Εκλογικές σκέψεις προ εκλογών ...

Η Άνοιξη πλησιάζει προς το τέλος της, τα χρώματά της όμως παραμένουν εξαίσια, φωτεινά, οι μυρωδιές στους αγρούς και στις δασωμένες πλαγιές, χαϊδεύουν με την αύρα τους την ανθρώπινη παρουσία. Και τούτο το πρωινό είναι λαμπρό, μοσχοβολά χαρά, οι ακτίνες του ήλιου με τις ριπές τους δίνουν ανάσες στην υγρή γη, τούτη η σμίξη έχει αγάπη μέσα της, την διακρίνεις, δίχως να μιλάς ή να σκέφτεσαι.

          Στη βεράντα κάθομαι τώρα, αντίκρυ στον ήλιο και μυρίζω την ομορφιά, με κυκλώνει και κάθομαι ασάλευτος, ολούθε, όπου και αν κοιτάξω, ευλογία. Είναι πρωί ακόμα, τα κοκόρια βάρεσαν νωρίτερα τη λαλιά τους αλλά βαρέθηκαν και σώπασαν, σκόρπια γαυγίσματα από δυό-τρία σκυλιά, έτσι, για ν’ ακουστούν πως υπάρχουν, να δείξουν στ’ αφεντικά τους ότι τάχα μου είναι φύλακες, τι να φυλάξουν δηλαδή, όμως, σκυλιά είναι, τι άλλο να κάνουν εκτός από το να ραχατεύουν στις αυλές και στους δρόμους; Κοντά στο κλίμα του γείτονα, ένας μεγάλος λαφιάτης έχει πάρει θέση και παραμονεύει για τη τροφή του, όλο και κάποια ζούδια θα περάσουν από το καρτέρι του, αν πάλι χάσει τον χρόνο του, θα συρθεί σε κάποιο μικρό λαγούμι, θα ξετρυπώσει ένα ποντίκι, κάπως θα περάσει ευχάριστα το πρωινό του, δεν θα πάει χαμένο. Εκεί, κοντά στο κλίμα -που βρίσκεται και η εξώπορτα του σπιτιού, χθές βράδυ η κουκουβάγια είχε πάλι καθίσει αναπαυτικά και έλεγχε την είσοδο – ποιος μπαίνει και βγαίνει- παρατηρούσε σιωπηλή την κάθε κίνηση στον αέρα, και την έβλεπες, που και που ανοιγόκλεινε το ράμφος της, και έχαφτε μύγες; Ποιος ξέρει; Τέτοια ώρα όμως, δεν έχει λόγο ύπαρξης εκεί στη βίγλα της, φτεροκοπά στα ψηλότερα και μόνο αυτή γνωρίζει πως περνά τη μέρα της. Στα ψηλότερα, λίγο παραπάνω από το σπίτι, παλιότερα ακούγονταν -ειδικά τα πρωινά- να βαρούν πέρδικες, πρέπει να ήσαν πολλά ζευγάρια, να γεννοβολούσαν και να απολάμβαναν τη ζωή. Είχαν όμως και καρπούς και τσιμπολογούσαν, έβοσκαν, τώρα όμως έχουν χαθεί οι καρποί, τα σταροχώραφα έμειναν χέρσα, τα ζευγάρια έχασαν τη διάθεσή τους και λιγόστεψαν. Τις ακούω αραιά και που και τώρα, αλλά σαν λυπημένες μου ακούγονται.

          Λίγο πριν φανερωθεί ο ήλιος, μεταξύ του φαιοπράσινου της αυγής και της νύχτας που χάνεται, οι αγριόχοιροι δίχως φόβο τραβούν για τα γατάκια τους, βάζουν στη πλάτη τους στέρεα βράχια καλυμμένα από πουρνάρια και στρώνονται στον ύπνο και στο παιχνίδι. Χορταίνουν φαγητό ολονυχτίς, βλέπεις πάντα βρίσκουν τροφή, πότε σαν τους κηπουρούς σκαλίζουν τα χωράφια για ρίζες, πότε τρώνε τα πεσμένα βελανίδια, κατά τις αρχές του Φθινοπώρου πάνε στα πεσμένα καρύδια, περνάνε ζωή καλή, τα μικρά μεγαλώνουν, τα ζευγάρια παίζουν στις νερολούτσες ερωτικά παιχνίδια, οργώνουν με την παρουσία τους βουνά και λαγκάδια, όμως πριν εμφανιστεί ο ήλιος τραβάνε στα κονάκια τους, η ζωή, δεν είναι μονάχα δουλειά, θέλει και ραχάτι.

          Η πανίδα τρέφεται και από την χλωρίδα, όμως ο άνθρωπος, ο δυνατότερος του οικοσυστήματος τρέφεται και από τα δύο, χόρτο και σάρκα, τ’ αλέθει μέσα του και στουμπώνει τη πείνα του. Παλιότερα έτρωγε μονάχα καρπούς, το δώρο του Προμηθέα όμως τον οδήγησε συν τω χρόνω στην κατανάλωση γευστικότερων ίσως εδεσμάτων. Μα και ο άνθρωπος με τη σειρά του, τρέφει ανώτερους οργανισμούς, αυτούς δηλαδή που ζουν από τον φόβο του, αυτόν που έχει να κάνει με τις ανασφάλειες του αφενός και με το τί γίνεται μετά τα φυσικά.

          Τη ζωή «μετά τα φυσικά», δε λέω, κι εγώ τη σκέφτομαι αραιά και που, να μεταφερθώ μετά τα φυσικά κάπου αλλού -με βολεύει αυτή η προοπτική- ή να περάσω στην ανυπαρξία, ή σε αυτό που ήμουν δηλαδή και πριν γεννηθώ. Αυτές οι σκέψεις πλάκα έχουν, διότι σου δείχνουν πως η ζωή, αυτή που οργανώνεις, που προγραμματίζεις, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία εντελώς πλαστή, ψεύτικη κατάσταση που σε κρατά διαρκώς απασχολημένο με ανούσια εν τέλει πράγματα.

          Σε όλο αυτό το σκηνικό, δεν υπάρχει φόβος, δεν νοιάζομαι για παράδεισο και κόλαση, για ευτελή δηλαδή πράγματα της θρησκευτικής παράδοσης. Και, τουλάχιστον τώρα γελάω με την υποκρισία της δογματικής χριστιανικής αντίληψης, και πριν γελούσα, όμως τώρα το γέλιο είναι πιο αναζωογονητικό, πιο καθαρό. Η ζωή είναι φανταστική, μα βλέπεις, την αφήσαμε σε τρίτους να μας την κουμαντάρουν, αυτοί μπορεί να λέγονται θρησκευτικοί ηγέτες, ίσως να λέγονται πολιτικοί, εμείς μετέχουμε σε αυτούς τους κύκλους των μαζών, της εκκλησίας ή του κόμματος, όλο αυτό το περίτεχνο σκηνικό, φανατίζει, δημιουργεί αντιπάθειες, γεννά συγκρούσεις, και είναι φυσικά απόλυτα ελεγχόμενο. Δεν χρειάζονται πλέον φάκελοι για να σε ελέγξουν, μόνος σου πας και δίνεις τα στοιχεία σου, δηλώνεις την υποταγή και την πίστη σου σε μία ομάδα, θρησκευτική, πολιτική, αθλητική κτλ., ή μετέχεις στα κοινωνικά δίκτυα λέγοντας πάντοτε ελεύθερα τη γνώμη σου και δηλώνοντας με ακρίβεια τις συνήθειες σου, τι κάνεις, πως περνάς την ημέρα σου, είσαι πλέον ένας κόκκος άμμου μέσα στο χάος της υπερπληροφόρησης, και έχεις την αφέλεια, ότι εσύ είσαι ο καλός και οι άλλοι είναι οι κακοί, αυτό δηλαδή το παιχνίδι που βάζουν στο αδύνατο μυαλό σου που αναζητά να σβήσει το φόβο του. Όμως, ούτε ο φόβος σου σβήνει, ούτε η ανασφάλεια σου παίρνει τέλος, αντίθετα, γίνεσαι όλο και περισσότερο φανατικός, άοσμος και άχρωμος, εντελώς απρόσωπος μέσα σε ένα τεράστιο κοπάδι που βαδίζει πάντοτε όπου θελήσει ο τσοπάνης του.

          Πέρασε όμως κάπως η ώρα, ο ήλιος κατά τις 8 το πρωί  σαν τον έχεις αντίκρυ σου, σκεπάζει τον κόσμο του με αγάπη, -μέσα σε αυτόν κι εγώ- όμως πυρώνουν οι αχτίνες του στο τέλος της Άνοιξης, και έτσι, αναζήτησα σε άλλο χώρο τη βολή μου, περισσότερο δροσερό, με τη λαμπρή μέρα έξω και τη δροσιά μέσα, και που αλλού να πάω τέτοια ώρα εκτός από το κατώγι του σπιτιού; Σαν κάθισα αναπαυτικά στο κατώγι, ο αέρας εισχωρούσε από τα δυό παράθυρα και την ανοιχτή πόρτα, έκανε έναν κύκλο, ανανεωνόταν διαρκώς, σε κάθε του κίνηση ένιωθα την αύρα του να χτυπά το σώμα μου, και, ήμουν καλά. Δεν ήθελα άλλα πράγματα στην κατάσταση αυτή που φτιάχνει η φύση με τη νοημοσύνη της.

          Καθόμουν αναπαυτικά στην ξύλινη καρέκλα έχοντας τα χέρια μου ακουμπισμένα στο τραπέζι, με τρόπο που, αφενός με έλουζε ο αόρατος αιθέρας και αφετέρου η ματιά μου περιστρεφόταν κυκλικά εύκολα, και να σημειώσω εδώ, ότι, άθελά μου, γινόμουν παρατηρητής, κάθε τι που περιείχε κίνηση, ο σπουργίτης, ο ήσυχος λαφιάτης, το πράσινο φύλλο της καρυδιάς, ένα σκυλί που πέρασε από τον κήπο σκορπίζοντας τον ελεύθερο χρόνο του, όλα αυτά τα μικρά, τα διέκρινα άκοπα, και ασυνείδητα. Μου αρέσουν ιδιαίτερα οι στιγμές αυτές, που το μυαλό είναι καθαρό από σκέψεις, δεν το βαρύνουν περιττά, και νιώθω τον κύκλο αυτό των πραγμάτων να με συντροφεύει και να μου δημιουργεί μία εσωτερική χαρά. Στην ησυχία αυτή, ο κρότος της σελίδας ενός βιβλίου που έπιασα στα χέρια μου, μου φάνηκε πολύ έντονος, και πάλι όμως έπεσα ήσυχα σε μία από τις σελίδες του και άρχισα να απαγγέλω τον Ορφικό Ύμνο στον Πάνα:

Πᾶν καλῶ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τὸ σύμπαν, οὐρανὸν ἠδὲ θάλασσαν ἰδὲ χθόνα παμβασίλειαν καὶ πῦρ ἀθάνατον· τάδε γὰρ μέλη ἐστὶ τὰ Πανός. ἐλθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονε Ὥραις, αἰγομελές, βακχευτά, φιλένθεε, ἀστροδίαιτε, ἁρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπῆι, φαντασιῶν ἐπαρωγέ, φόβων ἔκπαγλε βροτείων, αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις, εὔσκοπε, θηρητήρ, Ἠχοῦς φίλε, σύγχορε νυμφῶν, παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαῖμον, κοσμοκράτωρ, αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν, ἀντροχαρές, βαρύμηνις, ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης. σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον γαίης πέδον ἐστήρικται, εἴκει δ᾽ ἀκαμάτου πόντου τὸ βαθύρροον ὕδωρ Ὠκεανός τε πέριξ ἐν ὕδασι γαῖαν ἑλίσσων, ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς, ζωοῖσιν ἔναυσμα, καὶ κορυφῆς ἐφύπερθεν ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα. βαίνει γὰρ τάδε θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς· ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ᾽ ἀπείρονα κόσμον. ἀλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαῖν᾽ ἐπὶ λοιβαῖς εὐιέροις, ἀγαθὴν δ᾽ ὄπασον βιότοιο τελευτὴν Πανικὸν ἐκπέμπων οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης.

          Έκλεισα το βιβλίο σαν ολοκλήρωσα τον Ύμνο, το έβαλα στη θέση του και άνοιξα ένα μαύρο δερμάτινο ντοσιέ που είχα τοποθετήσει αποβραδίς στην άκρη του τραπεζιού, και μέσα στο οποίο είχα εκλογικό υλικό: ψηφοδέλτια κομμάτων, των υποψηφίων  βουλευτών (ή βολευτών), έναν εκλογικό κατάλογο, προγράμματα κομμάτων που δεν διαβάζει κανείς, διάφορες φωτογραφίες υποψηφίων ρετουσαρισμένες με τρόπο τέτοιο που έμοιαζαν πιότερο σαν ψεύτικες, σαν πλαστές, παρά σαν αληθινές. 

          Την επόμενη εβδομάδα έχουμε εκλογές, και καλούμαι κι εγώ -σαν ελεύθερος πολίτης- να εκλέξω τον αξιότερο για την θέση του προέδρου της κυβέρνησης. Καλούμαι  δι’ εκλογής, ν’ αναδείξω τους καταλληλότερους συμπολίτες που θα στελεχώσουν το νέο κοινοβούλιο. Το απερχόμενο κοινοβούλιο, απέτυχε, ως γνωστό στα καθήκοντά του, και δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη του τόπου. Πάντοτε, τα απερχόμενα κοινοβούλια, θεωρούνται αποτυχημένα, πάντοτε η ανάπτυξη, αυτή η αόριστη και άοσμη λέξη των λογογράφων πολιτικών λόγων, περιμένει τον επόμενο πρωθυπουργό να την ολοκληρώσει και να της δώσει υπόσταση, ώστε, εγώ ο ψηφοφόρος να αντιληφθώ την παρουσία της κάποια στιγμή και να θαυμάσω την δύσκολη επίτευξή της. Αν γίνει κάτι τέτοιο, συγκινημένος μα και περήφανος, θα δώσω τα εύσημα στους δημιουργούς της, και γιατί όχι, θα στηρίξω δια της ψήφου μου εκείνη τη παράταξη που με έκανε ή με κάνει να νιώθω, πως κι εγώ αποτελώ μέρος όλης αυτής της χαράς.

          Χαρά για τους μεν, λύπη για τους δε, γι’ όσους δηλαδή δεν θα καταφέρουν να αναδείξουν στα κέντρα των αποφάσεων την δική τους αντανάκλαση, τον δικό τους αντιπρόσωπο, αυτόν δηλαδή που θα ματώνει, θα αγωνίζεται και για το καλό τους. Η κάθε προεκλογική περίοδος συνεπώς, είναι ένα μείγμα επιθυμιών, όπου σε αυτή κυριαρχεί η ατέλεια. Εγώ ο ατελής, καλούμαι να εκλέξω τον τέλειο βουλευτή. Ο ατελής υποψήφιος βουλευτής, καλεί τους ατελείς ψηφοφόρους να τον ψηφίσουν για να οικοδομήσει το τέλειο κράτος. Ο ένας κοροϊδεύει τον άλλον, και, αυτή η αμφίδρομη σχέση, θεωρείται υγιής, ειλικρινής, πολιτισμένη, διέπεται δε από δημοκρατικές ευαισθησίες, αλλά μόνο δυστυχώς, στο πεδίο του φανταστικού. Διότι, επί του πραγματικού πεδίου, όλο αυτό το αλισβερίσι, δεν είναι παρά ένα κουβάρι με περιττώματα, που το αποτελούν ο υποψήφιος και ο ψηφοφόρος.

          Στα ανώτερα επίπεδα της πολιτικής σκηνής, η ατέλεια είναι περισσότερο καλυμμένη, πιο λεπτοφυής, αναγνωρίζεται δυσκολότερα, και αυτό συμβαίνει επειδή το κάθε κόμμα, έχει σπουδάσει και μελετήσει σε βάθος τη συμπεριφορά της μάζας. Ο όχλος, η μάζα, η αγέλη, κάτω από την ομπρέλα ενός πολιτικού κόμματος, παίρνει δύναμη, νιώθει ασφάλεια, εκφράζεται με οργανωμένη βία, και φυσικά, μόνο το ένα κόμμα πρέπει να υπερτερήσει του άλλου, διότι, μόνο το ένα κόμμα μιλά για τον καλό σκοπό, για την ανάπτυξη και την ευημερία, μόνο το ένα κόμμα στέκεται στο πλευρό του πολίτη με συνέπεια. Το ατελές λοιπόν κόμμα, όποιο λάβαρο και αν φέρει, καλεί τους ατελείς φίλους του να το αναδείξουν στην πρώτη θέση της εκλογικής αναμέτρησης για την επίτευξη της τέλειας κοινωνίας. Τέλεια κοινωνία από ατελές κόμμα και ατελείς πολίτες είναι εφικτή;

          Έκλεισα το μαύρο ντοσιέ δίχως να αποφασίσω τι θα ψηφίσω -ήμουν ακόμα αναποφάσιστος- διάκρινα πολύ εύκολα την υποκρισία των υποψηφίων, και αυτή η διάκριση, με έκανε να αναρωτηθώ: γιατί οι άνθρωποι φερόμαστε με τρόπο που δεν μας αρμόζει; Ή φερόμαστε έτσι, επειδή δεν μπορούμε να συμπεριφερθούμε διαφορετικά; Δεν ξέρω, αυτή είναι η μόνη απάντηση που δίνω στον εαυτό μου, όταν φτάνω να εξηγήσω την δόλια συμπεριφορά, ειδικότερα, των υποψηφίων. Φαίνεται, πως η ματαιοδοξία είναι ισχυρό εργαλείο, τόσο μάλιστα, που κάνει πολλές φορές τον άνθρωπο αδίστακτο, και τον βλέπεις να μεταχειρίζεται κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο για την εκλογή του. Έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε όλα αυτά ως φυσιολογικά, ως μέρη ενός εκλογικού παιχνιδιού, μιάς αναμέτρησης για τη ανάδειξη του πρώτου, του ισχυρού, όμως, αλήθεια, όλο αυτό το παιχνίδι εξυπηρετεί το μικροσυμφέρον μας ή την Δημοκρατία; Δεν ξέρω.

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

Σημείωση: Το άρθρο, μάλλον περίμενε πολλά χρόνια στο αρχείο ξεχασμένο. Όλως τυχαίως, βγήκε σήμερα στην επιφάνεια. Ανήμερα των εκλογών!