Ο Γυμνοχαίρων στο Φαγοδέτη ...

Αρχαίων επιστολές

(Παρασιτική)

 

Γυμνοχαίρων Φαγοδαίτη

     Εθεάσω οίά με ειργάσατο ο κατάρατος ούτος κουρεύς ο προς τη οδώ; Λέγω δε τον άδόλεσχον και λάλον, τον τα έκ Βρεντησίου προτιθέμενον έσοπτρα, τον τους χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, τον ταίς μαχαιρίσι κυμβαλισμόν εύρυθμον ανακρούοντα.

     Ως γάρ αφικόμην ξυρείσθαι την γενειάδα βουλόμενος, ασμένως τε εδέξατο και έφ’ υψηλού θρόνου καθίσας σινδόνα καινήν περιθείς πράως εύ μάλα κατέφερέ μοι των γνάθων τον ξυρόν αποψιλών το πύκνωμα των τριχών. Αλλ’ έν αυτώ τούτω πανούργος ήν και σκαιός. Έλαβε γάρ τούτο παρά μέρος ποιών και ού κατά πάσης της γνάθου, ώστε υπολειφθήναι μοι πολλαχού μέν δασείαν πολλαχού δε λείαν την σιαγόνα.

     Εγώ μέν ούκ ειδώς την πανουργίαν ωχόμην κατά το ειωθός άκλητος εις Πασίωνος. Οι συμπόται δε ως είδον, εξέθανον τώ γέλωτι, έως αγνοούντα με έφ’ ότω γελώσιν είς τις είς μέσους παρελθών των απολειφθεισών τριχών επιλαβόμενος είλκυσεν, εκείνας μέν ούν περιπαθώς κοπίδα λαβών απερρίζωσα, έτοιμος δε είμι ξύλον ευμεγέθες ανελόμενος κατά του βρέγματος πατάξαι τον αλιτήριον.

Ά γάρ οί τρέφοντες παίζουσι, ταύτα μη τρέφων ετόλμησεν.  

 

Ο Γυμνοχαίρων στο Φαγοδέτη

     Είδες τι μούκανε ο καταραμένος αυτός κουρέας, που έχει μαγαζί στο δρόμο; Εννοώ εκείνον τον φλύαρο και ομιλητικό, αυτόν που εκθέτει προς πώληση μπρούτζινους καθρέπτες από το Βρεντήσιον, αυτόν που εξημερώνει τα κοράκια και που παίζει ρυθμικό ταμπούρλο με μαχαίρια.

     Όπως πήγα με πρόθεση να ξυρίσω την γενειάδα μου, αυτός με δέχτηκε με τσιριμόνιες και αφού με κάθησε σ’ ένα ψηλό σκαμνί, μούβαλε γύρω στο λαιμό ένα καθαρό σεντόνι, άρχισε πολύ μαλακά να με χαϊδεύει στα μάγουλα με το ξυράφι, αφαιρώντας μου τους θάμνους των τριχών. Ταυτοχρόνως όμως υπήρξε πανούργος και βάναυσος. Κι άρχισε να μη μου ξυρίζει όλο το σαγόνι, έτσι ώστε να υπολειφθούν, αλλού τριχωτά κι αλλού ξυρισμένα τα σαγόνια μου.

     Εγώ, αγνοώντας την πανουργία, πήγα, κατά τη συνήθειά μου, απρόσκλητος, στου Πασίωνος. Οι συνδαιτημόνες βλέποντας με πέθαναν στα γέλια κι εγώ αγνοούσα γιατί γελούν, ωσότου κάποιος βγήκε στη μέση και μου τράβηξε, πιάνοντάς τες, τις τρίχες που είχαν μείνει. Και τις μέν τρίχες ξερίζωσα, αφού πήρα ένα κοπίδι και ετοιμάστηκα, παίρνοντας ένα μεγάλο ξύλο, να σπάσω το κεφάλι του αλιτήριου του κουρέα.

Τα παιχνίδια που μου κάνουν όσοι με τρέφουν, τα τόλμησε ένας που δεν με τρέφει! 

 

 

 

 

Opsarion.gr