Ἀλφειός ...

 Πρίν πό 108 περίπου αἰῶνες, εχα τήν λικία τήν σημερινή, μουν δηλαδή νήλικας. Πολλά καί θαυμαστά πράγματα ζησα τόν καιρό κενο πού καλό εναι νά μήν επωθον λα παρά λάχιστα καί ατά πιγραμματικά. Δέν χουν νόημα γιά σένα φο ζες μόνο γιά τό παραμύθι, νῶ ν κούσεις τήν λήθεια, σίγουρα θά σέ κπλήξει καί δέν θά τήν κατανοήσεις. Στήν θαυμαστή κείνη ποχή, φύση βρισκόταν σέ πόλεμο, σέ ναταραχή, σεισμοί ταρακουνοσαν τή γ, βουνά χάνονταν καί γεννιόντουσαν, χαράδρες σχηματίζονταν διαλύονταν, νερά μφανίζονταν χάνονταν, φωτιές ξεπηδοσαν πό τά σκοτεινά βάθη καί σκέπαζαν τόν ορανό, τρομακτικοί χοι διαλαλοσαν τήν ματαιότητα τς ζως, καί σύ θυμμαι, φώναζες τούς θεούς νά σέ σώσουν. Δέν ξερες, δέν φανταζόσουν, τι λη κείνη συμφορά, καί ελογία μπορες νά τήν πες, πό τούς θεούς προερχόταν. λλαζαν τήν μορφή το κόσμου καί δέν νοιαζόντουσαν διαίτερα γιά τήν δική σου στεροφημία, σουν στά σχέδια τους σάν μέρος το καθολικο σχεδίου, λοκληρωτικο στή σύλληψη καί στήν κτέλεσή του.

 Κάτω πό μία βελανιδιά κοιμόμουν το καλο καιρο, τά φύλλα της μιλοσαν μεταξύ τους μέ τήν κίνηση τοῦ έρα καί δρόσιζαν τό κουρασμένο σμα μου. Μόλις εχα τελειώσει τήν δουλειά μου καί γειρα νά ξεκουραστ καί γρήγορα μέ εχε πάρει ὁ πνος. Μέ ξύπνησε μία μακρινή βουή, να λλόκοτο γκομαχητό τς γής, χι, δέν ταν σεισμός, ταν κάτι πρωτόγνωρο γιά μένα θυμμαι. νακάθισα πό τόν βαθύ πνο καί ματιά μου τρεξε συνείδητα κάτω στόν πέραντο κάμπο πού τόν σχιζε ὁ λφειός ποταμός. Στά νερά του, βαρκάρηδες κούγονταν νά φωνάζουν, κωπηλάτες δρωναν πό τήν ντίσταση το νερο, ψαράδες βγαζαν τά δίκτυα τους γεμάτα ψάρια καί ρχιζαν στούς μικρούς μώλους νά ξεψαρίζουν, ταν καταπληκτική κείνη ἡ ρα, ὁ λιος μόλις εχε πάρει τόν κατήφορο γιά τήν χάση του καί χιλιάδες ποχρώσεις τν χρωμάτων δειχναν τόν παράδεισο. λλά ταν ἡ ρα τς κόλασης, μονομις, νας χος πού δέν περιγράφεται, σκέπασε τούς κάμπους καί τά βουνά καί μπροστά στά μάτια μου βλεπα τόν λφειό νά ποσύρεται. Ναί, τεράστιος γκος του, τό μέτρητο πλάτος του, χωρίς λόγια μορφάδα του, χάθηκαν σάν κάποιος μέ τό ραβδί του νά ξαφάνισε τήν δάτινη ντότητα μέ μία κίνηση. Ο βαρκάρηδες καί ο ψαράδες, ξαφανίστηκαν μαζί μέ τά νερά του. Τί εχε συμβε;

 Δέν συνέβη κάτι διαίτερο μέ λη κείνη τήν κοσμοχαλασιά, ὁ λφειός, στερημένος σεξουαλικά πως γνωρίζεις, κανε μία μεγάλη βουτιά στά γκατα τς γής γιά νά προλάβει τήν παρθένα ρετοσα καί νά τήν στριμώξει στίς χθες του, πως καλή ρα στρίμωχνε Ποσειδώνας τήν Δήμητρα στήν κουπαστή το στάβλου. ταν μως τόση λαχτάρα το ποταμο γιά συνεύρεση μέ τό μορφοκόριτσο, πού δέν πολόγισε τήν καταστροφή πού θά φηνε πίσω του, καί τό κακό γινε, τά νερά του χάθηκαν κολουθώντας σέ πόγειες διαδρομές τήν κυνηγημένη κόρη. Στά ψηλότερα, μειναν λίγοι μμόλοφοι μέ βότσαλα νά θυμίζουν τήν μεγαλοσύνη του μά καί τήν ξεροκεφαλιά του. Κόσμος καί κοσμάκης χάθηκε, πλάνταξε στό μοιρολόι κάμπος, χι τόσο γιά ατούς πού χάθηκαν στίς καταβόθρες, χι βέβαια, πλάνταξε στήν στεναχώρια γιά τίς καλές ψαριές πού χασε. πό τήν δύσκολη κείνη ρα τς ρωτικς παραζάλης, ὁ λφειός γινε πως σύ τόν βλέπεις σήμερα καί τόν θαυμάζεις, σκέψου μως πώς ταν στήν διαρκῆ γαμία του. κτονώθηκε κάπως ἡ γριότητα τς φύσης στόν κάμπο μόνο ταν τά γλυκά νερά του μπλέχτηκαν μέ τά λμυρά πέναντι στήν Σικελία. Κι’ κε πού εδε πάλι τήν κόρη ξαναμμένη πό τήν ρνηση, καί τοιμαζόταν νά τς ρμήσει, ατή γινε βρύση, λένε, καί πό τότε γεννήθηκε παροιμία: φτασε στήν βρύση λλά νερό δέν πιε.

 

 

 

 

 

 Βασίλης Κ. Ἀναστασόπουλος 

Μικρό απόσπασμα ἀπό το βιβλίο:

Φύλακας τς ρχαίας ραίας & οπόκρυφες πόλεις της