News Flash

Displays a set number of articles from a category based on date or random selection. Help

  • «Ακραία» χειμωνιάτικη συνταγή

    «Θέλετε μία συνταγή να σταματήσει η μεγάλη βροχή; Οι Αθηναίοι[1] την είχανε βρεί. Βάζανε στην αυλή τη σιδεροστιά ανάποδα. Σιδεροστιά είναι το τρίποδο που βάζανε πάνω τα μαγειρικά σκεύη. Και αν δεν σταματούσε η βροχή, τουλάχιστον ήταν μία αφορμή να πλυθεί η σιδεροστιά»

                Ναι, εδώ στο χωριό που είμαι τώρα χειμώνα καιρό, η δυνατή βροχή κρατάει δυό μέρες και κατά πως φαίνεται, δεν έχει σκοπό να σταματήσει. Στα τζάκι βαρεί η φωτιά με δόξα και πυρώνει τον χώρο, διώχνει μακριά την υγρασία και γλυκαίνει την εξωτερική αψάδα από τη βούληση του Βαρυβρόντη Δία. Η σιδεροστιά είναι στη θέση της και καρτερεί λες, το δικό της μαγειρικό σκεύος, να θερμάνει τα ελέη που βρίσκονται εντός του. Όλα τα πράγματα σε μία σειρά και σε μία τάξη.

                Ο πλούτος που πηγάζει από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν έχει να κάνει με χρυσό κι ασήμι, με πράγματα ακριβά και γυαλιστερά, έχει να κάνει με την απλότητα, με τα χρειώδη, με τα λίγα κι απαραίτητα. Όσο λιγότερες οι επιθυμίες στον άνθρωπο, τόσο ο πλούτος του μεγαλώνει, Αυτή όμως είναι μία αρχή που δεν τη συναντάς στον σύγχρονο άνθρωπο που, έχει γιγαντώσει τα θέλω του -τις υλικές επιθυμίες του- και από τα περιττά αν κάτι στερηθεί, φουντώνουν και πάλλονται τα συναισθήματά του, βάλεται και διαλύεται ο εσωτερικός κόσμος του, νιώθει μειονεκτικά. 

                Η φωτιά, λειτουργεί και ως καθαρτικό από την εσωτερική αρρώστια που κατατρώγει τα σωθικά του υλιστή ανθρώπου, εκείνου που δεν έχει αντιληφθεί ότι, εδώ, στον κόσμο που είμαστε, ένα γρήγορο πέρασμα κάνουμε και εξαφανιζόμαστε όπως εμφανιστήκαμε. Που ήμασταν πριν και που θα βρεθούμε μετά, μας είναι αδιάφορο, εκείνο που ίσως μένει και που έχει σημασία, είναι, το διάστημα που βρισκόμαστε «εδώ», να ζούμε, να ζούμε για εμάς και όχι για τους άλλους, για τον κόσμο.

                Αυτά τα λόγια δεν είναι δικά μου, της φωτιάς είναι που με καλεί ν’ αφουγκραστώ τα εσώψυχά της. Και πράγματι, εδώ που είμαι, στη θερμή αγκαλιά της, νιώθω τον ιδιότυπο λόγο της, την έννοια της για μένα και όσους ανθρώπους πυρώνει τούτη την ώρα πάνω στον πλανήτη μας. Η φωτιά δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους, δεν τους βάζει σε κατηγορίες από το χρώμα τους ή από τη φυλή τους, δεν γνωρίζει τη χωριστικότητα που επιβάλουν οι θρησκείες και οι ιδεολογίες, δεν κατατάσσει τους ανθρώπους σε πλούσιους ή πένητες, σε καλούς ή σε κακούς, με τη φλόγα της ενοποιεί, ενώνει, και το κάνει αυτό για όσους είναι έτοιμοι να βαδίσουν πάνω σ’ αυτό το δρόμο. Κάποιοι άλλοι δεν είναι έτοιμοι ή δεν θέλουν την ενότητα εφόσον είναι βουτηγμένοι μέσα στη πλάνη της ιδεοληψίας, του υλικού πλούτου, και όσων άλλων συγκρουόμενων πραγμάτων που με τέχνη επιβάλει ο φόβος.   

                Μέσα σε αυτό το γαλήνιο κλίμα από τη δύναμη της φωτιάς αυτής καθαυτής αλλά και μεταφορικά, ήρθε η ώρα να κάνω το μεσημβρινό μου γεύμα. Θα το κάνω λιτό και από σεβασμό στα ελέη των απέριττων.

                Πιάνω δυό πατάτες και τις καθαρίζω καλά, τις πλένω, και από την καρδιά τους αφαιρώ υλικό, δημιουργώ κατά κάποιο τρόπο ένα κενό εντός τους. Το κενό αυτό το καλύπτω με κομματάκια φέτας κατσικίσιας. Σφραγίζω πολύ καλά τις γεμιστές πατάτες με αλουμινόχαρτο και κάνω χώρο στην πουρναρίσια θράκα όπου και τις τοποθετώ. Τις καλύπτω με λίγη θράκα και τις αφήνω στην ησυχία τους.

                Αμέσως μετά, κόβω δυό φέτες ψωμί που προμηθεύτηκα από τον παράνομο φούρνο στο οροπέδιο της Μαντίνειας και τις αλείφω με λάδι και από πάνω τις πασπαλίζω με ρίγανη.  Όπως είναι, τις «δένω» στη σχάρα και αφού έχω μετακινήσει τη σιδεροστιά πάνω από αδύνατη θράκα, τοποθετώ πάνω της τη σχάρα μου. Επειδή εγώ δεν θέλω να σταματήσει η βροχή -όπως οι Αθηναίοι- δεν αναποδογυρίζω τη σιδεροστιά.

                Με τη θράκα μου να αργοψήνει το δωρικό μου γεύμα, πιάνω το τελευταίο μπουκάλι κόκκινο κρασί που έχω από 30ετίας και το ανοίγω. Υπάρχει ακόμα από την εποχή που είχα γίνει ερασιτέχνης οινοπαραγωγός – δεν είχα και δεν έχω δικά μου αμπέλια, αγόραζα όμως πότε σταφύλι και πότε μούστο και γέμιζα το βαρέλι μου. Κατά τα μέσα Μαρτίου, έβαζα το κρασί μου σε μπουκάλια, τα εμφιάλωνα μόνος μου και τα έβαζα κάβα. Που και που άνοιγα ένα μπουκάλι, όπως τώρα, μονάχα που αυτό είναι το τελευταίο από μία εποχή που έκανε τον κύκλο της και έκλεισε. Μιάς όμως και μιλάμε για κρασί, μια τέχνη που δεν την κατέχω, θα πω το εξής: άκουγα δώθε κείθε να μου λένε να βάλω φάρμακα στο βαρέλι μη μου χαλάσει το κρασί μου, βάλε ρετσίνι, μου έλεγαν να το σώσεις, ό,τι ακραίο το άκουγα αλλά δεν το λάμβανα υπόψη μου. Καλύτερα να πετάξω 200 κιλά χαλασμένο κρασί παρά να βάλω μέσα του δηλητήρια. Και πραγματικά, ποτέ μου δεν αντιμετώπισα το παραμικρό πρόβλημα, το κρασί μου ήταν νέκταρ διότι σεβόμουν το θεό Διόνυσο.

                Έβγαλα από τη θράκα τις πατάτες μου και ανοίγω το αλουμινόχαρτο. Πήγα να λιποθυμήσω κι εγώ σαν το ιμάμη από τα αρώματα της φωτιάς. Βγάζω και το ψωμί μου από τη σχάρα, γεμίζω κι ένα ποτήρι κρασί κι αρχίζω το φαγοπότι!

     

     

     

    Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

    =========
    Μία από τις συνταγές μου από το υπό έκδοση βιβλίο μου που φέρει τον τίτλο: «Συνταγές χωρίς κρέας από έναν πρώην πτωματοφάγο».



    [1] Νίκος Τσιφόρος, 1987, σελ. 111.

     
  • Θρησκεία & Πατρίδα – Οι Δύο Πυλώνες της Επανάστασης του 1821

     

    Η Επανάσταση του 1821 είναι η λαμπρότερη σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Γιατί η Επανάσταση αυτή μας χάρισε την ελευθερία μας! Μας έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε ξανά πολιτική υπόσταση, ώστε να πάρει το μικρό τότε κρατίδιό μας μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη του πολιτισμένου κόσμου.

    Ο λαός μας σκλαβώθηκε το 1453, όμως δεν προσκύνησε. Υπέκυψε στη δύναμη και στην ωμή βία του ισχυρότερου, αλλά δεν λιγοψύχησε. Υποτάχτηκε στην εξουσία του κατακτητή, αλλά ποτέ δεν δέχτηκε τη δουλεία ως μόνιμη κατάσταση, ως παντοτινή μοίρα. Συμβιβαζόταν εξ ανάγκης, υποχωρούσε, αναδιπλωνόταν, συγκέντρωνε τις δυνάμεις του, αλλά δεν εγκατέλειπε ποτέ την επιθυμία να αποτινάξει τον ξένο ζυγό. Δεκάδες ήσαν τα μικρά και μεγάλα επαναστατικά κινήματα που έκανε κατά τη διάρκεια της δουλείας. Δυστυχώς, όλα πνίγονταν στο αίμα, είτε γιατί ήσαν τοπικού χαρακτήρα, είτε γιατί τους έλειπε η καλή προετοιμασία και οργάνωση. Αλλά τα ανήκουστα πάθη του λαού μας μεγάλωναν τον πόθο του για ελευθερία. Χρειάστηκαν αγώνες, αίμα και δάκρυα εκ μέρους των υποδούλων, για να καλλιεργηθεί η καρτερία και η υπομονή, για να στυλωθεί η ελπίδα σε ένα καλύτερο μέλλον, για να διατηρηθεί άσβηστη η φλόγα της εθνικής ψυχής. Για να μην χαθούν η γλώσσα, η θρησκεία, η ελληνοχριστιανική παράδοση, η ανάμνηση του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Αυτό όμως που κατά κύριο λόγο έκανε το χάσμα μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων απαρχής μέχρι τέλους της δουλείας βαθύ και αγεφύρωτο ήταν η διαφορά της  θ ρ η σ κ ε ί α ς. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η χριστιανική ορθόδοξη πίστη ήταν αυτή που διέσωσε το ελληνικό Γένος από την αφομοίωση και, συνεπώς, τον αφανισμό!

    Θ ρ η σ κ ε ί α και π α τ ρ ί δ α  ήσαν τα κορυφαία ιδανικά των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας. Και αυτά ενέπνευσαν την μεγάλη Εξέγερση του 1821. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος είναι κατηγορηματικός, ότι οι Έλληνες δεν παρακινήθηκαν από κανέναν και από τίποτε άλλο «παρά μόνον από το αίσθημα της ελευθερίας και από το θρησκευτικόν πνεύμα». Αρκεί ίσως η διαβεβαίωση τού κατ’ εξοχήν αρμόδιου, του αρχιστράτηγου του Αγώνα Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος μετά λόγου γνώσεως προσδιόρισε αποφθεγματικά το υψηλό ιδεολογικό δίδυμο του επαναστατημένου λαού, την θρησκεία και την πατρίδα, λέγοντας: «Εμείς περισσότερο από τα ντουφέκια, με την πίστιν μας στο Χριστό και την αγάπη μας για την πατρίδα ελευθερώσαμε την Ελλάδα»! Μάλιστα, για να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ως προς το πού ετίθετο τότε η έμφαση και η προτεραιότητα, διευκρίνιζε κάτι που πολλοί σήμερα φαίνεται ότι έχουν λησμονήσει: «Όταν πήραμε τα όπλα να πολεμήσουμε, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος».Αλλά και ο Μακρυγιάννης, ήταν το ίδιο κατηγορηματικός: «Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε».

     Την αδιάσπαστη σχέση ελληνισμού και Ορθοδοξίας, συμβολίζει, κατ’ αρχάς, η ημέρα που επιλέχθηκε για την έναρξη της Επαναστάσεως, η 25 Μαρτίου 1821, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η ημέρα αυτή είχε προσδιοριστεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ήδη από τον Οκτώβριο του 1820, αλλά και από τη μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου του 1821. Κι αυτό έγινε  α κ ρ ι β ώ ς  για να συνδεθεί η αναγέννηση της πατρίδας μας με την ημέρα του Ευαγγελισμού, ως «ημέραν ευαγγελιζομένην την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους», όπως γράφει ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης. Για να τονισθεί η σημασία των συμβολισμών στα ιστορικά γεγονότα, ας θυμηθούμε ότι και η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό το 1814 έγινε επισήμως την 14 Σεπτεμβρίου, ακριβώς για να συνδεθεί στην περίπτωση αυτή η μελλοντική ανύψωση του έθνους με την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.

    Ο Αγώνας του 1821 λοιπόν έγινε και για την απελευθέρωση της πατρίδας και για τη νίκη της Ορθόδοξης πίστης. «Ελάτε μ’ έναν ζήλον εις τούτον τον καιρόν/ να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν…/ Σ΄ Ανατολήν και Δύσιν και νότον και βοριάν/ δια την πατρίδα όλοι νάχωμεν μιαν καρδιάν…» έγραφε στον Θούριο ο πρωτομάρτυρας της ελληνικής ελευθερίας Ρήγας Φεραίος. «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» διεσάλπισε από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας με την πρώτη επαναστατική Προκήρυξη ο Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας  και τραγικός ήρωας Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον Φεβρουάριο του 1821, όταν πέρασε τον ποταμό Προύθο και εκήρυξε την έναρξη της ελληνικής επαναστάσεως. Εξάλλου, οι γενναίοι Ιερολοχίτες του Δραγατσανίου, το άνθος της νεολαίας της ελληνικής Διασποράς, ορκίστηκαν ως «χριστιανοί Ορθόδοξοι» «ή να νικήσουν τους εχθρούς της θρησκείας τους ή να αποθάνουν ως μάρτυρες δια τον Ιησούν Χριστόν».  Στο Ευαγγέλιο ορκίζονταν φυσικά και όσοι εμυούντο στην Φιλική Εταιρεία.

    Στην πίστη και φιλοπατρία των κατοίκων της Ύδρας απευθύνθηκε και ο γνήσιος επαναστάτης του νησιού Αντώνιος Οικονόμου στις 15 Απριλίου 1821: «Tο θέλημα του Θεού είναι να ελευθερωθεί το γένος και η ορθόδοξος πίστις μας από την τυραννίαν των ασεβών». Επίσης, ο ηνωμένος στόλος των τριών ναυτικών νησιών (Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών) προκήρυττε το 1821: «Ο πόλεμος τον οποίον κάμνομεν κατά των ασεβών τυράννων, δεν είναι κλέπτικος, αλλά όλου του έθνους μας, αποφασισμένος θεόθεν και οργανισμένος από μεγάλους άνδρας…». Επίσης, ο Σπ. Τρικούπης κατακλείοντας την τετράτομη Ιστορία του περί της Ελληνικής Επαναστάσεως διατυπώνει το συμπέρασμα του όλου έργου του με τις φράσεις: «…ο Αγών ήτον περί πίστεως, και υπέρ ανακτήσεως πατρώας γης και ελευθερίας, τουτέστιν ο ιερώτερος και ενδοξότερος όλων των αγώνων…».

    Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής ότι οι ιστορικοί, οι απομνημονευτές και οι επίσημες αρχές της επαναστατημένης Ελλάδος έσπευσαν να αντιδιαστείλουν την απελευθερωτική  ε θ ν ι κ ή  Επανάσταση του 1821 από άλλες επαναστάσεις κοινωνικού χαρακτήρα, που είχαν λάβει ή ελάμβαναν χώρα στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του Σπ. Τρικούπη στις πρώτες παραγράφους της Ιστορίας του, γύρω από τον ακραιφνή εθνικό χαρακτήρα της ελληνικής Επαναστάσεως: «…Η επανάστασις αύτη μήτε τον απολυτισμόν ή τον δεσποτισμόν επεχείρισε να χαλινώση, μήτε το κυβερνητικόν είδος του τόπου ν’ αλλάξη, μήτε τους μητροπολιτικούς δεσμούς να διαρρήξη. Επεχείρησεν επιχείρημα δεινότερον και ενδοξότερον όλων αυτών των επιχειρημάτων.  Να εξώση δια των όπλων εκ της Ελλάδος μίαν ξένην και αλλόθρησκον φυλήν…». Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο στρατηγός και απομνημονευτής Καν. Δεληγιάννης: «Η Επανάστασίς μας αύτη εκινήθη παρθένος, αγνή και άνευ σκοπού ιδιοτελείας, παρά με μόνον τον σκοπόν να αποκτήσωμεν τον εθνισμόν μας». Την ίδια αντιδιαστολή επισημαίνουν και οι συντάκτες της Προκηρύξεως που εξέδωσε η Πρώτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο: «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών μακράν τού να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις…είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός…». Ο Αμβρόσιος Φραντζής, γράφοντας τα προλεγόμενα της «Επιτομής της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος» κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα: «…ούτε ο σκοπός της Ελληνικής αποστασίας, ούτε δε τα κυρίως αίτια τα κινήσαντα τους Έλληνας εις αυτήν… είχον καμμίαν ομοιότητα με τας παρά των άλλων εθνών πράξεις…». Αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με την απλότητα της σοφίας του ανέφερε ότι: «Η επανάστασις η ιδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν απ’ όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος…».

                Στον εθνικό χαρακτήρα της Επαναστάσεως και στην απόφαση όλων των Ελλήνων να αγωνισθούν μέχρις εσχάτων με το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ αναφέρονται και τα πρώτα «διπλωματικά» έγγραφα των εξεγερμένων. Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις 23 Μαρτίου 1821, ιδρύθηκε εκεί η Μεσσηνιακή Γερουσία που ετέθη υπό την ηγεσία του Πέτρου Μαυρομιχάλη. Την ίδια ημέρα ο Μανιάτης οπλαρχηγός εξέδωσε βαρυσήμαντη Προειδοποίηση προς τις ευρωπαϊκές αυλές, με την οποία γνωστοποιούσε την απόφαση του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον ζυγό της δουλείας. Εξάλλου, τρεις ημέρες αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1821 στην Πάτρα, το Αχαϊκό Διευθυντήριο, που είχε ιδρυθεί και τεθεί υπό την αρχηγία του Π.Π. Γερμανού, επέδωσε σε όλους τους προξένους των ξένων δυνάμεων την περίφημη διακοίνωση με την οποία τους γνωστοποιούσε επισήμως την κήρυξη της Επαναστάσεως: «…Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας… απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν…». Κήρυγμα ελευθερίας ή θανάτου αποτελεί και η  Προκήρυξη που εξέδωσε η Καγκελαρία της Ύδρας στις 16 Απριλίου 1821 η οποία επαινεί τους Έλληνες, απογόνουςενδόξωνανδρών, «οίτινες… μάχονται υπέρ της ελευθερίας εναντίον εις τους τυράννους των… και εχθρούς της ιεράς θρησκείας του Ιησού Χριστού…».

    Με το ίδιο πνεύμα διατυπώθηκε το «Προκήρυγμα Εθνικόν» των Υδραίων, στο οποίο διατυπώνεται η αναμφισβήτητη αλήθεια: «…Ο πόλεμος γίνεται δια την πίστιν και την πατρίδα…». Αλλά και στο έγγραφο που εξέδωσε στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση των προκρίτων της Πελοποννήσου, που συνήλθε στη μονή Καλτεζών, αναφέρεται η ιερότητα του υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας αγώνα. Μνημειώδες βέβαια παραμένει το Προοίμιο του Συντάγματος που εψήφισε η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το οποίο διακηρύσσει κατά τον πλέον επίσημο τρόπο την αναγέννηση του ελληνικού έθνους.

    Αμέτρητες είναι οι αναφορές που αποδεικνύουν ότι το διφυές ιδανικό «της πίστεως και της πατρίδος» ενέπνεε τον αγωνιζόμενο λαό και τον παρωθούσε σε διαρκείς αγώνες και σε τεράστιες θυσίες. Και η παρώθηση αυτή ενισχυόταν από την ακράδαντη πίστη των μαχητών στο δίκαιο του αγώνα τους, στην συμπαράσταση της Θείας Πρόνοιας και στην τροπαιοφόρα και νικηφόρα δύναμη του Σταυρού. Σε έγγραφο της 6 Ιανουαρίου 1822, που υπογράφεται από δεκάδες παραστάτες της Εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου προς τους προκρίτους των τριών ναυτικών νήσων τονίζεται μεταξύ άλλων, ότι: «…ο κατά των εχθρών πόλεμος είναι ανώτερος από κάθε άλλον, επειδή γίνεται δια την αγίαν ημών Θρησκείαν…». Λίγες ημέρες αργότερα ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Αλ. Μαυροκορδάτος επιβεβαίωνε τον θρησκευτικό και πατριωτικό χαρακτήρα του Αγώνα: «…αδύνατον είναι χριστιανική ψυχή να υποφέρει την ύβριν της Ορθοδόξου πίστεως και ελληνική καρδία ν’ αδιαφορήσει δια την στερέωσιν της ανεξαρτησίας των Ελλήνων». Την 31 Μαρτίου 1822 το Μινιστέριον των Ναυτικών γράφοντας στους προκρίτους των Σπετσών από την Κόρινθο αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο πόλεμος τον οποίον έχομεν κατά του τυράννου είναι δίκαιος, διότι ζητούμεν την αρπαχθείσαν από τους προγόνους μας ελευθερίαν. Μαχόμενοι υπέρ πίστεως έχομεν και τον Θεόν υπέρμαχον». Αλλά και ο Αμβρόσιος Φραντζής εκφράζει την πεποίθηση ότι: «Ο υψηλός βραχίων του Παντοκράτορος Θεού» διέλυσε «τα καλύπτοντα τον ορίζοντα της Ελλάδος ζοφερά νέφη μετά τοσούτων ετών δουλείαν…». Τη δύναμη του «τιμίου και ακαταμαχήτου Σταυρού» επικαλείτο και ο έτερος των αδελφών Υψηλάντη, ο γενναίος Δημήτριος.

    Η πεποίθηση όλων των Ελλήνων για το δίκαιο και την ιερότητα του Αγώνα τους είναι εδραία και αδιαφιλονίκητη. Κατά τον ιστορικό Σπ. Τρικούπη η Ελλάδα ανέλαβε «τον δεινόν αγώνα» στηριζόμενη στη δικαιοσύνη του και την αγιότητά του. Ο Γεώργιος Τερτσέτης διαβεβαιώνει ότι «Η αξία και η χάρις του Ελληνικού αγώνος είναι η δικαιοσύνη του». Γράφοντας ένα χρόνο μετά την Επανάσταση ο Μινίστρος των Εσωτερικών και προσωρινός Μινίστρος του Πολέμου Ιω. Κωλέττης, υπενθυμίζει στους κατοίκους του Ολύμπου ότι «Επέρασεν ήδη ενιαυτός, αφ’ ου ελάβομεν τα όπλα κατά του τυράννου. Η χείρ του Υψίστου μάς ευλογεί και μας ενισχύει εις τον δίκαιον και ιερόν τούτον αγώνα...». Ο Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Θάνος Κανακάρης διεκήρυττε στους Έλληνες ότι: «Δεν πολεμούμεν δια κανέν ξένον έθνος, αλλά πολεμούμεν δια την ελευθερίαν μας, δια την ζωήν μας και δια την πίστιν μας». Ο αγωνιστής και ιστορικός Νικ. Σπηλιάδης  έγραφε ότι οι Έλληνες αποφάσισαν το 1821 να πεθάνουν για «ν’ αποσείσωσι τον πικρόν της δουλείας ζυγόν» και ότι «μόνος ο δυνατός εν πολέμοις (δηλ. ο Θεός), τους έσωσεν από τον όλεθρον, και τους εβοήθησε…». Είναι γνωστό ότι ο μέγας Κολοκοτρώνης, είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για την επιτυχία του Αγώνα στα χέρια του Θεού και πίστευε ότι ο Θεός είχε υπογράψει για την ελευθερία της Ελλάδος και ότι δεν θα έπαιρνε πίσω την υπογραφή του!

    Ο αδιάσπαστος δεσμός πατρίδας και θρησκείας, Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, είναι εμφανής και στα ψηφισθέντα Συντάγματα της επαναστατικής και μετεπαναστατικής εποχής, που ασφαλώς εκφράζουν την ομόφωνη θέληση του μαχόμενου ελληνικού λαού να συγκροτήσει πολιτικώς την πατρίδα του, αλλά και να προασπίσει συνταγματικά τη θρησκεία του, τα δύο ιδανικά για τα οποία έχυσε ποταμούς αιμάτων. Είναι ιδιαίτερη, και εύλογη, η στοργή που έδειξαν όλα τα επαναστατικά Συντάγματα, τοπικά και γενικά, για τη θρησκεία στην ελεύθερη Πολιτεία. Η Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος του 1821 στην Άμφισσα προέβλεπε ότι: «Αν και όλας τας θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς… την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος». Εξάλλου, κατά το Προσωρινόν Πολίτευμα που ψήφισε η Α’  Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1 Ιανουαρίου 1822, και κατά τον Νόμο της Επιδαύρου της Β΄ Εθνοσυνελεύσεως του Άστρους του 1823, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα καθορίστηκε η Ανατολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία. Επίσης, με το Σύνταγμα της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας του 1827, η Ανατολική Ορθόδοξη θρησκεία καθορίστηκε ως «θρησκεία της επικρατείας». Ακόμα και το Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης του 1822 ανέφερε ότι «Η επικρατούσα θρησκεία της Νήσου θέλει είναι η Ανατολική Ορθόδοξος…». Μάλιστα, στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου τονίζεται με έμφαση η πρωτοφανής διάταξη ότι «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες…». Με άλλα λόγια, στο πρώτο ελληνικό Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδος, καθιερώθηκε διάταξη με την οποία καθορίζεται πλήρης νομική ταύτιση μεταξύ ελληνικής ιθαγένειας και χριστιανικής πίστης! Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα σχεδόν αυτά τα Συντάγματα περιλαμβάνουν και προοίμιο, το οποίο με ελαφρές παραλλάξεις επικαλείται εν είδει όρκου το όνομα «της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος», κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα.

    Οι διατάξεις αυτές σε ουσιαστικό και σε συμβολικό επίπεδο έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκφράζουν ιστορικά τους στενούς δεσμούς ελληνισμού και Ορθοδοξίας και αναγνωρίζουν τη συμβολή της Εκκλησίας στην ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και της εθνικής μας παλιγγενεσίας (για την οποία άλλοτε θα γράψουμε αναλυτικά). Είναι δηλαδή μια ελάχιστη ανταμοιβή για όσα πολλά και μεγάλα έπραξε η Ορθόδοξη Εκκλησία για τη επιβίωση του έθνους και την ηθική και πνευματική ενίσχυση του ελληνικού λαού. Δεν θα μπορούσε ίσως να βρει κανείς πιο χαρακτηριστικό και πιο συμπυκνωμένο συμβολισμό, για να παραστήσει αυτή την ενότητα Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, παρά την αυτοσχέδια κυανόλευκη σημαία με το σταυρό του ηρωικού Παπαφλέσσα, που κατασκευάστηκε εκ του προχείρου όταν άρχισε η Επανάσταση από το αντερί ενός  ι ε ρ έ α  και από τη φουστανέλα ενός  π ο λ ε μ ι σ τ ή!

    Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή έντονων αμφισβητήσεων, που κατά βάθος αποτελούν μια κρίση ηθικών αξιών και μια κρίση ταυτότητας του αλλοπρόσαλλου λαού μας. Η αγάπη προς τη πατρίδα φτάσαμε να θεωρείται αδιακρίτως ως «εθνικισμός», η θρησκεία των πατέρων μας να λοιδωρείται και να χλευάζεται παντοιοτρόπως, με πρόφαση την δήθεν «ελευθερία της έκφρασης» ή «της τέχνης», ενώ κάποιοι άλλοι επιθυμούν να επιστρέψουν στη λατρεία του Δία και του Πάνα! Όμως, και η ελληνική πατρίδα και η Ορθόδοξη πίστη, μπορούν να ξαναγίνουν τα σταθερά, δοκιμασμένα και ακαταμάχητα ψυχικά αντιστύλια για κάθε Έλληνα, όπως ήσαν και για τους ευσεβείς και γενναίους προγόνους μας του 1821, που δεν δίστασαν να τα βάλουν με μια ολόκληρη αυτοκρατορία, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι!

     

     

    Ηλίας Γιαννικόπουλος
    Πρόεδρος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών

     
  • 40ημερο Μνημόσυνο Ντίνου Πανουσόπουλου

     

    Την Κυριακή στις 30 Μαρτίου 2025 και στις 10.00 πμ., στον ιερό ναό της Αγίας Αικατερίνης στο Ίλιον, θα λάβει χώρα το 40ημερο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως του πρόσφατα εκλιπόντος Ντίνου Αναστ. Πανουσόπουλου.

    Εκ της οικογένειάς του

     

     

     

     

    Opsarion.gr

     
  • Συνέντευξη του Μάνου Αναστασόπουλου – Η Τριλογία της Ειμαρμένης-Εκάτη

     

    Ο Μάνος Αναστασόπουλος, παραχώρησε πρόσφατα (12.03.2025) συνέντευξη στην πλατφόρμα του YouTube, στο κανάλι του Αλέξανδρου Στεφανόπουλου (AlexStefanopoulos), διάρκειας μιάς ώρας.

                Αφορμή για τη συνέντευξη αυτή στάθηκε ο πρώτος τόμος από το βιβλίο του «Η Τριλογία της Ειμαρμένης – Εκάτη». Ο συγγραφέας αναφέρεται σε κάθε λεπτομέρεια του έργου του και καλύπτει στο έπακρο τα ερωτήματα που λαμβάνει.

                Θετικότατη η παρουσίαση του συγγραφέα στη συνέντευξη αυτή όπως μπορείτε να δείτε, όπως λίαν θετικές είναι και οι βιβλιοκρισίες του έργου του από ανεξάρτητους κριτές.

                Ολόκληρη η συνέντευξη του Μάνου Αναστασόπουλου στο λινκ που ακολουθεί.

     

    https://www.youtube.com/watch?v=xxOfd_qSk54&t=1s


     

     

    Opsarion.gr

     
  • Πατάτες μπλούμ

     

    Οι πατάτες μπλούμ, υπήρξαν κάποτε -στην μακρά στρατιωτική μου θητεία (στον Έβρο)- το κύριο πιάτο της μέρας, ή μάλλον, επειδή δεν είχαμε πιάτα, η κύρια καραβάνα της μέρας. Σε καθημερινή σχεδόν βάση τρώγαμε πατάτες μπλούμ. Τη μία μέρα έβαζε ο μάγειρας μέσα στο μπλούμ και τυρί, την άλλη μέρα έβαζε σαλατικό, την τρίτη μέρα κάτι άλλο, αλλά το μπλούμ, μπλούμ. Φάγαμε πολύ μπλούμ στον Έβρο και για πάρα πολλά χρόνια μετά τη θητεία μου δεν έβαλα στο στόμα μου το έδεσμα αυτό. Ένιωθα κάποιου είδους αποστροφή. Τα χρόνια όμως πέρασαν.

