Ταξιδεύοντας για το χωριό ...

Σκίζοντας την παγωνιά …

Η παγωνιά τσακίζει, έχει δύναμη. Και ο ήλιος ξύπνησε με κέφι και λάμπρυνε το στερέωμα, το πάνω και το κάτω. Η ευτυχία παρούσα λοιπόν. Αλλά …….

Αλλά ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τι θέλει. Και ψάχνει για ευτυχίες, για πλούτη, για απολαύσεις, για δόξα, για εξουσία – και δίπλα του, εμπρός του, περνούν τα (πάν)τα. Και δεν απλώνει τα χέρια του να τα πιάσει, δεν στέκεται να αναπνεύσει την δύναμη του ξερού βοριά, δεν πετά να αγγίξει τα σύννεφα. Δεν τολμά, φοβάται.

«Την Αρκαδία την έμαθα από το βιβλίο του Pedro Olalla», ακούω ξαφνικά την συνταξιδιώτισσα να μου λέει. Είχαμε περάσει από ώρα στο αρκαδικό πεδίο και σκίζαμε την παγωνιά, δίχως περιττές σκέψεις, πηγαίναμε αργά, ακουμπούσαμε σχεδόν τον κάτασπρο χώρο. Μόλις είχε ξημερώσει και η εικόνα ήταν σχεδόν απόκοσμη. Ήταν δηλαδή η κατάλληλη ώρα να μιλήσουμε για την Αρκαδία.

Ο Olalla, της λέω, είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Το δε βιβλίο του για την «Ευδαίμονα Αρκαδία» μοναδικό. Με καταπληκτικές φωτογραφίες και με λόγο παραμυθένιο. Προσπαθεί με τον τρόπο του να εισχωρήσει στην Αρκαδία αλλά δεν τα καταφέρνει. Όπως δεν τα κατάφερε και ο BenOkri, όπως δεν τα κατάφερε κανείς. Δεν είναι κακό φυσικά να μην τα καταφέρνει κάποιος σε κάτι που αγαπά. Γιατί ο Olalla την αγάπησε την Αρκαδία. Η ουτοπική Αρκαδία που υμνήθηκε από γίγαντες του Λόγου, υπάρχει. Είναι. Αλλά πόσοι την γνωρίζουν;

Κοιμήθηκες ποτέ στο Τέμενος του Δία; Στην κορυφή του Λυκαίου Όρους; Ρωτάω την συνταξιδιώτισσα μου. «Όχι, που είναι το Λύκαιο;». Την ώρα εκείνη πετάχτηκε καταμεσής του δρόμου μία γάτα, δεν φρέναρα, ο πάγος θα με έδιωχνε από τον δρόμο. Πέρασα από πάνω της, και ευτυχώς την είδα από τον καθρέπτη να φεύγει σώα. Σημασία δεν έχει που είναι το Λύκαιο, που είναι το Μαίναλο, που βρίσκεται ο κάθε μοναδικός τόπος. Εκείνο που έχει αξία είναι τούτο: Να μπορούμε να βρισκόμαστε στο παρόν της κάθε στιγμής.

Άφησα την καλή συνταξιδιώτισσα να απολαμβάνει την διαδρομή και χάθηκα στις βαθυστόχαστες σκέψεις μου (!): Τυχεροί εμείς «οι βλάχοι» που έχουμε ένα χωριό, που μπορούμε και εισπνέουμε τον αιθέρα του, τυχεροί, κι ας είναι αυτό ένα καλύβι, μία χαμοκέλα, οτιδήποτε που μπορεί να πυρώσει την αψάδα του καιρού και μπορεί να φιλοξενήσει τα ταξίδια του μυαλού μας.

Στο χωριό βασίλευε η ερημία. Τρία τζάκια όλα κι όλα κάπνιζαν, αργότερα κι ένα τέταρτο, το δικό μου. Η παγωνιά είχε σηκωθεί ψηλά, και χάθηκε στην αγκαλιά του φωτοδότη θεού. Έβαλα στο τζάκι κούτσουρα και σειρήνες και το φούντωσα. Καθώς η φωτιά αποκτούσε δύναμη, το μυαλό έφυγε και έφτασε μέχρι τον Προμηθέα, εκείνον τον καλό άνθρωπο, τον μεγάλο μύστη που μας χάρισε την φωτιά. Σίγουρα ένα πουρνάρι αναμμένο θα πρόσφερε στον πρωτόγονο άνθρωπο για να του ζεστάνει τους καημούς. Μα και ο Δίας, ο μέγιστος κυβερνήτης του Κόσμου ολάκερου, δικαίως τον τιμώρησε. Γιατί χάρισε γνώση στον άνθρωπο που δεν ήταν έτοιμος ακόμα να την δεχτεί, να την καταλάβει.

Κάπως έτσι τα μαρτυρά τα γεγονότα ο Παλιός ο Λόγος, με τους δικούς του κώδικες. Κι εμείς τον ερμηνεύουμε όπως θέλουμε ή τον στρεβλώνουμε κατά το συμφέρον μας. Δύσκολα πάντως καταφέρνουμε να εισχωρήσουμε στις βαθύτερες έννοιες του Λόγου και του Μύθου. Έτσι και η Αρκαδία, κρατεί τα μυστικά της παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες ανθρώπων με καλή διάθεση και γιατί όχι και με γνώση. Η γνώση όμως δεν είναι αρκετή, δεν φτάνει, για να αντικρίσει κανείς την ουτοπική Αρκαδία.

Θα αναρωτηθεί κανείς και δικαιολογημένα μάλλον: «καλά, κι εσύ που ξέρεις πως κανείς δεν έφτασε βαθιά στα μυστικά της;». Δεν το ξέρω.  Μονάχα βλέπω ετούτη τη φωτιά τώρα να ξεφυσά και να γλυκαίνει τον χώρο και την καρδιά. Και όταν η φωτιά ξεπηδά καθαρή όλα είναι πιθανά …

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος
21 Δεκεμβρίου 2014