους κατοίκους της Σεβίλλης, σχεδόν μιά εκατοντάδα αιρετικών «προς μεγάλη δόξα του Θεού» (ad majorem glorian Dei).

Παρουσιάστηκε αθόρυβα, χωρίς επίδειξη και περιέργως όλοι τον αναγνωρίζουν. Ο λαός ξεχύνεται με ασυγκράτητη ορμή προς Αυτόν, σπρώχνεται γύρω του, συρρέει κοντά Του και τον ακολουθεί. Αυτός περνά σιωπηλός, με ένα ήρεμο χαμόγελο απέραντης ευσπλαχνίας για τους συγκεντρωμένους. Ο ήλιος της αγάπης καίει την καρδιά Του, ακτίνες φωτός και δύναμης ξεχύνονται από τα μάτια Του, η Σοφία Του ακτινοβολεί πάνω στους ανθρώπους και τους κάνει να πάλλονται κι εκείνοι από αγάπη. Απλώνει τα χέρια Του πάνω τους, τους ευλογεί και αρκεί να Τον αγγίξουν μονάχα, να ακουμπήσουν μονάχα το φόρεμά Του για να θεραπευθούν. Τότε φωνάζει ένας γέρος από το πλήθος, τυφλός έκ γενετής: «Κύριε, θεράπευσέ με για να Σε δώ». Και από τα μάτια πέφτει κάτι σαν λέπια και ο τυφλός Τον βλέπει. Ο λαός κλαίει και φιλά το χώμα που Αυτός πατά. Παιδιά σκορπίζουν λουλούδια στα πόδια Του, ψάλλουν και ύμνους «Ωσαννά» και όλοι φωνάζουν «είναι Αυτός, Αυτός ο ίδιος πρέπει να είναι, Αυτός και κανείς άλλος δε μπορεί να είναι παρά Αυτός».

Σταματά στα προπύλαια μπροστά του καθεδρικού ναού της Σεβίλλης, ακριβώς τη στιγμή που φέρνουν με κλάματα και μοιρολόγια στο ναό, ένα λευκό ανοιχτό παιδικό φέρετρο. Στο φέρετρο αναπαύεται ένα κορίτσι επτά χρονών, το μονάκριβο παιδί ενός άρχοντα, ανάμεσα στα νεκρικά λουλούδια. «Αυτός θα αναστήσει το παιδί σου» φωνάζει το πλήθος στη μητέρα που κλαίει. Ο ιερέας του ναού, που βγαίνει να προϋπαντήσει το φέρετρο κοιτά σαστισμένος και συνοφρυωμένος. Τότε ακούγονται οι σπαρακτικοί θρήνοι της μάνας του πεθαμένου παιδιού. Πέφτει στα πόδια Του: «αν είσαι Αυτός ανάστησε το παιδί μου». Η πομπή σταματά, κατεβάζουν το μικρό φέρετρο στα προπύλαια κοντά στα πόδια Του. Εκείνος κοιτάζει με συμπόνοια και τα χείλη του ψιθυρίζουν μιά φορά ακόμα «σήκω παιδί μου». Το κοριτσάκι ανασηκώνεται, κάθεται και κοιτά γύρω του χαμογελώντας, με ορθάνοιχτα τα έκπληκτα μάτια του. Στα χέρια του κρατά μιά ανθοδέσμη από λευκά τριαντάφυλλα, που είχαν βάλει στο φέρετρό για στόλισμα. Ο λαός συγκινείται, φωνάζει, κλαίει με αναφιλητά. Και την ίδια στιγμή περνά από την πλατεία, μπροστά από τη μητρόπολη, ο ίδιος ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Είναι ένας γέρος σχεδόν ενενήντα χρονών, ψηλός και στητός, με σκελετωμένο πρόσωπο, με βαθουλωμένα μάτια, που μέσα τους φεγγοβολούν ακόμα κάποιες σπίθες. Σήμερα δεν φορά τη λαμπρή στολή του, με την οποία άστραφτε και εντυπωσίαζε το λαό, όταν έκαιγε τους εχθρούς της ρωμαϊκής πίστης. Σήμερα φορά το παλιό, χοντρό, καλογερικό ράσο. Στην καθορισμένη απόσταση πίσω του τον ακολουθούν σκυθρωποί οι βοηθοί και οι δούλοι, η «αγία φρουρά». Σταματά μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Τα είδε όλα, είδε, πως έβαλαν μπρός στα πόδια Του το φέρετρο, είδε, πως ξανάζησε το κοριτσάκι και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σμίγει τα πυκνά ασπρισμένα φρύδια του και στα μάτια του καίει μιά δυσοίωνη φωτιά. Σηκώνει το δάχτυλο και δίνει διαταγή στους φρουρούς να Τον συλλάβουν. Και …., να …. δες, τόσο μεγάλη ήταν η δύναμή του και τόσο καλά εκπαιδευμένος, ταπεινωμένος και φοβισμένα υπάκουος είναι ο λαός σε αυτόν, ώστε το πλήθος παραμερίζει για να περάσουν οι φρουροί του. Αυτοί, μέσα στη νεκρική σιωπή που απλώθηκε, Τον συλλαμβάνουν και Τον οδηγούν μακριά. Αμέσως, όλο το πλήθος, σαν ένα κεφάλι υποκλίνεται μπρός στον ιεροεξεταστή ως τη γη, και αυτός ευλογεί σιωπηλά το πλήθος και προσπερνά. Οι φρουροί φέρνουν τον συλληφθέντα σε μιά στενή, σκοτεινή, θολωτή φυλακή, στο παλιό κτίριο του Αγίου Δισκοπότηρου και τον κλείνουν εκεί. Η μέρα περνά και αρχίζει η σκοτεινή, άπνοη, «αγωνιώδης» νύχτα της Σεβίλλης. Ο αέρας μυρίζει «δάφνη και λεμονιά». Στο πυκνό σκοτάδι ανοίγει ξαφνικά η σιδερένια πόρτα της φυλακής και ο γέροντας Μέγας Ιεροεξεταστής, σιγά, με ένα φανάρι μπαίνει μέσα στο κελί. Είναι μόνος, αμέσως κλείνει πίσω του η πόρτα. Σταματά στην είσοδο και Τον κοιτά προσεκτικά στο πρόσωπο για ένα με δύο λεπτά. Μετά, Τον πλησιάζει αργά, βάζει το φανάρι στο τραπέζι και λέει:

Εσύ είσαι, Είσαι εσύ Αυτός; Όμως δεν παίρνει καμιά απάντηση και προσθέτει γρήγορα, «μην απαντάς», σώπαινε. Και τι θα μπορούσες να πεις; Ξέρω πολύ καλά τι θα μπορούσες αν πεις. Και δεν έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε εκείνα που κάποτε είχες πει. Γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις; Γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις και αυτό το ξέρεις και ο ίδιος. Ξέρεις μήπως τι θα γίνει αύριο; Δεν ξέρω καθόλου ποιος είσαι και ούτε θέλω να ξέρω. Αν είσαι πραγματικά Αυτός ή μόνο το ομοίωμά Του, αύριο θα σε δικάσω και θα δώσω εντολή να σε κάψουν σαν τον χειρότερο αιρετικό, και ο ίδιος ο λαός που σήμερα φιλούσε τα πόδια σου, θα τρέξει με ένα νεύμα μου γύρω από τη φωτιά σου, για να συνδαυλίσει τα κάρβουνα. Το ξέρεις μήπως κι αυτό; Ναι, ίσως και να το ξέρεις, πρόσθεσε σκεφτικός, χωρίς να σηκώσει ούτε στιγμή το διαπεραστικό του βλέμμα από τον αιχμάλωτό του.

Ο φυλακισμένος σωπαίνει, κοιτά τον γέροντα και δε λέει λέξη. Ούτε λέξη. Ο ίδιος ο γέροντας του είπε, πως δεν έχει το δικαίωμα να προσθέσει ούτε μιά λέξη σε ό,τι είχε ειπωθεί, συνεχίζοντας: τα μεταβίβασες όλα στον Πάπα, άρα ο Πάπας ξέρει τα πάντα, καλά θα κάνεις να μην ξανάρθεις πια, τουλάχιστον να μην μας ενοχλείς σε ακατάλληλο χρόνο. Έχει το δικαίωμα τάχα, να μας γνωστοποιήσεις έστω κι ένα από τα μυστικά του κόσμου, από τον οποίο έρχεσαι; Δεν περιμένει απάντηση ο γέροντας και απαντά μόνος του: όχι, δεν το έχεις και δεν θα προσθέσεις τίποτα σε ό,τι είπες κάποτε μιά φορά και δεν σου επιτρέπεται να πάρεις από τους ανθρώπους την ελευθερία, για την οποία τόσο αγωνίστηκες όταν ήσουν ακόμα στη γη. Κάθε τι νέο που μπορείς να διακηρύξεις, θα σήμαινε μιά προσβολή κατά της ελευθερίας της πίστης των ανθρώπων, γιατί θα φαινόταν ως θαύμα.

Η ελευθερία της πίστης σου ήταν ακόμη, εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια το πολυτιμότερο απ’ όλα. Μήπως δεν τους έλεγες ο ίδιος τόσο συχνά: «θέλω να σας κάνω ελεύθερους;». Λοιπόν τους βλέπεις αυτούς τους «ελεύθερους ανθρώπους», προσθέτει ο γέροντας με βαθυστόχαστο χαμόγελο: ναι, το πληρώσαμε ακριβά, αλλά επιτέλους το φέραμε σε πέρας έν ονόματι Σου. Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε με αυτή την ελευθερία και τώρα το έργο μας τελείωσε και τελείωσε καλά. Δεν το πιστεύεις ότι τελειώσαμε για πάντα;

Με κοιτάς τόσο ήρεμα και δε με αξιώνεις ούτε της οργής σου. Μάθε όμως, τώρα, ακριβώς τώρα, οι άνθρωποι είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά πεπεισμένοι ότι είναι ελεύθεροι, τελείως ελεύθεροι, κι όμως μας φέρανε οι ίδιοι την ελευθερία τους και την κατέθεσαν δουλοπρεπώς στα πόδια μας. Αυτό ίσα-ίσα είναι το έργο μας. Αυτή όμως είναι η ελευθερία που θέλησες Εσύ;

============

Μικρά αποσπάσματα από τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Φ. Ντοστογιέφσκι που είναι ενσωματωμένος στο έργο του: Αδερφοί Καραμαζώφ.

 

 

 

 

Opsarion.gr