                Για την πατάτα, κυκλοφορεί ευρέως μία ιστορία για το πως έμαθαν οι Έλληνες να την καταναλώνουν. Και μέσα στο παραμύθι αυτό, μπλέκουν τον πρώτο κυβερνήτης της χώρας, τον τρισμέγιστο Ιωάννη Καποδίστρια, ότι τάχα μου, όταν την έφερε στην Ελλάδα, επειδή οι άνθρωποι ήταν επιφυλακτικοί και δεν την κατανάλωναν, έβαλε φρουρούς τη μέρα για να φυλάνε τις αποθήκες με τις πατάτες αλλά τη νύχτα οι φρουροί αποσύρονταν, κι έτσι, οι συνηθισμένοι στην κλεψιά τότε Έλληνες, θεωρώντας ότι είναι πολύτιμη τροφή (για να την φυλάνε οι φρουροί), έκαναν ρεσάλτα τη νύχτα και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, μπήκε η πατάτα στη διατροφική μας συνήθεια. Όλο αυτό βέβαια είναι παραμύθι. Και ποια είναι η αλήθεια;

    Ο Γάλλος αγρονόμος Antoine Parmentier, ο οποίος επινόησε πρώτος τις τηγανιτές πατάτες και θεωρείται ο «πατριάρχης» της πατάτας στη Γαλλία, γνώρισε την καλλιέργειά της στην Πρωσία, όντας ο ίδιος αιχμάλωτος των Πρώσων στη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου (1756 – 1763). Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία μερίμνησε για την καλλιέργεια της πατάτας σε χωράφια που του παραχώρησε ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ο 16ος (1774 – 1792). Για τη διάδοση της πατάτας επινόησε το εξής τέχνασμα: έβαλε ένοπλους στρατιώτες να φρουρούν τους αγρούς, όπου καλλιεργούσαν πατάτες, και τους έδωσε εντολή να αποσύρονται τη νύχτα από τους αγρούς.

    Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορίας της διότι παρουσιάζει ενδιαφέρον[1]. «Υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες που πιστοποιούν την καλλιέργεια της πατάτας στην περιοχή των Άνδεων εδώ και 8.000 χρόνια περίπου. Η πατάτα ευδοκιμεί σε υψόμετρο μέχρι και 3.000 μέτρα, σε ύψη δηλαδή όπου δεν μπορεί πια να ευδοκιμήσει το καλαμπόκι και τα άλλα δημητριακά. Έχουν επισημανθεί ποικιλίες με μικρότερη θρεπτική αξία για τον άνθρωπο που ευδοκιμούν σε υψόμετρο μέχρι τα 5.000 μέτρα: οι διάφορες ποικιλίες πατάτας που έχουν καταγραφεί στην περιοχή των Άνδεων ανέρχονται στις 90. Η πατάτα και ο αραβόσιτος συνιστούν τη διατροφική βάση των ιθαγενών κατοίκων της Νοτίου Αμερικής. Οι Ίνκας αφήνουν τις πατάτες να παγώσουν και στη συνέχεια τις αποξηραίνουν, για να φτιάξουν ένα είδος αλευριού, το οποίο ονομάζουν chuno (τσούνιο).

    Το 1538 στο Εκουαδόρ οι πατάτες αναφέρονταν ως papas που στη γλώσσα των Ίνκας σημαίνει βολβός ή κόνδυλος. Οι Ισπανοί κατακτητές στο Περού είχαν επισημάνει την καλλιέργεια τα πατάτας ήδη από το 1539 και έτρεφαν τους Ινδιάνους εργάτες των ορυχείων αργύρου του Ποτοσί, στη σημερινή Βολιβία, με αποξηραμένες πατάτες.

    Στα μέσα του 16ου αιώνα οι Ισπανοί εισήγαγαν το νέο αυτό φυτό στην Ευρώπη, το οποίο έως τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαδοθεί σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Ο βοτανολόγος Gaspard Bauchin (Phytopinax, Βασιλεία 1596) είναι ο πρώτος που περιέγραψε το φυτό της πατάτας και της έδωσε την επιστημονική ονομασία solanum tuberosum. Ο Olivier de Serres επισημαίνει και περιγράφει με ακρίβεια την καλλιέργεια της πατάτας, ενώ ο Carolus Clusius έδωσε πρώτος τη βοτανική της περιγραφή, τη στιγμή που είχε ήδη κατακτήσει, σύμφωνα με δική του μαρτυρία, τα περισσότερα περιβόλια της Γερμανίας.

    Πολλές είναι οι ονομασίες της πατάτας λόγω της ομοιότητας του βολβού της με τους εδώδιμους βολβούς άλλων φυτών. Από την ομοιότητα του βολβού της πατάτας με το σπάνιο και πολύτιμο «υπόγειο» μανιτάρι tartuffo, που ευδοκιμεί στην Umbria, δόθηκε στην Ιταλία για την πατάτα η ονομασία tartuffo ή tartuffola, στη Γαλλία cartoufle ή trufle, στη Γερμανία kartoffel, και στη Ρωσία, όπου την εισήγαγαν γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα Γερμανοί άποικοι, kaptofelb.

    Η εισαγωγή στη Δυτική Ευρώπη ενός άλλου πολυετούς φυτού από τη Βόρεια Αμερική με εδώδιμους βολβούς, του ηλίανθου του κοδνυλόριζου, γνωστού και ως αγγινάρα της Ιερουσαλήμ ή κολοκάσι, το οποίο ονομάστηκε στην Ολλανδία erdappel και στη Γαλλία pomme de terre (μήλο της γης), έδωσε στη γνωστή μας πατάτα και την ονομασία pomme de terre ή, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά, γεώμηλον.

    Η γλυκοπατάτα ή ιπομοία μπατάτα (ipomoea batatas) της οικογένειας των κονβολβουλιδών, φυτό από την Κεντρική τροπική Αμερική με εδώδιμους βολβούς, πλούσιους σε άμυλο και σάκχαρο, ήταν ένα από τα φυτά τα οποία επισήμανε ο Χριστόφορος Κολόμβος κατά το πρώτο του ταξίδι, και το οποίο από πολύ νωρίς επικράτησε να ονομάζεται patatas. Λόγω της ομοιότητας του βολβού της γλυκοπατάτας (που σε πρώιμα ισπανικά κείμενα αναφέρεται ως batatas, patatas) με την πατάτα (solanum tuberosum), που έγινε γνωστή στους ευρωπαίους πολύ καιρό μετά την γλυκοπατάτα, η λέξη «πατάτα» κατέστη τελικά συνώνυμη και για τα δύο αυτά παρόμοια φυτά – η πατάτα μνημονεύεται για πρώτη φορά σε ελληνικό κείμενο, στη Νεωτερική Γεωγραφία των Δημητριέων (1971), ως «μήλο της γης».

    Στην Ευρώπη η πατάτα καλλιεργήθηκε αρχικά ως εξωτικό φυτό για τα άνθη της και μόνο σε βοτανικούς κήπους. Υπήρχε μία κοινωνική απαξίωση για τη διατροφική της αξία, ακόμα και από τους πιο φτωχούς ευρωπαίους αγρότες, διότι υπήρχε η αντίληψη πως η πατάτα ως τροφή ήταν πρόξενος πολλών ασθενειών. Οι Ιρλανδοί είναι οι πρώτοι απ’ όλους τους ευρωπαίους που εκτίμησαν τη διατροφική αξία της πατάτας. Ιρλανδοί μετανάστες εισήγαγαν και διέδωσαν την πατάτα στις ΗΠΑ, στην περιοχή του Londonderry το 1719, γι’ αυτό και στις ΗΠΑ επικράτησε αρχικά για την πατάτα η ονομασία irish potato. Άγγλοι και Ιρλανδοί στρατιώτες εισήγαγαν την πατάτα στην περιοχή της Φλάνδρας (1659) και Γάλλοι Ουγενότοι (προτεστάντες) στη Δανία το 1719. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας (1740 – 1786), υποστηρικτής της ανάπτυξης της γεωργίας, συνετέλεσε στη διάδοση της πατατο-καλλιέργειας αφού διέμεινε το 1744 στους αγρότες πατάτες και επέβαλε την υποχρεωτική καλλιέργειά της».

    Αρκετά όμως με την ιστορία της πατάτας, πάμε στη συνταγή της. Ενώ το νερό στην κατσαρόλα μας έχει πάρει να βράζει, ρίχνουμε τις πατάτες μας κομμένες σε μικρότερα μέρη. Ρίχνουμε επίσης κρεμμύδια ξερά ολόκληρα, δεν τα τεμαχίζουμε. Αμέσως μετά βάζουμε στην κατσαρόλα μας που βράζει και μια κουταλιά μπελτέ. Αρχίζουμε κι ανακατεύουμε με την κουτάλα μας αργά μέχρι να λιώσει ο μπελτές και να ενωθεί με το μείγμα μας. Ρίχνουμε και λίγο αλάτι αν θέλουμε, λίγο όμως διότι ο μπελτές είναι ήδη αλμυρός. Στη συνέχεια κόβουμε πράσινες πιπεριές σε μικρά κομμάτια και τα ρίχνουμε στην κατσαρόλα και φυσικά ανακατεύουμε που και που το μπλούμ μας. Στο τέλος, βάζουμε μέσα στο φαγητό μας ένα φύλλο δάφνης και δυό καυτερές πιπεριές και σε χαμηλή εννοείται φωτιά, σκεπάζουμε την κατσαρόλα μας.

    Εδώ να σημειώσω ότι, όχι μόνο εδώ αλλά σε όλα τα φαγητά ο καθένας μπορεί ν’ ακολουθήσει, ή μάλλον να παρεκκλίνει της δικής μου συνταγής προσθέτοντας ή αφαιρώντας -γιατί όχι- κάποια υλικά. Εδώ για παράδειγμα εγώ δίνω πράσινες πιπεριές, εσείς μπορεί να προτιμάτε κολοκύθια, μελιτζάνες ή κάτι άλλο.

    Όταν λοιπόν ετοιμαστεί το μπλούμ μας, το αποσύρουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε για λίγο να ηρεμήσει. Αμέσως μετά, βάζουμε λάδι, πιπέρι, ρίγανη και θυμάρι κι ανακατεύουμε αργά ώστε να ενοποιήσουμε το φαγητό μας.

    Σερβίρουμε… 

     

     

     

    Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος



    [1] Βασίλη Σιακωτού, «η διάδοση της πατάτας στον ελλαδικό χώρο», «Μνημοσύνη», Ετήσιον Περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεωτέρου Ελληνισμού. Τόμος Δέκατος Πέμπτος (15ος), σελίδες 315-332, 2001 – 2002. Ομοίως, με αναφορά στην πηγή και στο: http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1028:2012-03-12-19-48-00&catid=89