Στον Ηλία Αντ. Γκίνη ...

Ο Οδυσσέας, ο θρυλικός βασιλιάς, ο μεγάλος ταξιδευτής, ο νικητής της Τροίας,  δεμένος στο κατάρτι του πλοίου από τους συντρόφους του, στεκόταν ορθός, υψωνόταν στους ουρανούς και γινόταν αθάνατος. Όλα τα πάθη του κόσμου δεν στάθηκαν ικανά να του γιατρέψουν τον νόστο για την γλυκιά πατρίδα, για την Πηνελόπη, για τον Τηλέμαχο, για τον πιστό Άργο, ακόμα για τους σφετεριστές του θρόνου του, τους μνηστήρες.

Ο νόστος, είναι το σαράκι του Έλληνα, είναι η λαβωματιά στο  dna  του, είναι η αιώνια σφραγίδα του. Όπου κι αν πήγε, στα πέρατα του κόσμου κι αν έφτασε, σαν έμπορος φημισμένος, σαν κοσμοπολίτης τρανός, σαν ταπεινός μετανάστης, η πατρίδα, αυτή η ακαθόριστη ομορφιά, τούτη η βαθιά πληγή, τον καλούσε πάντοτε πίσω, στα σπλάχνα της.

Η μάνα Ελλάς, τα παιδιά της τα μισεί, τα κλέβει, τα φυλακίζει, τα εξορίζει, τα διώχνει από κοντά της. Μα και πάντα απλώνει τα χέρια της, ανοίγει την αναιώνια αγκαλιά της και τα σφίγγει στα στήθια της.  

Ο Έλληνας της μετανάστευσης, εκφράζει τον θείο πόνο, την κατάρα της φυλής, τα όνειρα της σκληρής πατρίδας. Είναι αυτός, που στάθηκε ορθός, σαν άλλος Οδυσσέας, είναι αυτός που πάλεψε με το αδύνατο και το έκαμε δυνατό. Τιμή του πρέπει του Έλληνα μετανάστη που αντιμετώπισε την σκληρή αντιξοότητα και βγήκε αλώβητος και αμόλυντος από την παλαίστρα της ζωής.

Το ανίκανο νεοελληνικό μόρφωμα τη μετανάστευση την βάπτισε «θεία» δια στόματος ενός παλιού κυβερνήτη της. Το οξυγόνο της πατρίδας που έδωσε ανάσες ζωής σε καινούριες πατρίδες, η φτηνή ελληνική πολιτική σκηνή δεν το σεβάστηκε ποτέ. Και όσο έδιωχνε τα παιδιά της η ανελέητη πατρίδα, τόσο αυτά υπέμεναν στην ξενιτειά και καρτερούσαν σαν λαμπρή την επιστροφή.

Έτσι, ο Έλληνας πήγε παντού να κάνει προκοπή, μιάς κι εδώ, κάτω από το εκτυφλωτικό φως κρύβονται σκιές. Και πρόκοψε. Μεγάλωσε φαμίλιες, σπούδασε παιδιά, πρόσφερε στις νέες πατρίδες που τον καλωσόρισαν,  αξία ανεκτίμητη. Κατάφερε με την εργατικότητά του κι έγινε ο θεμέλιος λίθος καινούριων κόσμων.

Ο Ηλίας Αντ. Γκίνης, δεν έφυγε μετανάστης. Γεννήθηκε στον Καναδά από Έλληνες μετανάστες. Πατέρας του ο Αντώνης Γκίνης από του Παλούμπα Αρκαδίας, και μάνα του η Κατίνα Κουσιουρή από το Ψάρι Ηραίας Αρκαδίας. Μεγάλωσε σαν Καναδός πολίτης. Δηλαδή στάθηκε τυχερός γιατί ευτύχησε να γεννηθεί σε ένα κράτος που τον πολίτη του τον σέβεται και τον υπολογίζει.

Αλλά ο Ηλίας ήταν Έλληνας. Κληρονόμησε κι αυτός το πάθος του νόστου για μια πατρίδα που την είδε σαν μεγάλωσε. Πατρίδα των γονιών του, δική του πατρίδα. Και την λάτρεψε, όπως την λατρεύει κάθε άνθρωπός της. Κι έχτισε πάνω της όνειρα. Έκανε σχέδια, την επισκεπτόταν συνέχεια, ήταν ο οικείος προορισμός από το μεγάλο ταξίδι των γονιών του.

Το ίδιο ταξίδι θα έκανε και φέτος, να ζήσει στο φως της, να γευτεί την αλμύρα της θάλασσας, να εισπνεύσει από τον καθαρό αέρα της. Μα δεν πρόλαβε. Τον κάλεσε ο βαρκάρης να περάσουν «απέναντι», στην άλλη ζωή, στον κόσμο των ψυχών και της αιωνιότητας.

Ο θάνατος, είναι μέρος της ζωής, οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ, γιατί οι ψυχές είναι αθάνατες. Η ύλη καταστρέφεται και δημιουργείται πάλι, αλλά η ψυχή ταξιδεύει αιώνια.

Ο Ηλίας τώρα έγινε μεγάλος ταξιδευτής. Όρθιος στο κατάρτι του Οδυσσέα, θα υψωθεί και θα ανταμώσει τον κόσμο των ιδεών, τον μόνο αληθινό κόσμο. Αυτόν τον κόσμο όπου τον καρτερούν οι δικοί του άνθρωποι, τον ίδιο κόσμο που μας περιμένει όλους.

Καλό σου ταξίδι Ηλία, γιέ ακριβέ της μεγάλης πατρίδας. Δεν σε γνώρισα, μα τούτο το πιστρόφι που κάνεις τώρα εσύ, είναι οικείο, είναι της ανθρώπινης πορείας γνώρισμα.

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος