Ο καιρός στο Ψάρι
Αναζήτηση
Online Επισκέπτες
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 18 επισκέπτες και κανένα μέλος
Ἀλφειός ...
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις Παρασκευή, 23 Νοεμβρίου 2018 17:53
- Εμφανίσεις: 2127
Πρίν ἀπό 108 περίπου αἰῶνες, εἶχα τήν ἡλικία τήν σημερινή, ἤμουν δηλαδή ἐνήλικας. Πολλά καί θαυμαστά πράγματα ἔζησα τόν καιρό ἐκεῖνο πού καλό εἶναι νά μήν εἰπωθοῦν ὅλα παρά ἐλάχιστα καί αὐτά ἐπιγραμματικά. Δέν ἔχουν νόημα γιά σένα ἀφοῦ ζεῖς μόνο γιά τό παραμύθι, ἐνῶ ἄν ἀκούσεις τήν ἀλήθεια, σίγουρα θά σέ ἐκπλήξει καί δέν θά τήν κατανοήσεις. Στήν θαυμαστή ἐκείνη ἐποχή, ἡ φύση βρισκόταν σέ πόλεμο, σέ ἀναταραχή, σεισμοί ταρακουνοῦσαν τή γῆ, βουνά χάνονταν καί γεννιόντουσαν, χαράδρες σχηματίζονταν ἤ διαλύονταν, νερά ἐμφανίζονταν ἤ χάνονταν, φωτιές ξεπηδοῦσαν ἀπό τά σκοτεινά βάθη καί σκέπαζαν τόν οὐρανό, τρομακτικοί ἦχοι διαλαλοῦσαν τήν ματαιότητα τῆς ζωῆς, καί σύ θυμᾶμαι, φώναζες τούς θεούς νά σέ σώσουν. Δέν ἤξερες, δέν φανταζόσουν, ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ συμφορά, καί εὐλογία μπορεῖς νά τήν πεῖς, ἀπό τούς θεούς προερχόταν. Ἄλλαζαν τήν μορφή τοῦ κόσμου καί δέν νοιαζόντουσαν ἰδιαίτερα γιά τήν δική σου ὑστεροφημία, ἤσουν στά σχέδια τους σάν μέρος τοῦ καθολικοῦ σχεδίου, ὁλοκληρωτικοῦ στή σύλληψη καί στήν ἐκτέλεσή του.
Κάτω ἀπό μία βελανιδιά κοιμόμουν τοῦ καλοῦ καιροῦ, τά φύλλα της μιλοῦσαν μεταξύ τους μέ τήν κίνηση τοῦ ἀέρα καί δρόσιζαν τό κουρασμένο σῶμα μου. Μόλις εἶχα τελειώσει τήν δουλειά μου καί ἔγειρα νά ξεκουραστῶ καί γρήγορα μέ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Μέ ξύπνησε μία μακρινή βουή, ἕνα ἀλλόκοτο ἀγκομαχητό τῆς γής, ὄχι, δέν ἦταν σεισμός, ἦταν κάτι πρωτόγνωρο γιά μένα θυμᾶμαι. Ἀνακάθισα ἀπό τόν βαθύ ὕπνο καί ἡ ματιά μου ἔτρεξε ἀσυνείδητα κάτω στόν ἀπέραντο κάμπο πού τόν ἔσχιζε ὁ Ἀλφειός ποταμός. Στά νερά του, βαρκάρηδες ἀκούγονταν νά φωνάζουν, κωπηλάτες ἵδρωναν ἀπό τήν ἀντίσταση τοῦ νεροῦ, ψαράδες ἔβγαζαν τά δίκτυα τους γεμάτα ψάρια καί ἄρχιζαν στούς μικρούς μώλους νά ξεψαρίζουν, ἦταν καταπληκτική ἐκείνη ἡ ὥρα, ὁ ἥλιος μόλις εἶχε πάρει τόν κατήφορο γιά τήν χάση του καί χιλιάδες ἀποχρώσεις τῶν χρωμάτων ἔδειχναν τόν παράδεισο. Ἀλλά ἦταν ἡ ὥρα τῆς κόλασης, μονομιᾶς, ἕνας ἦχος πού δέν περιγράφεται, σκέπασε τούς κάμπους καί τά βουνά καί μπροστά στά μάτια μου ἔβλεπα τόν Ἀλφειό νά ἀποσύρεται. Ναί, ὁ τεράστιος ὄγκος του, τό ἀμέτρητο πλάτος του, ἡ χωρίς λόγια ὀμορφάδα του, χάθηκαν σάν κάποιος μέ τό ραβδί του νά ἐξαφάνισε τήν ὑδάτινη ὀντότητα μέ μία κίνηση. Οἱ βαρκάρηδες καί οἱ ψαράδες, ἐξαφανίστηκαν μαζί μέ τά νερά του. Τί εἶχε συμβεῖ;
Δέν συνέβη κάτι ἰδιαίτερο μέ ὅλη ἐκείνη τήν κοσμοχαλασιά, ὁ Ἀλφειός, στερημένος σεξουαλικά ὅπως γνωρίζεις, ἔκανε μία μεγάλη βουτιά στά ἔγκατα τῆς γής γιά νά προλάβει τήν παρθένα Ἀρετοῦσα καί νά τήν στριμώξει στίς ὄχθες του, ὅπως καλή ὥρα στρίμωχνε ὁ Ποσειδώνας τήν Δήμητρα στήν κουπαστή τοῦ στάβλου. Ἦταν ὅμως τόση ἡ λαχτάρα τοῦ ποταμοῦ γιά συνεύρεση μέ τό ὀμορφοκόριτσο, πού δέν ὑπολόγισε τήν καταστροφή πού θά ἄφηνε πίσω του, καί τό κακό ἔγινε, τά νερά του χάθηκαν ἀκολουθώντας σέ ὑπόγειες διαδρομές τήν κυνηγημένη κόρη. Στά ψηλότερα, ἔμειναν λίγοι ἀμμόλοφοι μέ βότσαλα νά θυμίζουν τήν μεγαλοσύνη του μά καί τήν ξεροκεφαλιά του. Κόσμος καί κοσμάκης χάθηκε, πλάνταξε στό μοιρολόι ὁ κάμπος, ὄχι τόσο γιά αὐτούς πού χάθηκαν στίς καταβόθρες, ὄχι βέβαια, πλάνταξε στήν στεναχώρια γιά τίς καλές ψαριές πού ἔχασε. Ἀπό τήν δύσκολη ἐκείνη ὥρα τῆς ἐρωτικῆς παραζάλης, ὁ Ἀλφειός ἔγινε ὅπως ἐσύ τόν βλέπεις σήμερα καί τόν θαυμάζεις, σκέψου ὅμως πώς ἦταν στήν διαρκῆ ἀγαμία του. Ἐκτονώθηκε κάπως ἡ ἀγριότητα τῆς φύσης στόν κάμπο μόνο ὅταν τά γλυκά νερά του μπλέχτηκαν μέ τά ἁλμυρά ἀπέναντι στήν Σικελία. Κι’ ἐκεῖ πού εἶδε πάλι τήν κόρη ξαναμμένη ἀπό τήν ἄρνηση, καί ἑτοιμαζόταν νά τῆς ὁρμήσει, αὐτή ἔγινε βρύση, λένε, καί ἀπό τότε γεννήθηκε ἡ παροιμία: ἔφτασε στήν βρύση ἀλλά νερό δέν ἤπιε.
Βασίλης Κ. Ἀναστασόπουλος
Μικρό απόσπασμα ἀπό το βιβλίο:
Ὁ Φύλακας τῆς ἀρχαίας Ἡραίας & οἱἀπόκρυφες πόλεις της