Έρημοι τόποι – όμορφοι τόποι …

Οι βροχές του Οκτώβρη κάλμαραν την αγριάδα του σκληρού τόπου, γλύκαναν την γη, το χώμα χώρισε από την πέτρα και είναι έτοιμο να δεχτεί στα σπλάχνα του το σκληρό υνί. Μπροστά, ζεμένα τα γελάδια, τα μουλάρια ή τ’ άλογα, να τραβούν στους καιρούς της παλαιολιθικής εποχής το υνί – που πάντοτε στους αιώνες το κάνει ζάφτι ο μερακλής γεωργός.

Στους σκληρούς τόπους, που το νερά δεν φτάνουν για καλλιέργειες, σε αυτούς τους τόπους ανδρώθηκε ο Έλληνας αγρότης, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο φύλακας των ανέμων. Και κατάφερε, με την αξιοσύνη του, την σκληρότητά του, το χαρακωμένο πρόσωπό του από τα λιοπύρια και τις παγωνιές, με την δύναμη της επιβίωσης – να οργώσει τα βουνά, να τους δώσει νέα σχήματα, πεζούλες πέτρινες, μονοπάτια αθάνατα – έκανε υποφερτή την αψάδα της Φύσης.

Στους όμορφους και σκληρούς τόπους και το χωριό μας, με τα βουνά να το κυκλώνουν, με τα ρέματα να ιστορούν παλιά θαύματα, τις ξερολιθιές να βαστούν τις οροθεσίες των χωραφιών, τον δυτικό καιρό που φέρνει τις βροχές, τον γκρεμισμένο Άη Λιά να φυλάει τον χρόνο σαν φυλακτό, το παλιό χωριό να κρύβει καλά τα μυστικά του, την Παγώνα ν’ απορεί με τ’ ανθρώπινα, τις ξεχασμένες βρύσες με το δροσερό νερό τους, τα αλώνια πέτρινα και χωμάτινα, μνημεία χαλεπών εποχών – και πόσα ακόμα δεν χωρούν μαζί με τις δοξασίες, τις νεράιδες και τα αερικά, τους κλέφτες που ανέπνεαν την νύχτα, τις παραλλαγές των παραμυθιών, τα τραγούδια της χαράς και της πίκρας, της δύσκολης ζωής και του παράλογου.

Στους έρημους τόπους, μια σπίθα, μια αναλαμπή, ένα φως, χαράζει την ελπίδα για την συνέχεια. Μα σβήνει γρήγορα από του βοριά την δύναμη - και η σιωπή – ο νέος βασιλιάς του χωριού, κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Η σιωπή, που έχει τόση δύναμη, τόσο δυνατή φωνή, που ακόμα και τα πουλιά αφουγκράζονται τις βουλές της και σωπαίνουν. Η σιωπή, ο αφέντης του χωριού μας.

Όχι, είναι παράλογο να νοσταλγείς την παλαιολιθική εποχή – που τέλειωσε ολοκληρωτικά και στον δικό μας τόπο πριν 40 – 50 χρόνια. Αλλά, το παρατημένο υνί, η έλλειψη ανθρώπων, η απέραντη ερημία, φανερώνουν την εξέλιξη, την πρόοδο, την ανθρώπινη πορεία προς τα εμπρός. Η παράδοση πέθανε, γιατί έπρεπε να πεθάνει. Η επαναφορά της με οποιοδήποτε τρόπο, συναισθηματικό κυρίως, εγκλωβίζει την εξέλιξη. Είναι αδύνατο να ζήσουμε στο χθες – και όμως, οι κουβέντες μας, οι εξιστορήσεις μας, οι σκέψεις μας όλες, κυριαρχούνται από το χθες. Και δεν φτάνει αυτό, το παρελθόν το βαπτίζουμε ζωή. Αυτό που πέρασε – ότι κι αν ήταν – πόλεμος, πείνα, εμφύλιος, κακουχίες, φτώχεια – εξακολουθούμε και το φέρνουμε στο παρόν. Και αντί να ζήσουμε στο παρόν, ζούμε διαρκώς στο παρελθόν, ή ακόμα και στο μέλλον που μας είναι άγνωστο.

Το χωριό μας, που το αγαπάμε – ο καθένας μας για τους δικούς του λόγους, όπως το γνώρισαν οι παλιότεροι από εμάς, έχει πεθάνει οριστικά. Αλλά από τον θάνατο μια εποχής έρχεται η γέννηση μιας άλλης. Εμείς, οι τυχεροί άνθρωποι εφόσον ζούμε σε καιρό συναρπαστικό, θα προχωρήσουμε ακόμα και μέσα από το χωριό μας – θα περπατήσουμε τα δρομάκια του, θα πιούμε νερό από τις βρύσες του – αλλά θα προχωρήσουμε μπροστά. Δίχως την νοσταλγία που φανερώνει απελπισία και δυστυχία.

Το χωριό μας έχει τις βάσεις, την θέληση, την δύναμη, να προχωρήσει στην ζωή. Μπορεί η σιωπή να κυριαρχεί σε αυτό, αλλά ακόμα κι αυτή η σιωπή ζει το παρόν. Το τώρα. Κι εμείς, οι άνθρωποί του, βρισκόμαστε στο σήμερα, στο παρόν. Στο «Είναι» των παλιών φιλοσόφων.

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος