Διονύσης Γκιώνης - σπάνιο δημοσίευμα του 1920

Ο Νεόφερτος

     Ένα κουβαράκι από σάρκαν και οστά ήτο και αυτός άνθρωπος. Το δε εκπληκτικώτερον, ότι ήτο και βιοπαλαιστής. Εκάμαμεν την γνωριμίαν του κατά αρκετά περίεργον τρόπον. Περί την τετάρτην πρωινήν ήλθε και ερρίφθη εις μιαν από ταςς κενάς καρέκλας, γύρω μας, του ερημικού πεζοδρομίου. Ενομίσαμεν, ότι αόρατον χέρι είχε αποθέση εκεί έκθετον βρέφος. Τόσο μικρόν ήτο το παιδί.

- Πιτσιριγκάκο, πως εδώ τέτοιαν ώραν; Του είπαμεν.

     Δεν κατεδέχθη να μας απαντήση. Εφαίνετο πολύ κουρασμένος ο μικρός. Μόλις θα ήτο δέκα ετών. Τιαύται εμφανίσεις την ώραν εκείνην είνε πάντως ενδιαφέρουσαι. Εζητήσαμεν το όνομα του παιδιού. Δεν κατεδέχθη πάλιν να μας απαντήση. Είχε χάση την ακοήν του και την λαλιάν του; Εδοκιμάσαμεν τότε με τον τρόπον, που μεταχειρίζονται στα παιδιά. Του προσφέραμεν ένα πρόχειρον γλύκισμα. Ηρνήθη να το δεχθή. Τότε ο επιτακτικώτερος εξ ημών διέταξε το παιδάκι: θα το πάρης! γρήγορα μάλιστα. Εμπρός!

     Αυτήν την φοράν ο ανθρωπάκος εκινήθη. Άπλωσε το χέρι του και έλαβε το γλυκό. Μπράβο παιδί μου, είπεν ο αυστηρός κύριος με ήπιον τόνον τώρα. Φάτο λοιπόν.

- Το παιδί ενεθαρρύνθη και έφερε την ηδύτητα εις το στόμα του.

- Λαμπρά. Τώρα θα μας πής το όνομα σου.

- Διονύση με λένε, είπεν ο μικρός. Η φωνή του ήτο ηχηρά, γεμάτη, δεν είχε αθηναϊκόν τόνον.

- Διονύση, από δώ βέβαια δεν είσαι.

- Όχι, δεν είμαι από δώ, απήντησε.

- Και από πού είσαι;

- Από το Ψάρι της Παλούμπας.

    Ενητενίσαμεν αλλήλους. Ένα τέτοιο μέρος κανείς μας δεν εγνώριζε. Εζητήσαμεν περισσοτέρας εξηγήσεις από τον Διονύσην περί της ιδιαιτέρας πατρίδος του, αλλά δεν ηδύνατο να καθορίση τίποτε άλλο παρά ότι ήτο από το Ψάρι της Παλούμπας.

- Που πέφτει αυτό το Ψάρι?

     Ουδέν ηδύνατο να είπη το παιδί, παρά ότι έτσι έλεγαν το χωριό του. Αν ήταν μεγάλο; Και βέβαια ήταν. Ποίον άλλο μέρος ήταν πλησίον του χωριού Ψαρίου της Παλούμπας; Άλλα χωριά, των οποίων ανέφερε τα ονόματα, άγνωστα και ταύτα εις ημάς.

     Κοντά στο χωριό σου δεν είνε καμμία πόλις Διονύση; Όχι, δεν ήταν. Δια πρώτην φοράν είδαμεν ανθρωπίνην ύπαρξιν αγνοούσαν να πληροφορήση άλλους ανθρώπους που γής έκειτο το χωριό της. Τότε εζητήσαμεν να μάθωμεν την κατοικίαν του παιδιού εις τας Αθήνας. Ηγνόει και ταύτην. Είπε:

- Αν ήξερα το σπίτι μου, δεν θα με εβλέπατε τέτοιαν ώραν εδώ. Θα εκοιμώμουνα τώρα.

     Δεν ήξερε δε το σπίτι του, διότι είχε χάση την κάμαραν. Το παιδί εξηγήθη, ότι είχε φθάση εις την πρωτεύουσαν την προηγουμένην. Ήλθε εις τον αδελφόν του εδώ, ο οποίος ήτο μεγαλύτερός του κατά εξ χρόνια και υπηρετούσε ως σερβιτόρος εις καφενείον της πλατείας Ομονοίας. Ήλθε εις τας Αθήνας δια να αρχίση την βιοπάλην εις ηλικίαν δέκα ετών, καθ’ ήν άλλοι συνομήλικές του βγαίνουν έξω με την γκουβερνάνταν των ή τον παιδαγωγόν των.

     Θα τον ετοποθετούσαν εις ένα μαγαζί. Το βράδυ ο αδελφός του τον έστειλε εις την κάμαραν, την οποίαν το παιδί είχε γνωρίση μόνον μίαν εσπέραν. Το παιδί επήρε τον δρόμον, αλλά δεν ανεύρε την αδελφικν κατοικίαν. Επλανήθη όλην την νύχτα εις τους δρόμους και κατά την τετάρτην πρωινήν κατέληξε πλησίον μας.

     Προσπαθήσαμεν να υποβοηθήσωμεν τον μικρόν προς ανεύρεσιν της κάμαρας, αλλά δεν ηδύνατο να δώση καμμίαν πληροφορίαν περί της οδού. Εγνώριζε μόνον, ότι ο δρόμος ήτο φαρδύς και ότι είχε ένα κλαρί. Αλλά οι περισσότεροι αθηναϊκοί δρόμοι δεν έχουν πλείονα του ενός δένδρου. Έπρεπε όμως να του βρούμε ένα καταφύγιον.

     Ο μικρός, αλλά μέγας εις δράσιν και εξυπνάδα, όσον και το όνομα του νυκτόβιος βιοπαλαιστής, ο πηγαίνων τα δοκίμια εφημερίδων εις την λογοκρισίαν, εφωνάξαμεν τον Ναπολέοντα και του εξιστορήσαμεν την υπόθεσιν. Τον παρεκαλέσαμεν να αναλάβη τον απολωλότα Διονύσην υπό την προστασίαν του μέχρι της πρωίας, οπότε ώφειλε να τον οδηγήση εις τον αδελφόν του. Εδέχθη προθύμως: μπράβο, λέει!! Μη φοβήσθε, θα τον παραλάβω εγώ. Έννοια σας.

     Και με ύφος Γαβριά, όστις περισυνέλεγε τους μικροτέρους του και τους ετοποθετούσε εις την κοιλίαν του παλαιού αγάλματος, παρέλαβε τον μικρόν όσον και αυτός περίπου. Τα δύο παιδιά εξηφανίσθησαν εις το σκότος. Μίαν στιγμήν όμως ο Διονύσιος εγύρισε και μας εκύτταξε. Εις το αμυδρόν φως φανού ενόμισα πως ανέγνωσα καλά εις το βλέμμα του νεοφερμένου μικρού βιοπαλαιστού: πολύ καλά, σε λίγα χρόνια λογαριαζόμεθα, κύριοι μου. Αν δεν με δήτε με κολλάρο, με αυτοκίνητον, με βιαστικές κινήσεις. Θα γίνω άνθρωπος των μεγάλων δουλειών, των επιχειρήσεων. Αμέ τι; Γιατί ήλθα από το Ψάρι της Παλούμπας;

     Διονύση, παιδί, ο θεός είνε μέγας και να σε ευλογή και το επιχειρηματικόν πνεύμα της φυλής, είνε ολίγον τι μικρότερον από τον θεόν.  

 

Σημειώσεις

-Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 15 Αυγούστου 1920.

-Ευχαριστώ πολύ τον φίλο μου Νικόλα Δεσποινιάδη, έναν από τους καλύτερους Έλληνες Σπηλαιολόγους που μου έδωσε αυτό το σπάνιο άρθρο. Ο Νικόλας ήταν εκείνος που κατέβηκε πρώτος στην «Τρύπα της Παγώνας» την 1η Ιουνίου 2002.

-Το αφιερώνω στα παιδιά του μικρού Διονύση της ιστορίας, στους, Γιάννη, Αλέξη, Γιώργο, Τάσο, Δημήτρη, Ευσταθία, Μαρία και Νίκη.

 

 

 

 

Βασίλης Κ Αναστασόπουλος