Το "καφενείον" ...

Το Ψάρι, στα χρόνια της ακμής του μετρούσε αρκετά καφενεία. Του Κουσιουρή, του Χαρίκλειου[i], του Σταμάτη, του Μπρούκλη, ίσως και άλλα που μου διαφεύγουν. Όλα τα έκλεισε ο χρόνος.

Ορφάνεψε το χωριό από καφενεία αφού άδειασε από ανθρώπους. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, καφενεία έκαναν τα σπίτια τους, ακόμα και φούρνους[ii] για τον κάθε επισκέπτη. Στα τελευταία χρόνια το καφενείο του Χελιώτη κράτησε αλλά για λίγο.

Από εκεί και ύστερα γίναμε ένα ευτυχισμένο χωριό χωρίς καφενεία! Όμως, το καφενείο, όπως το γνωρίσαμε τουλάχιστον, ήταν (είναι) τόπος συνάθροισης. Για μια κουβέντα, μια κολιτσίνα, ένα κρασί. Ας μην ξεχνάμε ότι στους πισινούς χρόνους το κρασί που έβγαινε από την άμπελο ήταν διαμάντι, τα χημικά σκευάσματα μετά ανακαλύφθηκαν. Σήμερα στα καφενεία δεν υπάρχει καλό κρασί. Αν, στα παλιά χρόνια το καφενείο δεν είχε καλό κρασί, ο καφετζής είχε θέμα, δεν είχε πελατεία. Για τον λόγο αυτό, αλλά και γιατί οι έχοντες τα καφενεία ήσαν άνθρωποι μερακλήδες, φρόντιζαν και προμηθεύονταν άριστο κρασί. Συνήθως στο χωριό μας τα καλά κρασιά τα έκανε η περιοχή της ορεινής Ολυμπίας – Ανδρίτσαινας (Μάζι, Άσπρα Σπίτια, Μούντριζα, Τζάχα κτλ.).

Στο Ψάρι, στα ψαραίικα αμπέλια γινόντουσαν καλά κρασιά. Μία παλιά ποικιλία ο «Κολλινιώτης», σπάνια σήμερα, ευδοκίμησε και το βαθύ κόκκινο χρώμα της έχει μείνει στις παλιές γεύσεις. Στην «Βρέστα[iii]» επίσης των Κουσιουραίων έβγαινε καλό κρασί. 

Στα καφενεία, το κρασί κατείχε την πρώτη θέση. Δεν πήγαιναν για καφέ – ήταν πολυτέλεια τους παλιούς καιρούς, δυσεύρετος - πήγαιναν για κρασί. Και οι παλιοί ψαραίοι γνώριζαν από κρασί.

Στο χωριό μας σήμερα δεν λειτουργεί καφενείο. Γι’ άλλους καλό, για άλλους κακό. Όμως, κατά τον μήνα Αύγουστο έρχεται για διακοπές ο κυρ Βασίλης[iv]. Παλιός καφετζής ο κυρ Βασίλης, κάθε πρωί από νωρίς βγαίνει έξω στο σπίτι του, βγάζει ένα μικρό τραπέζι, καρέκλες, και κάθεται. Σε λίγη ώρα, μαζεύονται οι πρωινοί (στο ξύπνημα) και ο κυρ Βασίλης με περισσή χαρά φτιάχνει καφέδες. Περιττό να τονίσω ότι ο καφές του είναι μοναδικός σε γεύση.

Στο «καφενείο» του κυρ Βασίλη, όπου η φιλοτιμία του και η καλοσύνη του κυριαρχούν, συνήθως πιάνουν παλιές ιστορίες από το χωριό. Ο κυρ Βασίλης, από τις κουβέντες κάθεται συνήθως μακριά (που δείχνει ότι ήταν άριστος επαγγελματίας), συμμετέχει, αλλά κυρίως έχει τον νου του να μην λείψει από τους «θαμώνες» το παραμικρό.

Χωρίς πολλές κουβέντες ο κυρ Βασίλης, χαίρεται από την καθημερινή μικρή συγκέντρωση. Το βλέπεις στα μάτια του, στον τρόπο που χειρίζεται τα πράγματα. Πάντα πρόθυμος, χαμογελαστός, καλοσυνάτος.

Ο κυρ Βασίλης, αύριο την Παρασκευή (25/8/2016), θα φύγει για την Αθήνα. Οι διακοπές του τελείωσαν για φέτος στο χωριό. Το «καφενείο» θα κλείσει.

Να είσαι καλά κυρ Βασίλη, να μας έλθεις πάλι του χρόνου, να μας φτιάξεις τον μοναδικό σου καφέ.

Σε ευχαριστούμε πολύ.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος


[i] Στο καφενείο αυτό, ο παππούς μου ο Βασιλάκος, προερχόμενος από την Αθήνα, έκανε μια στάση πριν πάει στο σπίτι του, είκοσι μέτρα από πάνω. Παίζοντας χαρτιά, έχασε όλα τα λεφτά που είχε φέρει από δουλειά μηνών, και στο τέλος άρχισε να παίζει και μια αγελάδα. Τότε, ειδοποίησαν την γιαγιά μου η οποία έτρεξε γρήγορα στο καφενείο και τον σήκωσε με το ζόρι! Τουλάχιστον γλύτωσε η αγελάδα!

[ii] Πενήντα φούρνους έχει το χωριό μας, έλεγε προ χρόνων ο Δημήτρης Σταματόπουλος, εννοώντας τα φιλόξενα ψαραίικα σπίτια.

[iii] Βρέστα στα αρβανίτικα λέγεται το αμπέλι.

[iv] Βασίλης Κωνσταντόπουλος του Γεωργίου.