Στον καιρό της Αποκριάς ...

Εκείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Η τεχνολογία στην μετεωρολογία έκανε τα πρώτα βήματά της και οι προβλέψεις της ήταν κατά κάποιο τρόπο γενικές. Εκείνα τα χρόνια – περίπου στα 1980, τα μερομήνια δεν λάθευαν εύκολα εκτός κι αν ο αναλυτής τους είχε πιεί μια κούπα κρασί παραπάνω.

«Πάμε στο χωριό για δυό – τρείς μέρες;» με ρώτησε ο μπάρμπας μου ξαφνικά ένα Σάββατο απόγευμα. Τον κοίταξα, να πάμε, του είπα, αλλά βαρύς δεν είναι ο χειμώνας τώρα; «Μπά, καλός καιρός είναι, πλησιάζει η αποκριά και θα σφάξουν ο παππούς και η γιαγιά σου και το γουρούνι, πάμε να βοηθήσουμε».

Ένα πρωινό της επόμενης εβδομάδας ξεκινήσαμε για το χωριό. Περάσαμε την Ελευσίνα αργά από την κίνηση μα σαν φτάσαμε στα διόδια ο δρόμος άνοιξε. Άρχισε τις γκαζιές ο μπάρμπας και αναδιπλώθηκα στο κάθισμά μου δεμένος καλά! Σαν φτάσαμε στην Κακιά Σκάλα πήγαινε με τις πάντες, προσπερνούσε τα αμάξια από δεξιά, από αριστερά, είχε κέφια!

Είχα μαζί μου κι έναν καφέ αλλά δεν τον άγγιζα, κοιτούσα με έκσταση τα παντιλίκια του μπάρμπα. Περάσαμε τον Ισθμό στην Κόρινθο και μετά τον Σολωμό, άρχισε το μεγάλο βάσανο. Ο μπάρμπας έμπαινε στις στροφές με ανάποδα τιμόνια, τα λάστιχα έβγαζαν καπνούς, τα αμορτισέρ γονάτιζαν, τα 190 χλμ. τα είχε για ψωμοτύρι η παιχνιδιάρα bmw κι εγώ λουσμένος μέσα στον κρύο ιδρώτα ούτε καν ανάσαινα.

Στους Μύλους κάναμε στάση, ο μπάρμπας πήρε καφέ, εγώ έκανα την προσευχή μου για τον Κολοσούρτη που μας περίμενε. Την διαδρομή του Κολοσούρτη την έχω διαγράψει εντελώς από την μνήμη μου. Καλύτερα έτσι.

Φτάσαμε στο χωριό σώοι και χαρούμενοι. Ο παππούς και η γιαγιά δεν μας περίμεναν και χάρηκαν πολύ. Η γιαγιά έβαλε στη φωτιά φαγητό, εγώ εκτελώντας εντολές πήγα στο πρώτο κατώι να γεμίσω την κανάτα κρασί. Σαν ανέβηκα πάνω στο χειμωνιάτικο είδα έξω την αρχή της κακοκαιρίας, το χιόνι άρχισε να δυναμώνει. Βγήκα έξω να χαιρετήσω με την ησυχία μου τον σκύλο τον κόρακα που κουνούσε την ουρά του και φοβήθηκα μην ξεκολλήσει από το σώμα του. Η Γκιόσα το μουλάρι με κοιτούσε ήσυχα, πήγα την αγκάλιασα και την φίλησα. Την πήρα από το καπίστρι και την οδήγησα στη ζέστη του κάτω κατωγιού. Χλιμίντρισε με ευχαρίστηση, έφυγα γρήγορα και γύρισα πάλι με τον ντορβά γεμάτο κριθάρι! Της τον έβαλα κι ανέβηκα στο χειμωνιάτικο, στην φωτιά.

Βγήκε ο τσιγαριστός τραχανάς από την φωτιά και οι κούπες γιομάτες κρασί κάλμαραν την αψάδα του χιονιά. Ήπιαμε πολύ, ο μπάρμπας σαν γερό ποτήρι κατέβαζε τις κούπες μονορούφι, αλλά κι εγώ καλά το πήγαινα. Ανεβοκατέβηκα τέσσερις πέντε φορές το κατώι με την κανάτα γεμάτη κρασί.

Το επόμενο πρωί φρέσκοι σαν ξυπνήσαμε, βάλαμε μπροστά το θεριό το γουρούνι. Στα σκοτώματα και στα μαχαίρια δεν είμαι καλός. Έμεινα παρά πίσω, στις βοηθητικές δουλειές, να γεμίσω το λεβέτι νερό, να το βάλω στη φωτιά, να φέρω κοντά τα ξύλα. Το χιόνι το είχε στρώσει για τα καλά και η παγωνιά τσάκιζε κόκκαλα. Ήταν ωραία. 

Σαν άκουσα τις φωνές του γουρουνιού ήμουν μακριά. Αναστατώθηκα. Το ίδιο και ο σκύλος ο κόρακας, ανήσυχη έδειχνε και η Γκιόσα. Την κοίταξα και πήγα προς το μέρος της – λιαζόταν έξω στο χιόνι. Την χάιδεψα στην μουσούδα και στον λαιμό και στα καπούλια. Όμορφο ζώο, δυνατό, κοινωνικό, φιλότιμο. Η Γκιόσα μας. Το τελευταίο άλογο, ένα κόκκινο βαρβάτο, το είχε πουλήσει ο παππούς στον Φουσκαρόγιαννη. Έτσι η Γκιόσα απόμεινε μονάχη της να φυλάει τους παλιούς καιρούς με την ακμάδα τους.

Ρίχτηκαν στη φωτιά τα κομμάτια του γουρουνιού κι άρχισε η διαδικασία για τον καλό μεζέ. Εγώ ρίχτηκα πάλι στις βοηθητικές δουλειές, τάισα το μουλάρι, τον σκύλο τον πονηρό. Στο μεσοδιάστημα πίναμε και τσιμπούσαμε. Πολύ κρασί πανάθεμά το, κατέβαινε σαν αγίασμα στον λάρυγγα. Την παγωνιά την είχαμε ξεχάσει, βρισκόμασταν σε άλλη διάσταση, αυτήν της απλότητας.

Το δεύτερο πρωινό στο χωριό ήταν πολύ παγωμένη η πλάση. Εμπειρικά λέω, ίσως και κάτω από -10 βαθμούς. Αλλά δεν κρυώναμε. Με τόσο κρασί μέσα μας είχαμε φτιάξει ένα τοίχος για το κρύο, και το άτιμο το κοκκινέλι ούτε στιγμή δεν τ’ αφήναμε ήσυχο, μα ούτε κι αυτό μας άφηνε. Ούτε ξέρω πόσα κιλά ήπιαμε από το 500αρι βαγένι.

Πέρασε όμως το πρωινό γρήγορα και είχε φτάσει η ώρα για να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Μας έδωσε η γιαγιά και ψωμί ζυμωτό πέραν των άλλων, και κάμποσο κρασί για τα σπίτια μας, ήταν δύσκολη η ώρα εκείνη της αναχώρησης.

Ξέρεις μπάρμπα; τον ρώτησα έτσι ξαφνικά, εγώ λέω να μην έλθω μαζί σου! Απόρησε … «και τι θα κάνεις, πως θα γυρίσεις στην Αθήνα;», τον άκουσα να με ρωτάει. Με τα πόδια μπάρμπα σε μια – δυό μέρες θα είμαι πίσω σώος! «Έλα … που φοβήθηκες, τώρα θα πηγαίνουμε σιγά, δεν μας κυνηγάει και κανείς».

Πράγματι σιγά πηγαίναμε, εκεί στην κατάβαση του Κολοσούρτη ευτυχώς που δεν είχε χιόνια και πάγους, αν είχε, δεν θα άκουγε στα παντιλίκια η bmw!  

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος