Ο καιρός στο Ψάρι
Αναζήτηση
Online Επισκέπτες
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 29 επισκέπτες και κανένα μέλος
Ο Μενεκλείδης στον Ευθυκλή ...
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις Σάββατο, 28 Σεπτεμβρίου 2013 08:12
- Εμφανίσεις: 3057
Αρχαίων επιστολές
(Εταιρική)
Μενεκλείδης Ευθυκλεί
Οίχεται Βακχίς ή καλή, Ευθύκλεις φίλτατε, οίχεται, πολλά τέ μοι καταλιπούσα δάκρυα και έρωτος όσον ηδίστου τότε τοσούτον πικρού νύν μνήμην, ού γάρ εκλήσομαι ποτέ Βακχίδος, ούχ ούτος έσται χρόνος, όσην συμπάθειαν ενεδείξατο.
Απολογίαν εκείνην καλών ούκ αν τις αμαρτάνοι του των εταιρών βίου. Και εί συνελθούσαι άπασαι πανταχόθεν εικόνα τινά αυτής έν Αφροδίτης ή Χαρίτων θείεν, δεξιόν αν τι μοι ποιήσαι δοκούσιν, το γάρ θρυλούμενον υπό πάντων, ως πονηραί, ως άπιστοι, ως προς το λυσιτελές βλέπουσαι μόνον, ως αεί του δίδοντος, ως τίνος γάρ ούκ αίτιαι κακού τοις εντυγχάνουσι, διαβολήν επέδειξεν έφ’ εαυτής άδικον. Ούτω προς την κοινήν βλασθημίαν τώ ήθει παρετάξατο.
Οίσθα τον Μήδειον εκείνον τον από της Συρίας δευρί κατάραντα μεθ’ όσης θεραπείας και παρασκευής εσόβει, ευνούχους υπισχνούμενος και θεραπαίνας και κόσμον τινά βαρβαρικόν. Και όμως ήκοντα αυτόν ού προσίετο, αλλ’ υπό τούμόν ηγάπα κοιμωμένη χλανίσκων το λιτόν τούτο και δημοτικόν, και τοίς παρ’ ημών γλίσχρως αυτή πεμπομένοις επανέχουσα τάς σατραπικάς εκείνας και πολυχρύσους δωρεάς διωθείτο. Τι δαί; Τον Αιγύπτιον έμπορον ως απεσκοράκισεν όσον αργύριον προτείνοντα, ουδέν εκείνης άμεινον εύ οίδ’ ότι γένοιτ’ άν. Ως χρηστόν ήθος ούκ είς ευδαίμονα βίου προαίρεσιν δαίμων τις υπήνεγκεν. Είτ’ οίχεται ημάς απολιπούσα και κείσεται λοιπόν μόνη η Βακχίς.
Ως άδικον, ώ φίλαι Μοίραι. Έδει γάρ αυτή συγκατακείσθαι με και νύν ως τότε. Αλλ’ εγώ μέν περίειμι και τροφής ψαύω και διαλέξομαι τοίς εταίροις, ή δε ουκέτι με φαιδροίς τους όμμασιν όψεται μειδιώσα, ουδέ ίλεως και ευμενής διανυκτερεύσει τοίς ήδίστοις εκείνοις κολάσμασιν. Αρτίως μέν οίον εφθέγγετο, οίον έβλεπεν, όσαι ταίς ομιλίαις αυτής σειρήνες ενίδρυντο, ως δε ηδύ τι και ακήρατον από των φιλημάτων νέκταρ έσταζεν. Έπ’ άκροις μοι δοκεί τοίς χείλεσιν αυτής εκάθισεν ή Πειθώ. Άπαντα εκήλει ή γε τον κεστόν υπέζωστο, όλαις ταίς Χάρισι την Αφροδίτην δεξιωσαμένη.
Έρρει τα παρά τάς προπόσεις μινυρίσματα, και ή τοίς ελεφαντίνοις δακτύλοις κρουομένη λύρα έρρει. Κείται δε η πάσαις μέλουσα Χάρισι κωφή λίθος και σποδιά, και Μέγαρα μέν ή ιππόπορνος ζή, ούτω Θεαγένην συλήσασα ανηλεώς ως έκ πάνυ λαμπράς ουσίας τον άθλιον χλαμύδιον αρπάσαντα και πέλτην οίχεσθαι στρατευσόμενον. Βακχίς δε ή τον εραστήν φιλούσα απέθανε. Ράων γέγονα προς σε αποδυράμενος, Ευθύκλεις φίλτατε. Ηδύ γάρ μοί τι δοκεί περί εκείνης και λαλείν και γράφειν. Ουδέν γάρ ή το μεμνήσθαι καταλέλειπται. Έρρωσο.
Ο Μενεκλείδης στον Ευθυκλή
Πέθανε η ωραία Βακχίς, Ευθυκλή φίλτατε, έφυγε, αφήνοντας μου πολλά δάκρυα και έρωτα τόσο γλυκό στο παρελθόν και τόσο πικρό τώρα που τον αναπολώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη Βακχίδα όσος καιρός κι αν περάσει. Πόση συμπάθεια μούδειξε!
Υπερασπιζόμενος εκείνη δεν αμαρτάνει κανείς γύρω από το βίο των εταιρών. Και αν όλες μαζευτούν από παντού και αναθέσουν κάποιο άγαλμα της Αφροδίτης ή των Χαρίτων νομίζω πως θα κάνουν άγια πράξη. Αυτό που λένε πως είναι άπιστες και πονηρές και συμφεροντολόγες, ότι πάντα είναι στο πλευρό αυτού που τους δίνει, είναι άδικη διαβολή και αυταπόδεικτη, γιατί δεν είναι αιτία κακού για όσους συναναστρέφονται. Έτσι αντιπαρατάσσουν το ήθος τους στην κοινή δυσμενή εντύπωση.
Ξέρεις εκείνον τον Μήδειο από τη Συρία που ήρθε κατά εδώ με όλο το υπηρετικό του προσωπικό και τα πράγματά του και της υπόσχεται δούλους ευνούχους και δούλες και κάθε βαρβαρικό στόλισμα. Και όμως όταν έφτασε αυτός εδώ δεν τον ζύγωνε και αγαπούσε να κοιμάται κάτω απ’ το πανωφόρι μου, το φτωχικό και λαϊκό και αρκούνταν στα όσα λιγοστά της έστελνα, αποκρούοντας τις σατραπικές και πολύχρυσες δωρεές εκείνου. Και λοιπόν, έστειλε ακόμη στο διάβολο και τον Αιγύπτιο έμπορο, παρόλο το χρυσάφι που της πρότεινε. Δεν υπάρχει καμιά καλύτερη απ’ αυτήν και κανένας δαίμονας δεν την σπρώχνει στο να προτιμήσει ένα ευδαίμονα βίο. Και να που μας άφησε κι έφυγε και κοιμάται μόνη στον τάφο η Βακχίς.
Άδικο αγαπημένες Μοίρες. Έπρεπε να κοιμούμαι και τώρα μαζί της, όπως στο παρελθόν. Αλλά εγώ περπατώ, τρώω, και μιλώ με τους συντρόφους, ενώ εκείνη δεν θα με ξανακοιτάξει με τα γελαστά της μάτια, ούτε πονόψυχη και καλή, θα περάσει μαζί μου τη νύχτα με τα γλυκύτατα εκείνα χάδια της. Χτες ακόμα έβλεπε, μιλούσε, και η ομιλία της έμοιαζε με σειρήνας και το μέλι από τα φιλιά της έσταζε ανόθευτο και γλυκό. Νόμιζα πως είχε απλωθεί στα χείλη της η Πειθώ. Όλα τα είχε πάνω της, λες και είχε ζεστή τη μαγική ζώνη των Χαρίτων για να υποδεχτεί την Αφροδίτη.
Τραγουδούσε τα στιχάκια στις προπόσεις και η λύρα λαλούσε κάτω από τα φιλντισένια δάχτυλά της. Και τώρα αυτή που μοιάζει με όλες τις Χάριτες κείτεται σαν άψυχος λίθος και στάχτη, ενώ η φοράδα η πόρνη Μέγαρα ζει, αυτή που έγδυσε ανηλεώς τον Θεαγένη από την τεράστια περιουσία του κι αυτός πήρε μια άθλια χλαμύδα και ένα τόξο και πήγε στο στρατό. Η Βακχίς, που λάτρευε τον εραστή της, πέθανε. Είναι γλυκό για μένα να μιλώ και να γράφω για κείνη. Δεν έχει αφήσει τίποτα πίσω της, εκτός από την αγαθή μνήμη της. Γειά σου.
Opsarion.gr