Σέρβου Αρκαδίας - 71 χρόνια πριν ...

Ο χωροφύλακας έδωσε στο μικρό παιδί ένα μικρό χαρτζιλίκι για να παραδώσει γρήγορα στον πρόεδρο του χωριού ένα γράμμα: «τρέξε γρήγορα στου Σέρβου[i] και βρες τον πρόεδρο του χωριού, δώστου το γράμμα και έλα πίσω».

Σαν έφτασε ο μικρός στο χωριό, ρώτησε για τον πρόεδρο. Του τον έδειξαν, καθόταν στο μαγαζί, ήταν ο Γιάννης Ρουσιάς. «πρόεδρε, μου έδωσε κάποιος αυτό το χαρτί», δασκαλεμένος καλά ο μικρός, δεν ανέφερε το όνομα του αποστολέα, και γύρισε γρήγορα πίσω.

Άνοιξε το γράμμα ο πρόεδρος, σοβαρεύτηκε και του ξέφυγε από οργή: «γαμώ το καν…λι του». Σηκώθηκε, λέει στους δυό φίλους του που κάθονταν παρέα: «επιστρέφω σε δέκα λεπτά».

Έτρεξε στα σπίτια του Στρίκου και του Σαμαρόγιαννη[ii] και τους ειδοποίησε να σβήσουν και να εξαφανίσουν τα ρακοκάζανα που παράνομα έβγαζαν τσίπουρο. Αμέσως αυτοί έσβησαν την φωτιά, καθάρισαν τον τόπο με προσοχή, πέταξαν άχυρα πάνω του  και κάθισαν στα σπίτια τους αμέριμνοι.

Ο Γιάννης Ρουσιάς, πήγε στο μαγαζί και κάθισε στην παρέα του. Δεν πέρασε ώρα πολύ και ο αστυνόμος με τον ενωμοτάρχη, φτάνουν στο μαγαζί και ρωτάνε για τα σπίτια των Στρίκου και Σαμαρόγιαννη. Τους έδειξε ο πρόεδρος τον δρόμο και κάθισε πάλι στην παρέα του.

Πήγε ο αστυνόμος στα σπίτια των δύο σερβαίων για να ελέγξει για την καταγγελία που είχε ότι είχαν στήσει τα παράνομα ρακοκάζανα. Βρήκε τους ανθρώπους ήσυχους, έψαξε εδώ κι εκεί, δεν βρήκε τίποτα, πήγε στο μαγαζί.

Τον κάλεσε ο πρόεδρος στην παρέα του και τον ρώτησε: «τι συμβαίνει κυρ αστυνόμε; Δυσκολευόταν να μιλήσει ο αστυνόμος, είδε τον δισταγμό του ο πρόεδρος και του λέει: αυτοί οι δυό άνθρωποι στην παρέα μου είναι φίλοι μου κυρ αστυνόμε, μπιστικοί άνθρωποι, μίλα ελεύθερα».

Σαν να έφυγε ένα βάρος από τον αστυνόμο, νωχελικά άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε δυό γερές ρουφηξιές, έστριψε την αριστερή πλεύρη του μουστακιού του, κοίταξε κατάματα τους φίλους του πρόεδρου, κοίταξε γύρω του να δει άλλους ανθρώπους, καθόντουσαν δυό – τρείς παραπέρα, δεν άκουγαν, βγάζει το καπέλο του και το αφήνει στο γόνατο του, και σχεδόν ψιθυριστά ακούγεται: «μας έκανε καταγγελία ο ………………..[iii] πως στα δύο σπίτια που πήγα μόλις τώρα, βγάζουν κρυφά τσίπουρα. Καταλαβαίνεις, η παρανομία είναι μεγάλη και ήμουν υποχρεωμένος να έλθω ο ίδιος να ελέγξω. Αλλά δεν βρήκα τίποτα, μου έφυγε ένα βάρος γιατί είναι τίμιοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι».

«Μη σκάς κυρ αστυνόμε, έλα να πιούμε ένα ποτήρι να ξεκουραστείς από τον δρόμο». «Τι θα πιούμε; Κρασί;», ρώτησε από συνήθεια ο αστυνόμος.

«Τι κρασί κυρ αστυνόμε; Εδώ τσίπουρο πίνουμε!» είπε ο πρόεδρος και τράβηξε για να επιστρέψει με την μπουκάλα το τσίπουρο και τα ποτήρια. 

Ο ενωμοτάρχης, βοηθός του κυρ αστυνόμου, καθόταν σιωπηλός στις πρωτύτερες κουβέντες. Σχεδόν αόρατος. Μέχρι να γεμίσει ξέχειλα τα ποτήρια τσίπουρο ο πρόεδρος, ήλθε η σειρά του να ανάψει τσιγάρο. Τεντώθηκε στην καρέκλα του, έφερε στα χείλη του το ποτήρι και ήπιε μονορούφι το παράνομο ποτό. Έβγαλε τον καπνό από τα πλεμόνια του και σαν να αχνοφάνηκε ένα χαμόγελο στα μάτια του …
 

Άποψη Σέρβου – φωτό, αφιερωμένη στον καλό μου φίλο Χρήστο Δημητρόπουλο.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

Υγ: την ιστορία μου διηγήθηκε ο μπάρμπας μου ο Καλαμάτας[iv] (Γιάννης Πανουσόπουλος) την Τρίτη το πρωί στις 26 Αυγούστου στο Ψάρι, την ώρα του καφέ. Την κατέγραψα στην κάθε της λεπτομέρεια.



[i][i] Την φωτογραφία τράβηξα από το Μαζαράκι ανήμερα της Παναγίας (2014), την ώρα που χάραζε.

[ii] Σημείωση του γράφοντος. Ο Σαμαρόγιαννης, αδελφός του Λιά Σαμαρά ή Παρασκευόπουλου.

[iii] Δεν θέλω να αναφέρω το όνομα του σερβαίου που κατήγγειλε τους δυό πατριώτες του.

[iv] 89 ετών σήμερα ο Καλαμάτας, ήταν ένας από τους δυό φίλους της παρέας του Γιάννη Ρουσιά, αυτόπτης μάρτυρας. Δεν θυμόταν με ακρίβεια την χρονιά του περιστατικού, θα πρέπει να ήταν όπως λέει περίπου 18 χρονών. Δηλαδή η ιστορία εξελίχθηκε το 1943. Στον καιρό της κατοχής.