Οι πρίγκιπες της Αρκαδίας ...

Την Αρκαδία, πολλοί την είδαν σαν την «Κιβωτό του Κόσμου», άλλοι την φαντάστηκαν σαν τόπο ειδυλλιακό, κάποιοι τρίτοι – ρομαντικοί αυτοί – ζωγράφισαν πίνακες με Αρκάδες ποιμένες. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα πράγματα, μερικά δεν απέχουν πολύ από τον μύθο, άλλα είναι καθαρά γεννήματα της φαντασίας.

Το γεγονός είναι ένα, η Αρκαδία αγαπήθηκε, εξερευνήθηκε, έγινε προορισμός – και δεν αναφέρομαι στην σημερινή εποχή μα στην παλιά – σ’ εκείνη την εποχή που ο κόσμος αγαπούσε τη φύση, μελετούσε τα παράδοξα των δοξασιών, έβλεπε στις όχθες των ρεμάτων νεράιδες να χορεύουν, στα ορεινά λιβάδια άκουγε ήχους από την φλογέρα του Πάνα, στο θέατρο του Ορχομενού υμνούσε τη λαμπρότητα του κόσμου, στο Τέμενος του Δία έδινε προσφορές και πλούτιζαν οι ιερείς, στον Επικούρειο Απόλλωνα κοινωνούσε το φως.

Ένας σύγχρονος άνθρωπος, Άγγλος στην καταγωγή, ο BenOkri, έχοντας στο μυαλό του τόσα πολλά για την Αρκαδία, αποφάσισε να την εξερευνήσει ο ίδιος, να ξεχωρίσει το πραγματικό από το φανταστικό, να ζήσει τον ξακουσμένο τόπο από μέσα.

            Πήρε το τραίνο από το Λονδίνο και πέρασε απέναντι στην Ευρώπη. Στους σταθμούς των πόλεων και των κρατών που διάσχιζε, κουβέντιαζε με τους συνταξιδιώτες του για την Αρκαδία. Ρωτούσε να μάθει τι γνώριζε ο σύγχρονος ευρωπαίος άνθρωπος γι’ αυτήν. Στα ερωτήματα που έθετε περισσότερες ήταν οι απογοητεύσεις από τις χαρές που έπαιρνε. Δεν πτοήθηκε καθόλου από το επίπεδο της γνώσης των συνταξιδιωτών του, εξάλλου η Αρκαδία ένας μικρός ορεινός όγκος είναι στο απέραντο ανάγλυφο του κόσμου.

            Από την Ιταλία πέρασε με πλοίο στον ελληνικό χώρο κι’ έφτασε στην Πάτρα. Από εκεί μπήκε πάλι στο τραίνο και έφτασε μέχρι την Κόρινθο. Συνέχισε με τον ίδιο ζήλο να ρωτά τους συνταξιδιώτες του. Τώρα όμως, έπαιρνε περισσότερες απαντήσεις, άκουγε πληρέστερες περιγραφές για την Αρκαδία, η γνώση του μεγάλωνε. Στην Κόρινθο άλλαξε τραίνο με τελικό προορισμό την Τρίπολη, την πρωτεύουσα της Αρκαδίας.

            Σε όλο αυτό το ταξίδι του που διήρκεσε αρκετές μέρες, κρατούσε σημειώσεις, έγραφε, έσβηνε, διόρθωνε. Παρατηρούσε τις εναλλαγές των τοπίων, ένιωθε στο δέρμα του την γλυκύτητα του φωτεινού Νότου, η προσμονή του αρχαίου κάλλους του δημιουργούσε μύρια συναισθήματα.

            Το τραίνο πέρασε τον Αργολικό πεδίο αργά, αγκομαχούσε στις πλαγιές των βουνών, η δύναμή του σωνόταν από την ανηφοριά. Έφτασε στα όρια των νομών, και το τραίνο σφύριξε σαν έκανε την πρώτη του στάση στο Αρκαδικό υψίπεδο. Στο σταθμό στο Παρθένι, πήρε τη βαλίτσα του, τις σημειώσεις του επίσης και κατέβηκε. Το τραίνο ξεκίνησε πάλι κι’ έφυγε.

            Με την βαλίτσα στο ένα χέρι και τις σημειώσεις του στο άλλο, βγήκε από τον σταθμό και στάθηκε. Ακούμπησε καταγής την βαλίτσα του κι’ έμεινε ασάλευτος. Κοίταξε το φως, μύρισε τον αέρα και τον ένιωσε να τον χαϊδεύει στο πρόσωπο. Για πολύ ώρα κοιτούσε βουβός τις γραμμές των βουνών, άκουγε τους ήχους των δέντρων.

Την απόλυτη σιωπή έσπασε η κίνηση του αριστερού του χεριού που σήκωσε από το χώμα τη βαλίτσα του. Την πήρε και αμίλητος επέστρεψε στον σταθμό του τραίνου. «Όχι, δεν είναι αυτή η Αρκαδία», μονολόγησε, και επέστρεψε πίσω στην πατρίδα του.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2001, ένας άλλος ταξιδευτής, ένας Γάλλος αυτή τη φορά, ο  Jacques  Lacarriere  αναζήτησε την Αρκαδία αλλά ούτε αυτός δεν την βρήκε. Μονάχα σε ένα μέρος της: «Κατά το τελευταίο μου ταξίδι, στο οποίο ακολούθησα τα αχνάρια του Παυσανία, δεν απάντησα την Αρκαδία των ζωγράφων και των ποιητών παρά σε ένα μόνο σημείο, στη λίμνη Στυμφαλία. Η καρδιά τούτης της περιοχής που περιβάλλεται από πολύ δασωμένα βουνά, συχνά, ιδιαίτερα το Φθινόπωρο σκεπάζεται από ομίχλες και καταχνιές, φέρνοντας ακατανίκητα στο μυαλό τα Χάιλαντς της Σκωτίας».

Ο  Ben  Okri[1]  νομίζω πως ζει, ο  Lacarriere[2] πέθανε το 2005. Αν τους είχα τώρα εδώ στην παρέα μου θα τους έλεγα ένα πράγμα, επειδή και οι δυό αγάπησαν την Ελλάδα και ειδικότερα την Αρκαδία: Την Αρκαδία, οι ποιητές και οι ζωγράφοι δεν την ήξεραν, απλώς την φαντάστηκαν, την έπλασαν σαν τον παράδεισο και την ύμνησαν. Αν θέλετε να γνωρίσετε την πραγματική Αρκαδία και όχι την πλαστή, δεν έχετε παρά να κάνετε ένα μονάχα πράγμα. Ακολουθήστε τους Αρκάδες ποιμένες, μόνο αυτοί γνωρίζουν την Αρκαδία. Ούτε οι διηγήσεις τρίτων, ούτε οι τουριστικοί χάρτες, ούτε ο ευδαιμονισμός για πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε. Μόνο οι ποιμένες, αλλά κι’ αυτοί αν έχουν διάθεση να προδώσουν αρχαία μυστικά!

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 


[1] Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο έγραψε ένα βιβλίο για την Αρκαδία και με το  BBC  γύρισε ένα ντοκιμαντέρ με το ταξίδι του αυτό. Τα πνευματικά δικαιώματα καθιστούν αδύνατη την προβολή του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ.  

[2] Το 2001 δημοσίευσε το «Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας» στο οποίο συγκέντρωσε με την μορφή λημμάτων ενός λεξικού ότι αγάπησε από τη χώρα μας.