Ο Άη Γιάννης μας ο πρόδρομος ...

 

«Πιστεύεις στο θεό;», με ρώτησε ο φίλος μου ο Δάσκαλος μία ωραία πρωία – και ήταν ακριβώς η ώρα εκείνη της Κυριακής που βαρούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας.

Πλάκα μου κάνεις δάσκαλε; Απάντησα. Τι δουλειά έχω με δόγματα και θρησκείες; Αυτά είναι θέματα που απασχολούν εκείνους που φοβούνται τα «μετά τα φυσικά».

«Ναι, αλλά η καμπάνα που βαρεί δεν σε ενοχλεί; Δεν σου χαλά την ησυχία σου;», συνέχισε ο Δάσκαλος ρουφώντας μια γουλιά από τον καφέ του.

Μα γιατί να με ενοχλεί; Απάντησα. Δεν την ακούω καν. Την ακούνε όσοι θέλουν και όσοι πιστεύουν. Αδιάφορη μου είναι. Εξάλλου δεν καλεί εμένα, αλλά εκείνους που πιστεύουν σε παράδεισους και καυτές κολάσεις.

«Τότε, αφού δεν πιστεύεις, γιατί μιλάς για το χωριό σου και τον Άη Γιάννη σας;», συνέχισε με κέφι ο Δάσκαλος ανάβοντας πάλι το σβησμένο τσιμπούκι του.

Ο Άη Γιάννης μας Δάσκαλε, είναι η παράδοσή μας. Είναι αυτός που μας υποδέχεται όταν πάμε στο χωριό μας, και εκείνος πάλι που μας ξεβγάζει όταν φεύγουμε για τη πόλη. Με αυτόν μεγάλωσα στο χωριό, άκουγα όλες τις δοξασίες που τον αφορούσαν. Μερικοί τον λέμε και «θερμολόγο» γιατί αν δεν νηστέψεις τη μέρα της γιορτής του, θα έχεις θέρμες (πυρετούς) όλο το χρόνο.

Μου άρεσαν τα παραμύθια αυτά, που σαν μεγάλωσα, τα ξεχώρισα, δεν τα έμπλεξα με την αλήθεια της ζωής. Και μου αρέσουν ακόμα να τα ακούω. Και μάλιστα όσοι τα εξιστορούν, δεν ξεχνάνε και κάνουν μετά και το σταυρό τους.

Ο Άη Γιάννης μας, επειδή τον ανέφερες, έχει περάσει πολλές φορτούνες στο χωριό μας. Είχε κάποτε ένα ωραιότατο πέτρινο καμπαναριό, κτισμένο με τέχνη ζηλευτή το 1876. Αλλά το χάλασαν οι καλοί χριστιανοί και στη θέση του έστησαν ένα τσιμεντένιο κουφάρι που μέσα του έχει και μια σκάλα σιδερένια. Μάλλον για να μας θυμίζει την εποχή του σιδήρου που περνάμε (κατά Ησίοδο).

Του έχουν κάνει και άλλες μπαμπεσιές του Άη Γιάννη μας όμως. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο που είχε, το φτωχικό έργο τεχνίτη καλού, το έκοψαν και στη θέση του τοποθέτησαν ένα σύγχρονο από κατάλευκο μάρμαρο (μπορεί και πεντελικό).

Ά ναι, πως το ξέχασα; Πριν από λίγα χρόνια κάποιος παπάς δεν μπορούσε να λειτουργήσει στο ιερό που είχε εκείνες τις παλιές πλάκες του αριστοτέχνη Λιαδάμη, και απαίτησε να τις ξηλώσουν και να βάλουν ένα ωραιότατο πλακάκι (μπορεί να είναι και ιταλικό). Και αντί να πούνε οι επίτροποι του παπά: άσε μας παπά μου ήσυχους και τήρα τη δουλειά σου, εμείς τον Άη Γιάννη μας δεν το χαλούμε για το χατίρι σου», έσπευσαν να εκτελέσουν τας εντολάς.

«Μα τι μου λές; Με αυτά που ακούω, εσείς τον μισείτε τον Άη Γιάννη σας, δεν τον αγαπάτε», με διέκοψε ο Δάσκαλος, αφήνοντας το φλιτζάνι του καφέ στο τραπέζι.

Δεν μας ξέρεις καλά Δάσκαλε, του απάντησα. Τον αγαπάμε όλοι μας, αλλά ο καθένας με το δικό του τρόπο. Άλλος από αγάπη τον καταστρέφει, κάποιος άλλος μπορεί και να τον κλέβει (δεν ξέρω), ένας τρίτος θέλει να τον ομορφύνει δίνοντας χρήματα για την πόρτα της εισόδου του, κάποιος άλλος πάλι μπορεί να «δανείζεται» το λάδι του.

Ο προπάππος μου ο γερό Κωστής – όπως διηγούνται οι παλιότεροι, πήγε στον Άη Γιάννη μια φορά και πήρε λίγο λάδι. Σαν έκανε να βγεί όμως μπλέχτηκε η μαγκούρα του στη πόρτα και δεν μπορούσε να φύγει. Γυρίζει τότε στην εικόνα του και του λέει όλος παράπονο: τι τηράς Άη Γιάννη; Δανεικό το παίρνω!

Όπως καταλαβαίνεις Δάσκαλε, ο καθένας μας έχει τον δικό του Άη Γιάννη. Ο δικός μου είναι εκεί, στο χωριό, βιγλάτορας παλιός, που με καλοδέχεται κάθε φορά που πάω στο χωριό. Τον αγαπώ τον Άη Γιάννη μας και ας μην πιστεύω στα επίπλαστα της εκκλησίας.   

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος