Μαυρέλιας - ένας γνήσιος δεξιοτέχνης του κλαρίνου

Αναδημοσίευση

Ο Παναγιώτης Λιακόπουλος ή Μαυρέλιας, έρχεται από τα παλιά. Σχεδόν 90 χρόνων σήμερα, άκουσε την δημοτική μουσική όπως την έπαιζαν οι λαϊκοί οργανοπαίχτες την προπολεμική εποχή. Και όπως την έλεγαν οι τραγουδιστάδες, που μετέφεραν ατόφιο τον ήχο, το ύφος, και την ψυχή του κάθε τραγουδιού από τους αιώνες. Γιατί η δημοτική μας μουσική, αυτό είναι, ένα μουσικό συνεχές από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Και ο Μαυρέλιας, είναι ένας από τους γνήσιους εκφραστές της.

Το «Μαυρέλιας» είναι το παρατσούκλι του. Και με αυτό έγινε γνωστός στην Γορτυνία – την γενέθλια γη, στην Αρκαδία, και παντού όπου θέλουν να ακούνε την δημοτική μουσική στην αυθεντική της μορφή. «Καθόμουν μικρό παιδί, πίσω από τους οργανοπαίχτες και όταν μου δινόταν η ευκαιρία, έπιανα το κλαρίνο και σιγόπαιζα. Μια φορά, στην Κοκκινοράχη που ήμασταν, λέει κάποιος: ποιος είναι αυτός ο μικρός Μαυρέλιας[i]; Αυτό ήταν, μου κόλλησαν το όνομα και με ακολουθεί σε όλη μου την ζωή».

Ηραιάτες κυρίως, έχουν ταυτίσει την δημοτική μουσική με το κλαρίνο του Μαυρέλια. Τον ξέρουν καλά, και τους γνωρίζει καλύτερα. «Όταν κάποιος δεν ήξερε χορό, του έλεγα, έμπα μέσα και θα σε μάθω εγώ να χορεύεις. Άρχιζα κι έπαιζα πάνω στο βήμα του, σιγά – σιγά. Σε δυό – τρείς στροφές, είχε μάθει και χόρευε». Ακριβώς όπως τα ιστορεί ο μεγάλος κλαρινίστας. Έπαιζε στον ρυθμό του πρώτου χορευτή. Και διόρθωνε ακόμα και τα λάθη του. Και αγαπήθηκε από τον κόσμο, που πήγαινε να ακούσει το κλαρίνο του.

Ο Μαυρέλιας, παιδί του μεσοπολέμου, μεγάλωσε στην αρκαδική γή. Και όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, άκουγε την μουσική παντού, στα χωράφια, στον τρύγο, στο σκάρισμα, στο παραγώνι το βράδυ. Η ζωή του ήταν κυρίως μουσική. Και ήταν το μέσο αντιμετώπισης των δύσκολων ως και απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης που κυριαρχούσαν στην αγροτική ζωή. «Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποίαν πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος, έχοντας υπερβεί τα όρια του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής».

Το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου[ii], που μπόλιασε τα συστατικά της ανθρώπινης ψυχής και μόνο ο Μεγάλος Πάνας μπορούσε με τα πνευστά του να αποδώσει, φτάνει στα άγνωστα βάθη της προϊστορίας και της ιστορίας[iii]. «Όλες σχεδόν οι εθνικές μας παραδόσεις τοποθετούν τις ρίζες τους από τα αρχαία χρόνια. Ανάμεσα στα αρχαία χρόνια και τις μέρες μας μεσολαβεί μία μεγάλη περίοδος που αποτελεί μεταίχμιο και των δύο, αυτή ή περίοδος είναι η Βυζαντινή. Σύμφωνα με τους Βυζαντινολόγους, είναι αναμφισβήτητο ότι η Βυζαντινή μουσική είναι συνέχεια της αρχαίας κλασικής. Οι Βυζαντινοί δεν έμειναν αδιάφοροι ούτε ως προς την ποίηση ούτε ως προς την μουσική».

Το κλαρίνο του Μαυρέλια φέρει την σφραγίδα του γλυκού «μακρινού ήχου», διότι το δημοτικό τραγούδι, είναι η τραγωδία του Δήμου. Το τραγούδι είναι αρχαιότερο από την λέξη και χάνεται στην προϊστορία. Όταν η τραγωδία των ποιητών ξεφυλλίστηκε, την στέγασε – όπως παρατηρεί ο Νίτσε, πολύ στοχαστικά – ο Πλάτων στους διαλόγους του, που δεν είναι, κατά βάθος, παρά θέατρο, δράματα ιδεών. Αλλά οι τραγωδίες αυτές, απαλλαγμένες από την «όψιν», την ανάγκη της σκηνής, δεν ήταν παρά για τους πάρα πολύ γραμματισμένους, τους φιλοσοφικά μορφωμένους. Όμως για τον λαό – μετά τον ξεπεσμό του τραγικού θεάτρου – απόμενε πάντα η πρωταρχική και πρωτόγονη μορφή της τραγωδίας: Ο διθύραμβος. Ο λαός πιστός στην αρχαία παράδοση, εξακολουθούσε να τραγουδεί, με τους διθυραμβικούς χορούς του, στ’ αγροτικά γιορτάσια του Διονύσου, ως τους τελευταίους καιρούς της ειδωλολατρείας.  Κι’ απόδειξη, πως η Εκκλησία παρέλαβε, τους χορούς, μεταπλάθοντάς τους, στο λειτουργικό δράμα. Οι τραγωδίες αυτές, τα τραγούδια των διονυσιακών χορών, που είχαν αρκετή διάρκεια, δώσανε,  κατά συνεκδοχή, τ’ όνομά τους σ’ όλα τ’ άλλα, τα μικρότερα είδη ψαλλόμενου λόγου, με τον υποκοριστικό τύπο: Τραγώδιον[iv]. Κι αυτό είναι πιθανότατα το τραγούδι.

Την δημοτική μουσική την σπούδασε μέσα από την ζωή. Από τις εκφάνσεις της. Οι γέροντες του μεσοπόλεμου, του μετέδωσαν ατόφια μουσικά ακούσματα, και τα συνέλλεξε, τα έβαλε στο μυαλό του, τα έπαιξε ο ίδιος αργότερα, και μας τα μετέδωσε. Είναι η ζωντανή μας παράδοση ο Μαυρέλιας. Η δημοτική μουσική δεν είναι για μίμηση. Είναι ο παλμός της ελληνικής ψυχής, το φως και το χρώμα της, η ιδιοτυπία της, η ενότητά της. Διαύγεια, επιγραμματική συντομία, πλαστική δύναμη, αίσθημα της φύσης, αγάπη της ζωής και γαλήνιο αντίκρισμα του θανάτου, ότι δηλαδή θαυμάζουμε στην Ομηρική εποποιία, τα ξαναβρίσκουμε στα αθάνατα μνημεία του δημοτικού και μουσικού λόγου. Και ο Μαυρέλιας, από την παιδική του ηλικία μέχρι σήμερα που πλησιάζει τα ενενήντα χρόνια ζωής, με τον δικό του τρόπο, με το κλαρίνο του, μας εξιστορεί την ανθρώπινη πορεία της αρκαδικής, της ελληνικής γης. Τέχνη θεία το παίξιμο του κλαρίνου, και ο Μαυρέλιας αφιέρωσε την ζωή του σε αυτήν.

Βιογραφικό Σημείωμα (αρχείο pdf)

 

Χαιρετισμός στον Μαυρέλια (αρχείο pdf)


Βίντεο με τον Μαυρέλια και το κλαρίνο του

 

Σπάνιο βίντεο από εκπομπή της ΕΡΤ 1972

Από Ψάρι Ηραίας 1982 -1

Από Ψάρι Ηραίας 1982 -2

Ανέκδοτη ερασιτεχνική ηχογράφηση 1972 – Σαρακίνι Ηραία

Αράπηδες Ηραίας 1982

1982 – σόλο κλαρίνο και λαούτο

Κοκκοράς Ηραίας 1996

Βλόγγος Γορτυνίας 2011

Μάτεσι Ηλείας 2011

Καρατζάς Ηραίας 2005

Παπαδάς Ηραίας 2012

Μαυρέλιας & Λάλεζας 2014

Μαυρέλιας ανέκδοτο 1978

Σαρακίνι Ηραίας 1988

Μαυρέλιας 2015 – «Κωνσταντινιά»

Μαυρέλιας σόλο κλαρίνο 1970

Ξενιτεμένο μου πουλί

Στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι

Μας πήρε η μέρα κι αυγή

Κανάτι ξυλοκάνατο

Κυρά Δασκάλα

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 


[i] Από το χρώμα του δέρματος που ήταν λίγο σκούρο. Όμως Μαυρέλια έλεγαν και τον μεγάλο του αδελφό Κωνσταντή και πιθανόν από αυτόν κληρονόμησε το παρατσούκλι
[ii] Το Μουσικό υπόβαθρο του κόσμου. http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=52%3A-&catid=89
[iii][iii] Μ. Παπαδοπούλου, http://conference.arcadians.gr/index.php?itemid=4&catid=2
[iv] Σπύρος Μελάς, ακαδημαϊκός, Ελληνική Δημιουργία, «ο άγνωστος τραγουδιστής».