Θρησκεία & Πατρίδα – Οι Δύο Πυλώνες της Επανάστασης του 1821
Η Επανάσταση του 1821 είναι η λαμπρότερη σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Γιατί η Επανάσταση αυτή μας χάρισε την ελευθερία μας! Μας έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε ξανά πολιτική υπόσταση, ώστε να πάρει το μικρό τότε κρατίδιό μας μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη του πολιτισμένου κόσμου.
Ο λαός μας σκλαβώθηκε το 1453, όμως δεν προσκύνησε. Υπέκυψε στη δύναμη και στην ωμή βία του ισχυρότερου, αλλά δεν λιγοψύχησε. Υποτάχτηκε στην εξουσία του κατακτητή, αλλά ποτέ δεν δέχτηκε τη δουλεία ως μόνιμη κατάσταση, ως παντοτινή μοίρα. Συμβιβαζόταν εξ ανάγκης, υποχωρούσε, αναδιπλωνόταν, συγκέντρωνε τις δυνάμεις του, αλλά δεν εγκατέλειπε ποτέ την επιθυμία να αποτινάξει τον ξένο ζυγό. Δεκάδες ήσαν τα μικρά και μεγάλα επαναστατικά κινήματα που έκανε κατά τη διάρκεια της δουλείας. Δυστυχώς, όλα πνίγονταν στο αίμα, είτε γιατί ήσαν τοπικού χαρακτήρα, είτε γιατί τους έλειπε η καλή προετοιμασία και οργάνωση. Αλλά τα ανήκουστα πάθη του λαού μας μεγάλωναν τον πόθο του για ελευθερία. Χρειάστηκαν αγώνες, αίμα και δάκρυα εκ μέρους των υποδούλων, για να καλλιεργηθεί η καρτερία και η υπομονή, για να στυλωθεί η ελπίδα σε ένα καλύτερο μέλλον, για να διατηρηθεί άσβηστη η φλόγα της εθνικής ψυχής. Για να μην χαθούν η γλώσσα, η θρησκεία, η ελληνοχριστιανική παράδοση, η ανάμνηση του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Αυτό όμως που κατά κύριο λόγο έκανε το χάσμα μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων απαρχής μέχρι τέλους της δουλείας βαθύ και αγεφύρωτο ήταν η διαφορά της θ ρ η σ κ ε ί α ς. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η χριστιανική ορθόδοξη πίστη ήταν αυτή που διέσωσε το ελληνικό Γένος από την αφομοίωση και, συνεπώς, τον αφανισμό!
Θ ρ η σ κ ε ί α και π α τ ρ ί δ α ήσαν τα κορυφαία ιδανικά των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας. Και αυτά ενέπνευσαν την μεγάλη Εξέγερση του 1821. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος είναι κατηγορηματικός, ότι οι Έλληνες δεν παρακινήθηκαν από κανέναν και από τίποτε άλλο «παρά μόνον από το αίσθημα της ελευθερίας και από το θρησκευτικόν πνεύμα». Αρκεί ίσως η διαβεβαίωση τού κατ’ εξοχήν αρμόδιου, του αρχιστράτηγου του Αγώνα Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος μετά λόγου γνώσεως προσδιόρισε αποφθεγματικά το υψηλό ιδεολογικό δίδυμο του επαναστατημένου λαού, την θρησκεία και την πατρίδα, λέγοντας: «Εμείς περισσότερο από τα ντουφέκια, με την πίστιν μας στο Χριστό και την αγάπη μας για την πατρίδα ελευθερώσαμε την Ελλάδα»! Μάλιστα, για να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ως προς το πού ετίθετο τότε η έμφαση και η προτεραιότητα, διευκρίνιζε κάτι που πολλοί σήμερα φαίνεται ότι έχουν λησμονήσει: «Όταν πήραμε τα όπλα να πολεμήσουμε, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος».Αλλά και ο Μακρυγιάννης, ήταν το ίδιο κατηγορηματικός: «Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε».
Την αδιάσπαστη σχέση ελληνισμού και Ορθοδοξίας, συμβολίζει, κατ’ αρχάς, η ημέρα που επιλέχθηκε για την έναρξη της Επαναστάσεως, η 25 Μαρτίου 1821, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η ημέρα αυτή είχε προσδιοριστεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ήδη από τον Οκτώβριο του 1820, αλλά και από τη μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου του 1821. Κι αυτό έγινε α κ ρ ι β ώ ς για να συνδεθεί η αναγέννηση της πατρίδας μας με την ημέρα του Ευαγγελισμού, ως «ημέραν ευαγγελιζομένην την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους», όπως γράφει ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης. Για να τονισθεί η σημασία των συμβολισμών στα ιστορικά γεγονότα, ας θυμηθούμε ότι και η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό το 1814 έγινε επισήμως την 14 Σεπτεμβρίου, ακριβώς για να συνδεθεί στην περίπτωση αυτή η μελλοντική ανύψωση του έθνους με την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Ο Αγώνας του 1821 λοιπόν έγινε και για την απελευθέρωση της πατρίδας και για τη νίκη της Ορθόδοξης πίστης. «Ελάτε μ’ έναν ζήλον εις τούτον τον καιρόν/ να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν…/ Σ΄ Ανατολήν και Δύσιν και νότον και βοριάν/ δια την πατρίδα όλοι νάχωμεν μιαν καρδιάν…» έγραφε στον Θούριο ο πρωτομάρτυρας της ελληνικής ελευθερίας Ρήγας Φεραίος. «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» διεσάλπισε από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας με την πρώτη επαναστατική Προκήρυξη ο Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και τραγικός ήρωας Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον Φεβρουάριο του 1821, όταν πέρασε τον ποταμό Προύθο και εκήρυξε την έναρξη της ελληνικής επαναστάσεως. Εξάλλου, οι γενναίοι Ιερολοχίτες του Δραγατσανίου, το άνθος της νεολαίας της ελληνικής Διασποράς, ορκίστηκαν ως «χριστιανοί Ορθόδοξοι» «ή να νικήσουν τους εχθρούς της θρησκείας τους ή να αποθάνουν ως μάρτυρες δια τον Ιησούν Χριστόν». Στο Ευαγγέλιο ορκίζονταν φυσικά και όσοι εμυούντο στην Φιλική Εταιρεία.
Στην πίστη και φιλοπατρία των κατοίκων της Ύδρας απευθύνθηκε και ο γνήσιος επαναστάτης του νησιού Αντώνιος Οικονόμου στις 15 Απριλίου 1821: «Tο θέλημα του Θεού είναι να ελευθερωθεί το γένος και η ορθόδοξος πίστις μας από την τυραννίαν των ασεβών». Επίσης, ο ηνωμένος στόλος των τριών ναυτικών νησιών (Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών) προκήρυττε το 1821: «Ο πόλεμος τον οποίον κάμνομεν κατά των ασεβών τυράννων, δεν είναι κλέπτικος, αλλά όλου του έθνους μας, αποφασισμένος θεόθεν και οργανισμένος από μεγάλους άνδρας…». Επίσης, ο Σπ. Τρικούπης κατακλείοντας την τετράτομη Ιστορία του περί της Ελληνικής Επαναστάσεως διατυπώνει το συμπέρασμα του όλου έργου του με τις φράσεις: «…ο Αγών ήτον περί πίστεως, και υπέρ ανακτήσεως πατρώας γης και ελευθερίας, τουτέστιν ο ιερώτερος και ενδοξότερος όλων των αγώνων…».
Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής ότι οι ιστορικοί, οι απομνημονευτές και οι επίσημες αρχές της επαναστατημένης Ελλάδος έσπευσαν να αντιδιαστείλουν την απελευθερωτική ε θ ν ι κ ή Επανάσταση του 1821 από άλλες επαναστάσεις κοινωνικού χαρακτήρα, που είχαν λάβει ή ελάμβαναν χώρα στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του Σπ. Τρικούπη στις πρώτες παραγράφους της Ιστορίας του, γύρω από τον ακραιφνή εθνικό χαρακτήρα της ελληνικής Επαναστάσεως: «…Η επανάστασις αύτη μήτε τον απολυτισμόν ή τον δεσποτισμόν επεχείρισε να χαλινώση, μήτε το κυβερνητικόν είδος του τόπου ν’ αλλάξη, μήτε τους μητροπολιτικούς δεσμούς να διαρρήξη. Επεχείρησεν επιχείρημα δεινότερον και ενδοξότερον όλων αυτών των επιχειρημάτων. Να εξώση δια των όπλων εκ της Ελλάδος μίαν ξένην και αλλόθρησκον φυλήν…». Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο στρατηγός και απομνημονευτής Καν. Δεληγιάννης: «Η Επανάστασίς μας αύτη εκινήθη παρθένος, αγνή και άνευ σκοπού ιδιοτελείας, παρά με μόνον τον σκοπόν να αποκτήσωμεν τον εθνισμόν μας». Την ίδια αντιδιαστολή επισημαίνουν και οι συντάκτες της Προκηρύξεως που εξέδωσε η Πρώτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο: «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών μακράν τού να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις…είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός…». Ο Αμβρόσιος Φραντζής, γράφοντας τα προλεγόμενα της «Επιτομής της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος» κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα: «…ούτε ο σκοπός της Ελληνικής αποστασίας, ούτε δε τα κυρίως αίτια τα κινήσαντα τους Έλληνας εις αυτήν… είχον καμμίαν ομοιότητα με τας παρά των άλλων εθνών πράξεις…». Αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με την απλότητα της σοφίας του ανέφερε ότι: «Η επανάστασις η ιδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν απ’ όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος…».
Στον εθνικό χαρακτήρα της Επαναστάσεως και στην απόφαση όλων των Ελλήνων να αγωνισθούν μέχρις εσχάτων με το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ αναφέρονται και τα πρώτα «διπλωματικά» έγγραφα των εξεγερμένων. Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις 23 Μαρτίου 1821, ιδρύθηκε εκεί η Μεσσηνιακή Γερουσία που ετέθη υπό την ηγεσία του Πέτρου Μαυρομιχάλη. Την ίδια ημέρα ο Μανιάτης οπλαρχηγός εξέδωσε βαρυσήμαντη Προειδοποίηση προς τις ευρωπαϊκές αυλές, με την οποία γνωστοποιούσε την απόφαση του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον ζυγό της δουλείας. Εξάλλου, τρεις ημέρες αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1821 στην Πάτρα, το Αχαϊκό Διευθυντήριο, που είχε ιδρυθεί και τεθεί υπό την αρχηγία του Π.Π. Γερμανού, επέδωσε σε όλους τους προξένους των ξένων δυνάμεων την περίφημη διακοίνωση με την οποία τους γνωστοποιούσε επισήμως την κήρυξη της Επαναστάσεως: «…Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας… απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν…». Κήρυγμα ελευθερίας ή θανάτου αποτελεί και η Προκήρυξη που εξέδωσε η Καγκελαρία της Ύδρας στις 16 Απριλίου 1821 η οποία επαινεί τους Έλληνες, απογόνουςενδόξωνανδρών, «οίτινες… μάχονται υπέρ της ελευθερίας εναντίον εις τους τυράννους των… και εχθρούς της ιεράς θρησκείας του Ιησού Χριστού…».
Με το ίδιο πνεύμα διατυπώθηκε το «Προκήρυγμα Εθνικόν» των Υδραίων, στο οποίο διατυπώνεται η αναμφισβήτητη αλήθεια: «…Ο πόλεμος γίνεται δια την πίστιν και την πατρίδα…». Αλλά και στο έγγραφο που εξέδωσε στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση των προκρίτων της Πελοποννήσου, που συνήλθε στη μονή Καλτεζών, αναφέρεται η ιερότητα του υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας αγώνα. Μνημειώδες βέβαια παραμένει το Προοίμιο του Συντάγματος που εψήφισε η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το οποίο διακηρύσσει κατά τον πλέον επίσημο τρόπο την αναγέννηση του ελληνικού έθνους.
Αμέτρητες είναι οι αναφορές που αποδεικνύουν ότι το διφυές ιδανικό «της πίστεως και της πατρίδος» ενέπνεε τον αγωνιζόμενο λαό και τον παρωθούσε σε διαρκείς αγώνες και σε τεράστιες θυσίες. Και η παρώθηση αυτή ενισχυόταν από την ακράδαντη πίστη των μαχητών στο δίκαιο του αγώνα τους, στην συμπαράσταση της Θείας Πρόνοιας και στην τροπαιοφόρα και νικηφόρα δύναμη του Σταυρού. Σε έγγραφο της 6 Ιανουαρίου 1822, που υπογράφεται από δεκάδες παραστάτες της Εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου προς τους προκρίτους των τριών ναυτικών νήσων τονίζεται μεταξύ άλλων, ότι: «…ο κατά των εχθρών πόλεμος είναι ανώτερος από κάθε άλλον, επειδή γίνεται δια την αγίαν ημών Θρησκείαν…». Λίγες ημέρες αργότερα ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Αλ. Μαυροκορδάτος επιβεβαίωνε τον θρησκευτικό και πατριωτικό χαρακτήρα του Αγώνα: «…αδύνατον είναι χριστιανική ψυχή να υποφέρει την ύβριν της Ορθοδόξου πίστεως και ελληνική καρδία ν’ αδιαφορήσει δια την στερέωσιν της ανεξαρτησίας των Ελλήνων». Την 31 Μαρτίου 1822 το Μινιστέριον των Ναυτικών γράφοντας στους προκρίτους των Σπετσών από την Κόρινθο αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο πόλεμος τον οποίον έχομεν κατά του τυράννου είναι δίκαιος, διότι ζητούμεν την αρπαχθείσαν από τους προγόνους μας ελευθερίαν. Μαχόμενοι υπέρ πίστεως έχομεν και τον Θεόν υπέρμαχον». Αλλά και ο Αμβρόσιος Φραντζής εκφράζει την πεποίθηση ότι: «Ο υψηλός βραχίων του Παντοκράτορος Θεού» διέλυσε «τα καλύπτοντα τον ορίζοντα της Ελλάδος ζοφερά νέφη μετά τοσούτων ετών δουλείαν…». Τη δύναμη του «τιμίου και ακαταμαχήτου Σταυρού» επικαλείτο και ο έτερος των αδελφών Υψηλάντη, ο γενναίος Δημήτριος.
Η πεποίθηση όλων των Ελλήνων για το δίκαιο και την ιερότητα του Αγώνα τους είναι εδραία και αδιαφιλονίκητη. Κατά τον ιστορικό Σπ. Τρικούπη η Ελλάδα ανέλαβε «τον δεινόν αγώνα» στηριζόμενη στη δικαιοσύνη του και την αγιότητά του. Ο Γεώργιος Τερτσέτης διαβεβαιώνει ότι «Η αξία και η χάρις του Ελληνικού αγώνος είναι η δικαιοσύνη του». Γράφοντας ένα χρόνο μετά την Επανάσταση ο Μινίστρος των Εσωτερικών και προσωρινός Μινίστρος του Πολέμου Ιω. Κωλέττης, υπενθυμίζει στους κατοίκους του Ολύμπου ότι «Επέρασεν ήδη ενιαυτός, αφ’ ου ελάβομεν τα όπλα κατά του τυράννου. Η χείρ του Υψίστου μάς ευλογεί και μας ενισχύει εις τον δίκαιον και ιερόν τούτον αγώνα...». Ο Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Θάνος Κανακάρης διεκήρυττε στους Έλληνες ότι: «Δεν πολεμούμεν δια κανέν ξένον έθνος, αλλά πολεμούμεν δια την ελευθερίαν μας, δια την ζωήν μας και δια την πίστιν μας». Ο αγωνιστής και ιστορικός Νικ. Σπηλιάδης έγραφε ότι οι Έλληνες αποφάσισαν το 1821 να πεθάνουν για «ν’ αποσείσωσι τον πικρόν της δουλείας ζυγόν» και ότι «μόνος ο δυνατός εν πολέμοις (δηλ. ο Θεός), τους έσωσεν από τον όλεθρον, και τους εβοήθησε…». Είναι γνωστό ότι ο μέγας Κολοκοτρώνης, είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για την επιτυχία του Αγώνα στα χέρια του Θεού και πίστευε ότι ο Θεός είχε υπογράψει για την ελευθερία της Ελλάδος και ότι δεν θα έπαιρνε πίσω την υπογραφή του!
Ο αδιάσπαστος δεσμός πατρίδας και θρησκείας, Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, είναι εμφανής και στα ψηφισθέντα Συντάγματα της επαναστατικής και μετεπαναστατικής εποχής, που ασφαλώς εκφράζουν την ομόφωνη θέληση του μαχόμενου ελληνικού λαού να συγκροτήσει πολιτικώς την πατρίδα του, αλλά και να προασπίσει συνταγματικά τη θρησκεία του, τα δύο ιδανικά για τα οποία έχυσε ποταμούς αιμάτων. Είναι ιδιαίτερη, και εύλογη, η στοργή που έδειξαν όλα τα επαναστατικά Συντάγματα, τοπικά και γενικά, για τη θρησκεία στην ελεύθερη Πολιτεία. Η Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος του 1821 στην Άμφισσα προέβλεπε ότι: «Αν και όλας τας θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς… την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος». Εξάλλου, κατά το Προσωρινόν Πολίτευμα που ψήφισε η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1 Ιανουαρίου 1822, και κατά τον Νόμο της Επιδαύρου της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως του Άστρους του 1823, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα καθορίστηκε η Ανατολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία. Επίσης, με το Σύνταγμα της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας του 1827, η Ανατολική Ορθόδοξη θρησκεία καθορίστηκε ως «θρησκεία της επικρατείας». Ακόμα και το Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης του 1822 ανέφερε ότι «Η επικρατούσα θρησκεία της Νήσου θέλει είναι η Ανατολική Ορθόδοξος…». Μάλιστα, στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου τονίζεται με έμφαση η πρωτοφανής διάταξη ότι «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες…». Με άλλα λόγια, στο πρώτο ελληνικό Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδος, καθιερώθηκε διάταξη με την οποία καθορίζεται πλήρης νομική ταύτιση μεταξύ ελληνικής ιθαγένειας και χριστιανικής πίστης! Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα σχεδόν αυτά τα Συντάγματα περιλαμβάνουν και προοίμιο, το οποίο με ελαφρές παραλλάξεις επικαλείται εν είδει όρκου το όνομα «της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος», κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα.
Οι διατάξεις αυτές σε ουσιαστικό και σε συμβολικό επίπεδο έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκφράζουν ιστορικά τους στενούς δεσμούς ελληνισμού και Ορθοδοξίας και αναγνωρίζουν τη συμβολή της Εκκλησίας στην ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και της εθνικής μας παλιγγενεσίας (για την οποία άλλοτε θα γράψουμε αναλυτικά). Είναι δηλαδή μια ελάχιστη ανταμοιβή για όσα πολλά και μεγάλα έπραξε η Ορθόδοξη Εκκλησία για τη επιβίωση του έθνους και την ηθική και πνευματική ενίσχυση του ελληνικού λαού. Δεν θα μπορούσε ίσως να βρει κανείς πιο χαρακτηριστικό και πιο συμπυκνωμένο συμβολισμό, για να παραστήσει αυτή την ενότητα Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, παρά την αυτοσχέδια κυανόλευκη σημαία με το σταυρό του ηρωικού Παπαφλέσσα, που κατασκευάστηκε εκ του προχείρου όταν άρχισε η Επανάσταση από το αντερί ενός ι ε ρ έ α και από τη φουστανέλα ενός π ο λ ε μ ι σ τ ή!
Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή έντονων αμφισβητήσεων, που κατά βάθος αποτελούν μια κρίση ηθικών αξιών και μια κρίση ταυτότητας του αλλοπρόσαλλου λαού μας. Η αγάπη προς τη πατρίδα φτάσαμε να θεωρείται αδιακρίτως ως «εθνικισμός», η θρησκεία των πατέρων μας να λοιδωρείται και να χλευάζεται παντοιοτρόπως, με πρόφαση την δήθεν «ελευθερία της έκφρασης» ή «της τέχνης», ενώ κάποιοι άλλοι επιθυμούν να επιστρέψουν στη λατρεία του Δία και του Πάνα! Όμως, και η ελληνική πατρίδα και η Ορθόδοξη πίστη, μπορούν να ξαναγίνουν τα σταθερά, δοκιμασμένα και ακαταμάχητα ψυχικά αντιστύλια για κάθε Έλληνα, όπως ήσαν και για τους ευσεβείς και γενναίους προγόνους μας του 1821, που δεν δίστασαν να τα βάλουν με μια ολόκληρη αυτοκρατορία, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι!
Ηλίας Γιαννικόπουλος
Πρόεδρος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών