Τα "παράξενα" του χωριού ...

Είχα να πάω μέρες πολλές στο χωριό. Κάθε φορά το προγραμμάτιζα και κάθε φορά όλο και κάτι συνέβαινε την τελευταία στιγμή και το ανέβαλα. Τη φορά ετούτη, δεν το είπα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, σηκώθηκα το Σάββατο το πρωί, πήρα την Αττική Οδό και στη συνέχεια το «γνωστό δρόμο».

     Η εθνική είχε αρκετή κίνηση αν και πρωί ακόμα – ο λαός ξεχυνόταν (και λόγω τριημέρου) στις παραλίες, στα χωριά του, οπουδήποτε αλλού μακριά από την πόλη. Και αν δεν βιάζεσαι στο δρόμο (όπως εγώ), ειδικά τα σαββατοκύριακα, βλέπεις ωραία πράγματα. Συναντάς την περίφημη ελληνική συμπεριφορά και νοοτροπία εκφραζόμενη από τον Έλληνα ή την ελληνίδα οδηγό.

     Σε πολλά οχήματα, που η παρέα, ή η οικογένεια απολάμβαναν τους καφέδες τους, γεύονταν τα κουλουράκια (ίσως), τις πορτοκαλάδες και πολλά και διάφορα ακόμα, μετά, με μία απλή μα μαγική κίνηση του χεριού, τα ξεφόρτωναν στο οδόστρωμα της εθνικής. Μέχρι τα πλαστικά άδεια πλέον μπουκάλια, κύπελλα, και κάθε είδους πλαστικά να πέσουν στη γης, λικνίζονταν όμορφα στον αέρα, έπεφταν πάνω σε άλλα οχήματα, δημιουργούσαν μία ωραία ατμόσφαιρα από μούτζες, αγανάκτηση, γέλια, και περηφάνια. Κάπως έτσι τέλος πάντων, και η εθνική οδός έπινε καφέδες, χυμούς και έπαιρνε δυνάμεις να αντέξει την περίφημη ελληνική νοοτροπία.

     Με αρκετά περιστατικά (που σου χαλάνε τη διάθεση) στο δρόμο, πέρασα τη σήραγγα και άλλαξε αμέσως ο αέρας στο αρκαδικό πεδίο. Ο δρόμος από εδώ και κάτω είναι καθαρότερος – τα πολλά σκουπίδια τα πέταξε ο αγανακτισμένος λαός μέχρι την αργολική επικράτεια.

     Φτάνοντας στο χωριό, συνάντησα ερημιά. Ήταν και πρωί ακόμα, ίσως αργότερα, ή το απόγευμα, να γέμιζε και το χωριό μας με κόσμο. Έφτασα στο σπίτι, και η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν να ανοίξω τη μάνικα και να πλύνω τη βεράντα που ήταν γεμάτη με χώματα της Σαχάρας. Μου πήρε κάμποση ώρα μέχρι να τελειώσω με την καθαριότητα. Όταν όλα έφτασαν εκεί που ήθελα, άνοιξα το παλιό ραδιόφωνο και άφού έψαξα κάμποση ώρα στα βραχέα, βρήκα ένα σταθμό στο Περού και άκουγα τις μουσικές του. Άλλες φορές συνήθιζα να ακούω από το χωριό τη Φωνή της Ελλάδας, αλλά κάτι έγινε ξαφνικά εκεί στην ΕΡΤ (απ’ ότι λένε!) και χάθηκε από τις συχνότητες. Οι επιλογές όμως από τα βραχέα κύματα, είναι ατελείωτες. Μπορείς να πάς από την Αμερική στη Κίνα, να ανέβεις στη Ρωσία ή να κατέβεις αν σου κάνει κέφι στον Ισημερινό – και κάθε φορά να επιλέγεις και τη μουσική που θέλεις. Από το Περού που βρέθηκα, οι μουσικές της συχνότητας ήταν πολύ καλές και έμεινα σ’ αυτές.

     Βγήκα στη βεράντα και κάθισα. Ήταν ζεστή μέρα. Το αεράκι όμως που ερχόταν από το βοριά ισορροπούσε το περιβάλλον, και αρκετές φορές μάλιστα ο άνεμος ανακατευόταν και γινόταν ανατολικός. Ερχόταν από την πλευρά του Αρτοζήνου και έπεφτε πάνω μου.

     Ξεχασμένος με το βορειοανατολικό αεράκι και το διάβασμα από το «Πολυχρόνιο – Στοά & Ρώμη[i]»: «Στη μέση η Κλεοπάτρα. Μια ελληνίδα πριγκίπισσα αμαζονική και φαινομηρίδα. Ήταν η τελευταία γαλάζια έκρηξη από το πυροτέχνημα του Μεγαλέξαντρου. Λεηλατήθηκε από το φαλλό του Καίσαρα, όπως η Γαλατία είχε λεηλατηθεί από το σπαθί του. Αριστερά της Κλεοπάτρας ο Μάρκος Αντώνιος. Ο σαιξπηρικός εραστής της σαιξπηρικής ερωμένης. Για χάρη της μοιράζει στους ανθρώπους νησιά και βασίλεια σα να σκορπά νομίσματα από τις τσέπες του. Δεξιά της Κλεοπάτρας ο Οκταβιανός Αύγουστος. Την κοιτάζει μέσα από τα μάτια ενός μαρμάρινου κεφαλιού. Η σκοτεινή ευγλωττία της σιωπής του, της υπόσχεται: με τη στρατηγική ναυαρχίδα θα σε ταξιδέψω στη Μεσόγειο μια κρουαζιέρα τιτανική. Για χάρη του ανόσιου όχλου που τον τρελαίνει το θέαμα θα σε σεργιανίσω στη Ρώμη. Όπως ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος σεργιάνισε κάποτε αλυσοδεμένο τον προπάππο του, τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα»… αργά κατάλαβα και ένιωσα παράξενες μυρωδιές που τις έφερνε ο ανατολικός καιρός. Αλλόκοτες μυρωδιές, σαν να καιγόταν κάτι, σαν να έψηναν ίσως, δεν μπορούσα να καταλάβω, σαν άρωμα από λιβάνι, παράξενα πράγματα.

     Άφησα το διάβασμα και κοίταξα καλά προς τα ανατολικά, μήπως κάποια φωτιά δημιουργεί ατμόσφαιρα απόκοσμη; Όχι, δεν υπήρχε καπνός πουθενά. Τότε; Τι; Πήρα τηλέφωνο τον Νικολάκη τον Πετρούλια στα Πετρουλαίκα, το είχε κλειστό. Πήρα ένα άλλο φίλο που ήταν ψηλότερα, προς το Χαλασμένο Βουνό και τον ρώτησα: τι γίνεται; εδώ στο χωριό έρχονται μυρωδιές παράξενες, κάτι σαν λιβάνι, δεν μπορώ να καταλάβω, καίγεται τίποτα εκεί πάνω;

     «Κοίτα τη δουλειά σου, κάποιοι παγανιστές πρέπει να έκαναν τελετές, αρτοκλασίες και διάφορα άλλα», απάντησε ο φίλος.

     Ήσυχος, συνέχισα το διάβασμα: «Η κληρουχική, η στρατιωτική, η συμμαχική, η σιτική, η δικαστική και η συγκλητική πτυχή της φωτεινής δράσης των Γράκχων εσκόπευε στο μακρυνό στόχο, να ιδρύσει τη νέα τάξη της ειρήνης και της κάρπωσης επάνω στην παλιά βάση της ηθικής υγείας και της πολιτικής αρετής, που σύνδραμαν τη Ρώμη στη φάση των θυσιών και της κατάκτησης»………

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 



[i] Δημήτρη Λιαντίνη, Πολυχρόνιο, Στοά και Ρώμη.