Το ακάθαρτο χωριό μας ...

Τελευταίες ημέρες του Ιουλίου. Στον γνωστό και πολιτισμένο κόσμο, η ημέρα ήδη έχει μικρύνει κατά μισή ώρα και 4-5 λεπτά (τώρα που γράφω τούτο το σημείωμα). Στο χωριό μας, που βρίσκεται σε μακρινή χώρα και μακριά από τον πολιτισμό, κατά περίεργο τρόπο συμβαίνει το ίδιο.

Πηγαίνοντας για το χωριό, από την διασταύρωση της Σκόζας μέχρι και την έξοδο από αυτό προς Λυκούρεση – η εικόνα που αντικρίζει ο καθένας μας στα ενδότερα του χωριού μας, στους κοινόχρηστους χώρους του, θυμίζει εγκατάλειψη, τόπο τριτοκοσμικό. Τα αγριόχορτα – τέλη Ιουλίου, έχουν φουντώσει τόσο πολύ που στενεύουν κυριολεκτικά τον δημόσιο δρόμο, τον καθιστούν επικίνδυνο για τα πάσης φύσεως οχήματα. Τα ξερά χορτάρια αποτελούν εν δυνάμει εστίες φωτιάς.

Κάθε χρόνο τα ίδια. Χρόνια τώρα. Και κάθε φορά, αυτή η ανεξέλεγκτη βλάστηση, τους καλοκαιρινούς μήνες γίνεται βόμβα σε αναμονή. «Μα με τι ασχολείσαι; Τι σε νοιάζει; Εσύ καθάρισες τον χώρο του σπιτιού σου; Ναι; Έ άσε τα υπόλοιπα, μην επαναλαμβάνεσαι» - θα μπορούσε εύκολα να μου πει ο καθένας που διαβάζει αυτές τις γραμμές.

Επαναλαμβάνομαι, αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για ευθύνες. Δεν έχει νόημα ο λόγος ο καταγγελτικός. Επιπλέον, δεν αρέσει, και προκαλεί εκνευρισμούς και παρεξηγήσεις. Όμως κάποιος ευθύνεται για το χάλι του χωριού μας. Για το ακάθαρτο χωριό μας.

Πρόχειρα, ένας βασικός υπεύθυνος για το άφημα του χωριού μας στο έλεος της τύχης του και της κατάπτωσής του, ασφαλώς είμαι εγώ.

Εσείς; Τι λέτε; ; Ή εσείς «τα έχετε πει;»

 

 

Σημείωση: Την ώρα που έγραφα, "Μακριά, πίσω από το σερβαίϊκο βουνό, ο καθαρός αέρας έφερνε ήχους από νταούλια και κλαρίνα. Μάλλον στην Αγία Παρασκευή, στο Καλονέρι, θα είχαν πάλι το μνημόσυνο του δημοτικού μας τραγουδιού.  

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος