Το αλώνι του Αναστάση ...

Ξύπνησα πολύ πρωί, ως συνήθως. Έβαλα το μπρίκι με τον καφέ πάνω στην φωτιά και μέχρι να ψηθεί αυτός, ετοίμασα το πρωινό μου. Ελιές, αγουρέλαιο, τυρί, ψωμί καψαλισμένο στα κάρβουνα, ένα κρεμμύδι – και σαν επιδόρπιο μια κουταλιά μέλι με άφθονο νερό.

Μέχρι να τελειώσω το πλούσιο γεύμα μου είχε γίνει κι ο γαλλικός καφές που θα έπαιρνα μαζί μου. Τον άδειασα στο θερμός, και μέσα στο σακίδιο έβαλα μαζί με το θερμός, ένα πορτοκάλι, μια σοκολάτα, και νεράκι. Μια μάλλινη φανέλα, είναι σχεδόν μόνιμα στο σακίδιο. Το σακίδιο έχει κι άλλα εφόδια, μικροπράγματα δηλαδή, απαραίτητα στην πρωινή έξοδο.

Η παγωνιά είχε καλή δύναμη σαν βγήκα από την πόρτα. Την ένιωσα αμέσως να χτυπά στο πρόσωπο, είδα την αναπνοή να βγαίνει σαν σύννεφο και να χάνεται στον καθαρό αέρα. Έβαλα το σακίδιο πίσω στην πλάτη. Στο χέρι κρατούσα το μπαστούνι που μου έκανε κάποτε δώρο ο Φουσκαρόγιαννης. Ένας καλός άνθρωπος από το Φούσκαρη που είχε την στάνη του στο χωριό μας.

Το μονοπάτι το παλιό αρχινά ακριβώς έξω από το σπίτι μου. Πέτρα πάνω στην πέτρα, ανηφορικό, πότε να χάνεται από τα κλαδιά που φύτρωσαν μέσα του και το έκλεισαν, και πότε να ξαναφαίνει καθαρό, άγριο, σαν τα πουρνάρια που κυκλώνουν ολόγυρα τον χώρο.

Πήγαινα αργά, κοιτούσα απ’ εδώ κι απ’ εκεί, χάζευα την παγωμένη καθαρότητα του καιρού. Κι ανέβαινα. Έφτασα στην πρώτη πέτρινη διασταύρωση, κοντοστάθηκα, και τράβηξα για την ανηφοριά πάλι. Η βόρεια πορεία του μονοπατιού, γλύκαινε κι έπιανε το πρανές του βουνού. Πήγαινε σε άλλον τόπο. Ο δικός μου προορισμός ήταν το διάσελο λίγο παραπάνω, κι απ’ εκεί να κατηφορίσω για την χούνη, να φτάσω εύκολα σχετικά σε μέρη μαλακότερα.

Στο διάσελο, το παλιό πέτρινο αλώνι οριοθετούσε κάποτε το παρελθόν με το παρόν. Όταν υπήρχε στην ομορφιά του, σιωπηλό, περήφανο. Από ψηλά αν το έβλεπε κανείς θα διέκρινε μια άσπρη κουκίδα να φυτρώνει στο απόλυτο πράσινο. Τα αλώνια τα πέτρινα, φύτρωσαν από τις ανθρώπινες ανάγκες, και μέσα στη σιωπή τους φανερώνουν μόχθο, αγώνα για την επιβίωση, πρόσωπα τσακισμένα από την κάψα του ήλιου.

Το αλώνι του Αναστάση[i] εκεί στο διάσελο, δεν υπάρχει πια. Το χάλασαν, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, τα κοπάδια των αγριόχοιρων! Χρόνια παρακολουθώ την φθίνουσα διαδρομή του. Στην αρχή ήταν δυό τρείς πλάκες αναποδογυρισμένες. Μετά κι άλλες, και κάθε φορά που το αντίκριζα του έλειπαν πέτρες. Βρίσκονταν παραπέρα, σκόρπιες εδώ κι εκεί. Άντεξε σε καιρούς δύσκολους, δεν βαρυγκώμησε στις οπλές των μουλαριών και των αλόγων που το έφερναν γυροβολιές πατώντας τον χρυσό καρπό της σταρένια σοδειάς. Κι έπεσε άδοξα από τον αγριόχοιρο. Το αλώνι που έδωσε ζωή στην ακμή του, έδωσε τροφή και με τον αφανισμό του. Παιχνίδια της ζωής!

Κάθε φορά που φτάνω στο αλώνι του Αναστάση, νιώθω παράξενα. Βρίσκομαι μετέωρος σε δυό κόσμους, στο τώρα και στο πίσω, στην ιστορία και στην πραγματικότητα. Και πάντοτε κάνω την πρώτη μου στάση σ’ αυτό. Όχι επειδή κουράζομαι μόνο. Όχι, αλλά από τον χώρο του η ματιά απλώνεται μακριά προς τα δυτικά, ειδικά σε παγωμένους καιρούς διακρίνεις καθαρά τον Αίνο στην Κεφαλονιά, κι αν της δώσεις δύναμη, μπορεί να φτάσει ακόμα μακρύτερα, και να αρχίσεις να ψηλώνεις στα ευρωπαϊκά  βουνά.

Άφησα πίσω τις σκέψεις και πήρα τον δρόμο για την χούνη. Μπήκα στην μαλακωσιά άλλου τόπου, κατέβαινα αργά, χωρίς βιασύνη, στο αντιπρανές του Αγιολιά …

 

 

 

 

Β.Κ.Α

 

  

 



[i] Αναστάσης Γκιώνης του Χρήστου.