Ιστορία

    Οι πληροφορίες που έχουμε για το Ψάρι, πότε δημιουργήθηκε, ποιοι ήσαν οι πρώτοι κάτοικοί του, πως ακριβώς ζούσαν, τι σημαίνει το κάθε Τοπωνύμιο, είναι ελάχιστες και σε συνάρτηση με μία εποχή που χαρακτηρίζεται «σκοτεινή» από την ιστορική έρευνα. Σκοτεινή όμως όχι μόνο για το χωριό μας, που ακολούθησε ίδια πορεία με αυτή των υπολοίπων χωριών της περιοχής μας, της Αρκαδίας, της Ελλάδας γενικότερα, αλλά σκοτεινή για ολόκληρο τον κόσμο. 
    
     Η ιστορική έρευνα έχει αφήσει ένα μεγάλο μέρος ανέγγιχτο, ακριβώς επειδή δεν έχει τα στοιχεία εκείνα, τις πηγές, για να προχωρήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι εσαεί θα ισχύει η ίδια κατάσταση. Οι ερευνητές, πάντα ανακαλύπτουν μερικά σημεία που τα χρησιμοποιούν σαν αφετηρία και η ιστορία συνεχώς γράφεται ή συμπληρώνεται ή διορθώνεται. Η άποψη ότι «η ιστορία γράφτηκε και δεν ξαναγράφεται» που υποστηρίζεται από ορισμένους κύκλους, είναι τουλάχιστον αφελής.
    
     Τα Τοπωνύμια στο Ψάρι δεν έχουν ερμηνευθεί ποτέ συστηματικά και δεν έχει αποδοθεί η πραγματική τους σημασία. Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε γι’ αυτά ελάχιστα, από μία απλοϊκή σκοπιά. Η αποκρυπτογράφηση ενός Τοπωνυμίου, είναι σε θέση να μας δώσει υλικό που μας διέφευγε και παράλληλα να αναδείξει πτυχές της ιστορίας του τόπου μας,  άγνωστες μέχρι πρότινος.

     Ψάρι στο βουνό; Ναι, πέντε χωριά στην Πελοπόννησο  φέρουν το ίδιο όνομα
[1]. Στην Αρκαδία το Ψάρι απαντάται στους Δήμους  Ηραίας και Τρικολώνων. Και τα δύο στην επαρχία Γορτυνίας.

     Η επικρατέστερη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος είναι αυτή που παραθέτει ο Τάκης Μαύρος στα Γορτυνιακά
[2], κατατάσσοντας το Ψάρι σαν ελληνικό ανθρωπωνύμιο[3] (Ψάρη) και υποστηρίζει ότι οικογένεια πολυμελής και διασπαρμένη στην οποία ανήκουν πολλοί στρατιώτες, φέρει το όνομα
Psari[4]. Σε έναν από αυτούς, τον Σταμάτη, αφιερώνεται από τον Manoli Blessi ένα ποίημα που δημοσίευσε ο Andrea Muschio, Βενετία (MDLXXI), με τίτλο «Manoli Blessi Sopra la Presa de Margaritin». Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο στη διάλεκτο Grechesche που μιλούσαν οι «Στρατιώτες» στον ενετικό στρατό, γνωστότεροι και ως stradioti[5]

Δημογραφικά Στοιχεία
      Σύμφωνα με τα Οθωμανικά Αρχεία που ήλθαν στο φώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσα από τις σελίδες του Α’ Αρκαδικού Διαδικτυακού Συνεδρίου και στην εισήγηση του Τούρκου καθηγητή Ιστορίας κ. Levent Kayapinar, το Ψάρι, το 1461 μ.χ (ύστερο Βυζάντιο), είχε 59 σπίτια. Τα Οθωμανικά Κατάστιχα το αναφέρουν σαν Ipsari Haymana (νομάδες). Αυτό σημαίνει ότι, το Ψάρι προΰπήρχε μερικούς αιώνες και ήταν κοινωνία ακμάζουσα. Αυτό φαίνεται, αν κάποιος επισκεφτεί το παλιό ερειπωμένο χωριό. 

     Ήταν, το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, μετά τον Αρτοζήνο που είχε 172 σπίτια. Οι ειδικοί, υπολογίζουν κάθε σπίτι πως είχε 5,5 κατοίκους. Στο Ψάρι, με αυτούς τους επιστημονικά αποδεκτούς υπολογισμούς, στο χωριό μας το 1461 υπήρχαν 328 περίπου κάτοικοι. 

     Το ότι οι Ψαραίοι ήσαν νομάδες (το καλοκαίρι στο χωριό και το χειμώνα στους κάμπους), εξηγείται και από τις επόμενες ενετικές απογραφές και τις μεγάλες εναλλαγές που υπάρχουν σε αυτές.

    



Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος



[1] Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος δ. Φ «Τα χωριά του Φαλάνθου», σελ. 551.
       Το όνομα για κάθε άνθρωπο αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο για την ατομική του ζωή. Νοούνται δε τα ανθρωπωνύμια ως βαπτιστικά, οικογενειακά, πατρώνυμα, και παρωνύμια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα ονόματα των τόπων, τα γνωστά ως Τοπωνύμια, τα οποία αναλόγως της φύσεως των προσλαμβάνουν και ειδικώτερα ονόματα (υδρώνυμα, φυτώνυμα, αγιωνύμια, κλπ.). Ο κάθε τόπος, μικρός, μεγάλος, ορεινός, πεδινός, παραλιακός, χέρσος, δασώδης, καλλιεργούμενος, σχετίζεται αμέσως και εμμέσως με την καθόλου ζωή του ανθρώπου και γενικότερα κάθε λαού, διότι συνδέεται στενά με τον εν γένει βίο του. Ο σύνδεσμος λοιπόν με τον τόπο είναι επώνυμος. 

[2] Γορτυνιακά 2ος τόμος 1978 σελ 320.  
       Psari Zorzi (1504), P. Dimitri και Nicolo του ποτέ Stamati Psarena Zorzi, da Napoli (1548) και P. Piero του ποτέ Vatti (1552).


 [3] Γορτυνιακά 2ος τόμος 1978 σελ 304.
      Τα Τοπωνύμια φαίνεται να προέρχονται από ονόματα βαπτιστικά ή οικογενειακά επίθετα προσώπων, προφανώς ιδιοκτητών γης Ελλήνων ή Αλβανών, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοιες» ή είχαν καταληφθεί με το δικαίωμα του ισχυρότερου από τους Έλληνες και Αλβανούς «Στρατιώτες» για ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Και οι Ενετοί όμως παραχωρούσαν τόπους σε εκείνους που τους υπηρετούσαν υπό τον όρο να συντηρούν ωρισμένον αριθμό, συνήθως 1 ή 2 αλόγων και ανάλογο στρατιωτών. Σε καταστάσεις και άλλα έγγραφα των στρατιωτικών ενετικών αρχών οφείλουμε σχεδόν τις πληροφορίες γι’ αυτούς.
  

[4]  «Είσαγωγή στην ελληνική ονοματολογία» του Χαράλαμπου Συμεωνίδη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
      Σλαβικής αρχής τοπωνύμια με αλβανική προέλευση. Πρώτος ο Κ. Σάθας παλιότερα είχε υποστηρίξει – και τον ακολούθησαν και άλλοι, ότι σχεδόν το σύνολο των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας οφείλεται σε Αλβανούς που τα μετέφεραν στους ελληνικούς χώρους εγκατάστασής τους. Νεώτεροι ερευνητές, ανάμεσα στους οποίους την πρώτη θέση κατέχει ο M. Vasmer, απέδειξαν ότι η άποψη αυτή του Σάθα είναι υπερβολική, για να δεχτούμε ότι ένα σλαβικής αρχής τοπωνύμιο μεταφέρθηκε από Αλβανούς στην Ελλάδα πρέπει να συντρέχουν λόγοι μορφολογικοί ιδίως και άλλοι που να πιστοποιούν την αλβανική μεσολάβηση. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: Γκολέμι (το) τοπωνύμιο στην Ηραία κ.λπ. αλβ επών Golemi που απαντάται ως τοπωνύμιο σε πολλές περιοχές της Αλβανίας. Παλαιοσλάβικο Golemb μεγάλος. Επίσης Ψάρι, αλβ επών Psari, που απαντά ως τοπωνύμιο στην Αλβανία και παλαιοσλαβικό pbsarb εκτροφέας σκύλων.


[5]Τάσου Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, 1972 τόμος Α’ σελ. 158 - 160
     Δια του όρου αυτού που προέρχεται από την ελληνικήν λέξιν στρατιώται, νοούνται τα άτακτα εκείνα στρατιωτικά σώματα, που ενθυμίζουν τους ακρίτας του Βυζαντίου, ανεξαρτήτως αν έχουν μεγάλην �? μικράν μετ’ αυτών σχέσιν. Τα σώματα αυτά εμισθώνοντο παρά των Ενετών, ήσαν ελαφρά ωπλισμένα και ομοιόμορφα, εκρατούσαν δηλ. λόγχην, �? σπαθί καμπύλον, το γνωστότατον γιαταγάνι, ή ρόπαλον. Οι
stardioti ήσαν έφιπποι, γενναίοι, σκληραγωγημένοι πολεμισταί, που ετρομοκρατούσαν τους Τούρκους με τα ανδραγαθήματά των και τον φανατισμόν των, αγωνιζόμενοι κάτω από την προστατευτικήν σημαίαν, που έφερε την εικόνα του αγίου Γεωργίου. Οι Πελοποννήσιοι stradioti Έλληνες και Αλβανοί είχον αναδειχθή ως οι πλέον ορμητικοί και μαχητικοί και δεν έδρασαν μόνον εντός της Πελοποννήσου αλλά και εις τας χώρας της Δυτικής Ευρώπης και ιδίως την Ιταλίαν, όσον και την Ισπανίαν, ως μισθωτοί καθ’ όλην την διάρκειαν του ΙΕ’ και ΙΖ’ αιώνος. Όσον όμως και αν ετίμησαν οι περίφημοι Έλληνες stradioti
με τα ανδραγαθήματά των το ελληνικόν όνομα, ιδία εις τα ξένα, εν τούτοις θλιβερόν είναι ότι επολεμούσαν και εφονεύοντο δια ξένα συμφέροντα, οι δε περίφημοι αρχηγοί των συνέδεσαν το όνομά των με την πολεμικήν ιστορίαν ξένων κρατών ως ουραγοί των επιχειρ�?σεων μιάς ανωμάλου και αχαρίστου δια την πατρίδα των εποχής. Ιδιαιτέρως ωστόσον πρέπει να εξαρθή η αποφασιστικότης των σωμάτων τούτων και το κατά των Τούρκων μίσος των, διότι αδιαφορούσαν δια την ζωήν των και εννοούσαν να πολεμήσουν με πάθος κυρίως κατά των κατακτητών της πατρίδας, παρά το γεγονός ότι η συμπεριφορά των κυρίων των ήτο συχνά προβληματική και σκληρά δι’ αυτούς που εδείκνυον τόσην αφοσίωσιν εις τον πόλεμον. 

     Ασθενές σημείον της ζωής των
stradioti είναι ο άτακτος βίος που διήγον λόγω της απληστίας των, που τους παρέσυρεν εις αρπαγάς και εις χάριν αυτών επιχειρήσεις. Αλλ’ η αδυναμία αύτη ωφείλετο κατά μέγα μέρος εις τους κυρίους των, διότι άφηναν ουχί σπανίως τα ένοπλα σώματα αυτά χωρίς μισθόν και χωρίς τα μέσα εφοδιασμού. Εις την προκειμένην περίπτωσιν του πρώτου Ενετο – τουρκικού πολέμου οι stradiotiείχον παραμείνει επί διετίαν χωρίς μισθόν και έπρεπε εν τούτοις να συντηρηθούν και να δώσουν περιεχόμενον εις το επάγγελμά των. Δια τούτο εξετρέποντο εις εκθέσμους ενεργείας, αλλ’ όχι μόνον εις βάρος των εχθρών, όσον και εις βάρος των περιοχών που ήλεγχον. Ο πληθυσμός εδέχετο τους Ενετούς μετά των ατάκτων σωμάτων των stradioti ως ελευθερωτάς και έσπευδε να συνταχθή υπό την σημαίαν του αγίου Μάρκου, αλλ’ αι ατυχείς επιχηρ�?σεις και αι ακολουθούσαι αρπαγαί και βιαιοπραγίαι απεγοήτευον τον κόσμον. Πολλοί μετακινούντο εις τα όρη και τα οχυρά καταφύγια. Η Μάνη και η Τσακωνιά λόγω των απόμερων θέσεών των εδέχθησαν πολλούς πρόσφυγας Πελοποννησίους, που εγκατέλειπον τα εδάφη των ακαλλιέργητα και ανεστάτωναν την φυσιολογικήν κατανομήν του πληθυσμού και την γεωργικήν οικονομίαν.

Τελευταία ανανέωση ( 26.12.11 )