Τα άγρια σκυλιά του χωριού φόβος και τρόμος ...

Την γαλήνια ατμόσφαιρα στο χωριό συμπληρώνουν τα γαβγίσματα των σκυλιών. Δεν είναι πολλά, καμιά δεκαριά μέτρησα μια μέρα μα ίσως και να είναι περισσότερα.

Εκείνα που κάνουν περισσότερο έντονη την παρουσία τους βρίσκονται στην πλατεία, και σε αυτά έχει αναλάβει τη διατροφή τους ο πάλαι ποτέ πρόεδρος. Σαν περνά αυτοκίνητο από τα όρια τους αρχίζουν και το κυνηγούν για δέκα – δεκαπέντε μέτρα, μετά σταματούν αφού ο εχθρός απομακρύνθηκε!

Από τους μόνιμους κατοίκους (σχεδόν) του χωριού σκυλί έχει ο κύριος Βασίλης, ο κύριος Γιώργος και ο μόνιμος καθ’ ολοκληρίαν κάτοικος ο κύριος Δημητράκης.

Του κυρίου Βασίλη είναι «πολύ άγριο» το σκυλί, περνά αυτοκίνητο από τον δρόμο και έτοιμο είναι να πηδήξει τον φράκτη και να ορμήσει!

Ο κύριος Γιώργος έχει ένα κουτάβι κυνηγιάρικο και το βγάζει βόλτα κάθε απόγευμα. Έξω από το χωριό το αφήνει ελεύθερο και το άτιμο το κουτάβι ανεβαίνει στη Μπρίνια και κυνηγά αγριογούρουνα! Ακούς από το δρόμο κλαφουνητά, στάμπες, δίνονται μάχες στον πουρναρότοπο.

Του κυρίου Δημητράκη υποτίθεται ότι είναι φύλακας, ελέγχει κάθε κίνηση επί του δρόμου αλλά είναι μεγάλο μούτρο αυτό το σκυλί. Τα βράδια κάνει κοπάνες από τη θέση του και ψάχνει για επιπλέον τροφή. Μερικά βράδια έρχεται στο σπίτι με φόρα μα σαν με βλέπει σταματά απότομα, ξαφνιάζεται, κάθεται και με κοιτά. Όταν του λέω: «φύγε όπως ήλθες παλιόμουτρο!», μάλλον καταλαβαίνει, ρίχνει ένα παραπονιάρικο γάβγισμα κι’ εξαφανίζεται στο σκοτάδι.

Κυκλοφορούν και δυό αδέσποτα, μάνα και γιός. Έχουν και τα δυό κανελί χρώμα με μεγάλα άσπρα σημάδια στα μέτωπά τους. Η μάνα, πιο έμπειρη φυσικά στα πράγματα, είναι πολύ φιλική, ο γιός από φόβο σε έχει σε απόσταση ασφαλείας, σε κοιτάζει καλά – καλά και φεύγει.

Αυτά τα δυό σκέφτηκα αν μπορέσουμε και τα ταΐσουμε και να μείνουν σπίτι γιατί, ειδικά η μάνα δείχνει ότι θέλει μια μόνιμη γωνιά. Καλά ο μικρός είναι αλαφροΐσκιωτος αλλά ακολουθεί τη μάνα του. Τα έβλεπα εδώ κι’ εκεί να βολτάρουν ώσπου ένα πρωινό πέρασαν στην αυλή μας. Φώναξα την μάνα κοντά μου και ήλθε τρέχοντας με την ουρά της να δέρνει τον αέρα. Τρέχοντας έφτασε και ο μικρός αλλά στάθηκε πέντε μέτρα μακριά μου, με κοιτούσε για τα καλά. Τους έβαλα να φάνε, άνοιξα και την μάνικα με το νερό και γέμισα ένα αλουμινένιο βαθύ μικρό ταψάκι και ανταποκρίθηκαν στην περιποίηση δίχως δεύτερη σκέψη. Το μεσημέρι πάλι φαγητό, συμπλήρωσα το ταψάκι με νερό και πάλι με βουλιμία πήραν το γεύμα τους. Η μάνα αλλά και ο γιός ήταν πετσί και κόκκαλο που λένε, ειδικότερα η μάνα και έπρεπε να δυναμώσουν και να φτιάξει το σώμα τους να γίνει γερό.

Το βράδυ πάλι το δείπνο τους με λίγα μακαρόνια που είχαν μείνει από το μεσημέρι, ψωμάκι, πάλι νερό, «ωραία» σκέφτηκα, «θα μείνουν εδώ να μας φυλάνε!». Κατά τις 10 το βράδυ, εκεί που είχαν απλώσει τα κορμιά τους και φιλοσοφούσαν τη ρέμπελη ζωή, πετάγονται σαν ελατήρια μάνα και γιός και πάνε πίσω από το σπίτι στα είκοσι μέτρα περίπου και άρχισαν να κυνηγάνε αγριογούρουνα!

Ακούγονταν καθαρά τα γουρούνια να βόσκουν και καθαρότερα τα κλαφουνητά των σκυλιών να τα παρενοχλούν. Πλάκα είχε το σκηνικό, τα γουρούνια δεν πολυέδιναν σημασία, έφαγαν ότι βρήκαν και απομακρύνθηκαν έπειτα από μισή ώρα, τα σκυλιά από πίσω τους.

Το πρωί, η μάνα καρτερούσε το πρωινό της έξω από την πόρτα. Της χάιδεψα τη μουσούδα, το κεφάλι, κι’ αυτή με χτυπούσε αλύπητα στο πόδι με την ουρά της! «Καλά πάμε» σκέφτηκα και γέμισα τα σερβίτσια με φαγητό και νερό.

Το μεσημέρι σαν γύρισα στο σπίτι από την βόλτα μου τα σκυλιά έλειπαν, το απόγευμα δεν φάνηκαν, το βράδυ άφαντα. Κάποια στιγμή αργά, τ’ άκουσα να κυνηγάνε τα γουρούνια στις Βάρζες. Το άλλο πρωί δεν φάνηκαν. Φώναξα, σφύριξα, πουθενά. Πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα. Όπως πήγαινα, τα βλέπω έξω από ένα άλλο σπίτι που έπιασαν κονάκι. Πήγα να νευριάσω! Αλλά σαν με χτύπησε η μάνα στο πόδι με την ουρά της μαλάκωσα!

Το μεσημέρι σαν επέστρεψα στο σπίτι, ακούω τη μάνα μου να μου λέει: «έφτιαξα ρύζι για τα σκυλιά να φάνε, όπως μου είπες!». Άσε τα σκυλιά μάνα, βάλε το ρύζι να το φάμε εμείς! της είπα και στρώσαμε τραπέζι.

 

 

 

 

 

 

Opsarion.gr