Το υδραγωγείο μας της Παναγιάς ανήμερα ...

 Ανήμερα της Παναγίας, στο χωριό. Αχάραγα. Την ώρα που γυρνούσε ο «αγανακτισμένος» λαός της Γορτυνίας από τα πανηγύρια και τα τσιφτετέλια, ξυπνούσα και ετοιμαζόμουν να πάω για τα ψηλότερα κορφοβούνια.

Κατά τις 5.30 πμ. πάρκαρα το αυτοκίνητο στην πλατεία του γειτονικού Λυκούρεση, κι από εκεί με το ραβδί της πεζοπορίας ανά χείρας, το σακίδιο με τα απαραίτητα εφόδια (τυράκι, ντοματούλα, καφέ και νεράκι), και την καλή διάθεση, άρχισα την ανηφοριά. Κατά τις πηγές αρχικά, και αργότερα – ανάλογα και από τις δυνάμεις, για τις γειτονικές κορφές του Αρτοζίνου ή στο Μαζαράκι.

Σαν έφτασα στις πηγές, και παρ΄ ότι ο ανεμιστός καιρός έφερνε δροσιά, είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα.  Άλλαξα γρήγορα φανέλα και σκουπίστηκα καλά.  Κάθισα πάνω στη πηγή κι έβγαλα τις προμήθειες μου. Μπλέχτηκε η μυρωδιά του καφέ με κείνη των ξερών χόρτων, και δεν ήξερα ποια είναι η καλύτερη. Στα δεξιά μου, προς τη Χαλικόβρυση, μια μικρή αλεπού με κοίταξε πονηρά, κοντοστάθηκε, και τράβηξε δυτικά.

Μπροστά μου το φρεάτιο του υδραγωγείου[i], σαπισμένο από την πολυκαιρία και την αδιαφορία μας, ήταν σφραγισμένο με ένα μικρό σίδερο, τάχα μου βαλμένο καλά, στέρεα. Και μια πέτρα πάνω του για σιγουριά, γιατί οι αέρηδες έχουν δύναμη στα μέρη αυτά, μέχρι και σίδερα σηκώνουν!. Αριστερά από την πηγή, ο τόπος ήταν υγρός, δείγμα ότι το νερό τρέχει όπου θέλει αφού εμείς δεν καταδεχόμαστε να το συλλέξουμε και να το βάλουμε στο δίκτυο μας.

Η ησυχία ήταν απόλυτη και μονάχα ο αέρας είχε φωνή. Ή μάλλον τραγουδούσε τραγούδια των παλιών καιρών για να θυμίζει σε εμάς τους βέβηλους ότι η μουσική είναι η φωνή του θεού (κατά Μπετόβεν), κι ας την βιάζουμε με τον λοξό δρόμο που πήραμε και που τον ονομάζουμε τέχνη – εφόσον τα ακούσματα του νεοέλληνα φτάνουν μέχρι τα πάλκα και τις πίστες τις πανηγυριώτικες.

Το λυκαυγές όμως άρχισε να απλώνεται γοργά. Έδιωξα τις σκέψεις από το μυαλό και σηκώθηκα, πήρα τον δρόμο και τράβηξα νότια, για το Μαζαράκι. Έφτασα στα ριζά του και χάραξα ορθή πορεία κατά πάνω του. Λίγο πριν φτάσω στην κορφή του, πήρα έναν κατσικόδρομο πάνω στην σάρα, και με πολύ προσοχή κινήθηκα πάνω του, με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά, προς την Πλάκα, στο διάσελο το αραχωβίτικο. Στα δυτικά μου είχα τα Πετρουλέϊκα και την παλιά ημιονική οδό που ένωνε την περιοχή της Ηραίας με την Δημητσάνα και τα χωριά της ευρύτερης περιοχής της.  Η θέα από το σημείο τούτο φτάνει μακριά, ειδικότερα σε καθαρούς καιρούς. 

Ευτυχώς που είχα μαζί μου αλλαξιές πολλές, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και χυνόταν στα μικρορέματα της πλαγιάς. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμα στο σημείο που ήμουν, τον έκρυβε ο όγκος του βουνού. Ξάπλωσα στα χορτάρια και ήπια νεράκι, χόρτασα αέρα φρέσκο, ξεκουράστηκα.

Πήρα το μονοπάτι της επιστροφής, που κατεβαίνει στη πηγή στο Μαζαράκι. Είδα την περίφραξη των Λυκουρεσέων, έφτασα στα Μνήματα κι έπιασα τον δρόμο για το χωριό. Όπως πήγαινα αργά, χωρίς βιάση, χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά,  διέκρινα στο βάθος ένα τσακάλι να με ακολουθεί διακριτικά. Το παρατήρησα καλά, στεκόμουν, στεκόταν, ξεκινούσα, ξεκινούσε. Κατάλαβα, πεινούσε το ζωντανό. Έβγαλα από το σακίδιο μου ότι είχα, τυρί και ψωμί, τα άφησα σε μια πέτρα και συνέχισα. Θα είχα προχωρήσει 200 μ. όταν το είδα να ζυγώνει στην πέτρα και να γευματίζει!  Μέχρι εκεί ήταν η παρέα μας. Το έχασα από τα μάτια μου.

Στην πλατεία του χωριού επέστρεψα κατά τις 9.30. Είδα αυτοκίνητα. Δίπλα στην εκκλησία κόσμος έμπαινε. Ναι, ήταν της Παναγίας. Πήγα στη βρύση, πλύθηκα στο πρόσωπο, ήπια νεράκι, και τράβηξα για την εκκλησία. Άναψα ένα κεράκι και γύρισα στη βάση μου, στο Ψάρι…


Ο δρόμος λίγο πριν την πηγή (φωτό)

Άποψη του υδραγωγείου (φωτό)

Άποψη του υδραγωγείου (φωτό)

Το φρεάτιο του υδραγωγείου  (φωτό)

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 

[i] Οι φωτογραφίες – φρεσκότατες, είναι από την πηγή Βιζίτσι. Από εκεί δηλαδή που παίρνουμε το νεράκι μας. Πλήρης εγκατάλειψη. Τα λόγια περιττεύουν νομίζω. Αλλά να πεις και κάτι, ποιος θα ακούσει;