«Ακραία» χειμωνιάτικη συνταγή

Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο, 29 Μαρτίου 2025 23:36
Εμφανίσεις: 919

«Ακραία» χειμωνιάτικη συνταγή

«Θέλετε μία συνταγή να σταματήσει η μεγάλη βροχή; Οι Αθηναίοι[1] την είχανε βρεί. Βάζανε στην αυλή τη σιδεροστιά ανάποδα. Σιδεροστιά είναι το τρίποδο που βάζανε πάνω τα μαγειρικά σκεύη. Και αν δεν σταματούσε η βροχή, τουλάχιστον ήταν μία αφορμή να πλυθεί η σιδεροστιά»

            Ναι, εδώ στο χωριό που είμαι τώρα χειμώνα καιρό, η δυνατή βροχή κρατάει δυό μέρες και κατά πως φαίνεται, δεν έχει σκοπό να σταματήσει. Στα τζάκι βαρεί η φωτιά με δόξα και πυρώνει τον χώρο, διώχνει μακριά την υγρασία και γλυκαίνει την εξωτερική αψάδα από τη βούληση του Βαρυβρόντη Δία. Η σιδεροστιά είναι στη θέση της και καρτερεί λες, το δικό της μαγειρικό σκεύος, να θερμάνει τα ελέη που βρίσκονται εντός του. Όλα τα πράγματα σε μία σειρά και σε μία τάξη.

            Ο πλούτος που πηγάζει από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν έχει να κάνει με χρυσό κι ασήμι, με πράγματα ακριβά και γυαλιστερά, έχει να κάνει με την απλότητα, με τα χρειώδη, με τα λίγα κι απαραίτητα. Όσο λιγότερες οι επιθυμίες στον άνθρωπο, τόσο ο πλούτος του μεγαλώνει, Αυτή όμως είναι μία αρχή που δεν τη συναντάς στον σύγχρονο άνθρωπο που, έχει γιγαντώσει τα θέλω του -τις υλικές επιθυμίες του- και από τα περιττά αν κάτι στερηθεί, φουντώνουν και πάλλονται τα συναισθήματά του, βάλεται και διαλύεται ο εσωτερικός κόσμος του, νιώθει μειονεκτικά. 

            Η φωτιά, λειτουργεί και ως καθαρτικό από την εσωτερική αρρώστια που κατατρώγει τα σωθικά του υλιστή ανθρώπου, εκείνου που δεν έχει αντιληφθεί ότι, εδώ, στον κόσμο που είμαστε, ένα γρήγορο πέρασμα κάνουμε και εξαφανιζόμαστε όπως εμφανιστήκαμε. Που ήμασταν πριν και που θα βρεθούμε μετά, μας είναι αδιάφορο, εκείνο που ίσως μένει και που έχει σημασία, είναι, το διάστημα που βρισκόμαστε «εδώ», να ζούμε, να ζούμε για εμάς και όχι για τους άλλους, για τον κόσμο.

            Αυτά τα λόγια δεν είναι δικά μου, της φωτιάς είναι που με καλεί ν’ αφουγκραστώ τα εσώψυχά της. Και πράγματι, εδώ που είμαι, στη θερμή αγκαλιά της, νιώθω τον ιδιότυπο λόγο της, την έννοια της για μένα και όσους ανθρώπους πυρώνει τούτη την ώρα πάνω στον πλανήτη μας. Η φωτιά δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους, δεν τους βάζει σε κατηγορίες από το χρώμα τους ή από τη φυλή τους, δεν γνωρίζει τη χωριστικότητα που επιβάλουν οι θρησκείες και οι ιδεολογίες, δεν κατατάσσει τους ανθρώπους σε πλούσιους ή πένητες, σε καλούς ή σε κακούς, με τη φλόγα της ενοποιεί, ενώνει, και το κάνει αυτό για όσους είναι έτοιμοι να βαδίσουν πάνω σ’ αυτό το δρόμο. Κάποιοι άλλοι δεν είναι έτοιμοι ή δεν θέλουν την ενότητα εφόσον είναι βουτηγμένοι μέσα στη πλάνη της ιδεοληψίας, του υλικού πλούτου, και όσων άλλων συγκρουόμενων πραγμάτων που με τέχνη επιβάλει ο φόβος.   

            Μέσα σε αυτό το γαλήνιο κλίμα από τη δύναμη της φωτιάς αυτής καθαυτής αλλά και μεταφορικά, ήρθε η ώρα να κάνω το μεσημβρινό μου γεύμα. Θα το κάνω λιτό και από σεβασμό στα ελέη των απέριττων.

            Πιάνω δυό πατάτες και τις καθαρίζω καλά, τις πλένω, και από την καρδιά τους αφαιρώ υλικό, δημιουργώ κατά κάποιο τρόπο ένα κενό εντός τους. Το κενό αυτό το καλύπτω με κομματάκια φέτας κατσικίσιας. Σφραγίζω πολύ καλά τις γεμιστές πατάτες με αλουμινόχαρτο και κάνω χώρο στην πουρναρίσια θράκα όπου και τις τοποθετώ. Τις καλύπτω με λίγη θράκα και τις αφήνω στην ησυχία τους.

            Αμέσως μετά, κόβω δυό φέτες ψωμί που προμηθεύτηκα από τον παράνομο φούρνο στο οροπέδιο της Μαντίνειας και τις αλείφω με λάδι και από πάνω τις πασπαλίζω με ρίγανη.  Όπως είναι, τις «δένω» στη σχάρα και αφού έχω μετακινήσει τη σιδεροστιά πάνω από αδύνατη θράκα, τοποθετώ πάνω της τη σχάρα μου. Επειδή εγώ δεν θέλω να σταματήσει η βροχή -όπως οι Αθηναίοι- δεν αναποδογυρίζω τη σιδεροστιά.

            Με τη θράκα μου να αργοψήνει το δωρικό μου γεύμα, πιάνω το τελευταίο μπουκάλι κόκκινο κρασί που έχω από 30ετίας και το ανοίγω. Υπάρχει ακόμα από την εποχή που είχα γίνει ερασιτέχνης οινοπαραγωγός – δεν είχα και δεν έχω δικά μου αμπέλια, αγόραζα όμως πότε σταφύλι και πότε μούστο και γέμιζα το βαρέλι μου. Κατά τα μέσα Μαρτίου, έβαζα το κρασί μου σε μπουκάλια, τα εμφιάλωνα μόνος μου και τα έβαζα κάβα. Που και που άνοιγα ένα μπουκάλι, όπως τώρα, μονάχα που αυτό είναι το τελευταίο από μία εποχή που έκανε τον κύκλο της και έκλεισε. Μιάς όμως και μιλάμε για κρασί, μια τέχνη που δεν την κατέχω, θα πω το εξής: άκουγα δώθε κείθε να μου λένε να βάλω φάρμακα στο βαρέλι μη μου χαλάσει το κρασί μου, βάλε ρετσίνι, μου έλεγαν να το σώσεις, ό,τι ακραίο το άκουγα αλλά δεν το λάμβανα υπόψη μου. Καλύτερα να πετάξω 200 κιλά χαλασμένο κρασί παρά να βάλω μέσα του δηλητήρια. Και πραγματικά, ποτέ μου δεν αντιμετώπισα το παραμικρό πρόβλημα, το κρασί μου ήταν νέκταρ διότι σεβόμουν το θεό Διόνυσο.

            Έβγαλα από τη θράκα τις πατάτες μου και ανοίγω το αλουμινόχαρτο. Πήγα να λιποθυμήσω κι εγώ σαν το ιμάμη από τα αρώματα της φωτιάς. Βγάζω και το ψωμί μου από τη σχάρα, γεμίζω κι ένα ποτήρι κρασί κι αρχίζω το φαγοπότι!

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

=========
Μία από τις συνταγές μου από το υπό έκδοση βιβλίο μου που φέρει τον τίτλο: «Συνταγές χωρίς κρέας από έναν πρώην πτωματοφάγο».



[1] Νίκος Τσιφόρος, 1987, σελ. 111.