Η Πυρίτιδα της Δημητσάνας

Όταν γενικεύθηκε η χρήση των πυροβόλων όπλων, άρχισε να κατασκευάζεται και στη Δημητσάνα πυρίτιδα. Η ποσότητα κατ’ αρχήν ήταν πολύ μικρή, συν τω χρόνω όμως μεγάλωνε και λίγο πρίν την Επανάσταση του 1821 έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να επαρκεί για τις ανάγκες ολόκληρης της Πελοποννήσου. Μετά την Επανάσταση, η Δημητσάνα ήταν σε θέση να προμηθεύει την απαιτούμενη ποσότητα πυρίτιδας όχι μόνο στα Ελληνικά στρατεύματα της Πελοποννήσου , αλλά και στους Έλληνες πολεμιστές άλλων τόπων.

Πως κατόρθωσαν οι Δημητσανίται πυριδιτοποιοί να επαρκέσουν στο έργο αυτό, φαίνεται εκ πρώτης όψεως περίεργο. Ας αναλογισθεί κανείς ότι όλη η δυσκολία της παραγωγής πυρίτιδας έγκειται όχι μόνο στον τρόπο της κατεργασίας των πρώτων υλών, αλλά και στην εξεύρεση αυτών των υλών και ότι εξ’ αυτών το νίτρο κατέχει εξέχουσα θέσει από άποψη ποσότητας, δεν βρίσκεται δε εύκολα στην Ελλάδα, αλλά και το ότι μόνο η Δημητσάνα ασχολήθηκε με την παραγωγή πυρίτιδας από τόσα παλιά.

Ορυχεία νίτρου στην Πελοπόννησο δεν υπάρχουν. Όμως ένα Ενετικό έγγραφο του 17 αιώνα αναφέρεται στα χωριά Δημητσάνα και Στεμνίτσα και ότι αυτά ήταν "πλούσια σε γη μεταλλική" την οποία εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι για την παραγωγή πυρίτιδας. Αλλά που βρισκόταν το μέρος όπου γινόταν εξόρυξη δεν αναφέρεται στο έγγραφο . Επίσης είναι γνωστό ότι το μόνο νιτροφόρο υλικό που εκμεταλλεύτηκαν οι Δημητσανίται ήταν η παλιά κοπριά η ευρισκομένη στα σπήλαια που ξεχείμαζαν τα γιδοπρόβατα. Την κοπριά διυλίζοντας, έπαιρναν το νίτρο το οποίο ονόμαζαν "βοτάνι"του μπαρουτιού και το πωλούσαν σε πολύ υψηλές τιμές στους Τούρκους.

Κατά την παράδοση ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονας Ανανίας “έκτισε δύο μπαρουτόμυλους υδροκίνητους στο κεφαλάρι του Αγιάννη, προοριζόμενους για την παραγωγή της απαιτούμενης πυρίτιδας προς διεξαγωγή της μελετωμένης τότε Επαναστάσεως”. Δεν είναι γνωστό αν οι μπαρουτόμυλοι εκείνοι χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που προορίζονταν.

Το βέβαιο είναι πως υπήρχαν στη Δημητσάνα επαγγελματίες πυριτιδοποιοί. Εκτός των άλλων, οι δύο υιοί του Γεωργίου Γαβρά, υιού του Σπηλιώτη, εκ των οποίων ο ένας έφερε το όνομα του παππού του , ήταν γνωστός και υπό το πατρώνυμο Μπαρουξής και ήταν γνωστός μαζί με τον αδελφό του και έφεραν το επώνυμο Γιαγκαζόπουλοι, πράγμα που σημαίνει ότι ο παππούς ή ο πατέρας τους λεγόταν Γιαγκάζης (εμπρηστής).Του Σπηλιώτη Γαβρά ή Μπαρουξή εγγονοί ήταν οι περίφημοι Νικόλαος και Σπύρος Σπηλιωτόπουλοι, οι γνωστοί κατασκευαστές πυρίτιδας κατά την Επανάσταση του 1821.

Κύρια ασχολία των αδελφών Σπηλιωτόπουλων ήταν το εμπόριο και έμεναν στην Ύδρα όπου και έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρείας . Επανήλθαν στη Δημητσάνα και εγκατέστησαν εργοστάσιο πυρίτιδας σε μεγάλες ποσότητες, βοηθούμενοι από το εμπόριο. Ετοίμασαν παρακαταθήκη πυρίτιδας και άλλων πολεμικών υλικών για να χρησιμοποιηθούν κατά τον αγώνα.

Οι Τούρκοι δεν γνώριζαν για αρκετό χρόνο ότι στη Δημητσάνα κατασκευάζονται μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας. Όταν το έμαθαν από τον Κώστα Τζαννή, πολιτικό αντίπαλο των Σπηλιωτόπουλων και παραγωγό πυρίτιδας, σφράγισαν τους μπαρουτόμυλους.

            Οι Δημητσανίται πυριδιτοποιοί όμως κατόρθωσαν και ματαίωσαν τον σκοπό των Τούρκων, δίνοντας τους μπαρούτη νοθευμένη ώστε όταν αυτή χρησιμοποιηθεί να μην φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η Δημητσανίτικη μπαρούτη χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους για πρώτη και τελευταία φορά στο Βαλτέτσι. Από τότε η μπαρούτη αυτή θεωρήθηκε κακής ποιότητας, δεν σταμάτησε όμως να τροφοδοτεί τα Ελληνικά στρατεύματα της Πελοποννήσου, μετά δε τον αγώνα εξακολούθησε να παράγεται διαρκώς μέχρι σήμερα.

Στους κώδικες και τα κατάστιχα των εκκλησιών της Δημητσάνας καταγράφονται αρκετοί που ασχολούνται με την παραγωγή της πυρίτιδας κατά τα τέλη του 18ου αιώνα: Παναγιώτης Γουνόπουλος με τους δύο γαμπρούς του, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Δήμος ή Καραδήμος, Ασημάκης Μπαρκούσης, Γεώργιος Γυφτοσταθόπουλος, Λάμπρος Φασουλάς, του οποίου οι απόγονοι φέρουν το επώνυμο Λαμπρόπουλοι, Γιάννης Κάλας, Γεώργιος Κουρίζης, Γεώργιος Γούνας, Χαράλαμπος Σπύρου (Λεονάρδος), Καλόγερος Τούλας Παλαιοχωρίτης και άλλοi.

Πηγή: Δημοσίευση Γεωργίου Ι. Καρβελά: "Η Πυρίτιδα της Δημητσάνας, Γορτυνιακό Ημερολόγιο" (1950)
 

 

 

 

Opsarion.gr