Ένα μικρό απόσπασμα από υπό έκδοση βιβλίο ...

Καταφύγιο Οστρακίνας

          Θα πρέπει να κοιμήθηκα πολύ το βράδυ, σαν ξύπνησα, βρήκα δίπλα μου ένα βιβλίο ανάποδα, με τις σελίδες του ανοιχτές, τις Αδερφοφάβες[1] διάβαζα πριν κλείσουν τα μάτια μου. Τακτοποίησα το κρεββάτι μου, φούντωσα την φωτιά και ανέβηκα επάνω να νιφτώ και να ετοιμάσω το πρωινό μου, έξω το χιόνι θα έπεφτε αποβραδίς διότι είχε κάνει καλή κάλυψη στο έδαφος και στις σκέπες των σπιτιών, άφησα για λίγο τον παγωμένο αέρα να μπει μέσα και όταν έκλεισα καλά τις μπαλκονόπορτες, ασχολήθηκα με το γεύμα μου, έβαλα λίγες ελιές σε ένα πιάτο μικρό, σε άλλο ένα έκοψα ένα πράσο, το λάδωσα καλά, πήρα το ψωμί μου και το μπρίκι με τον καφέ και κατέβηκα στο τζάκι. Έψησα όσο να καψαλιστεί το ψωμί, ο καφές αργούσε ακόμα να γίνει και περιμένοντάς τον να φουσκώσει, έβαλα στο μηχάνημα ένα δισκάκι με τους Pink Floyd και άρχισα να ακούω το Shine on you crazy diamond, γραμμένο για τον Syd Barrett. Γύρισα τον καφέ στην κούπα και κάθισα στο τραπέζι, οι ελιές ήσαν γεμάτες ψαχνό, έκανα και δυό τρείς παπάρες στο πράσο με το καψαλισμένο ψωμί και περίμενα να φανούν τα σπουργίτια, και γι’ αυτά είχα μαζί μου το φαγητό τους. Πράγματι, δεν πρόλαβα να τα σκεφτώ και καλοκάθισαν στο πρεβάζι του παράθυρου κοιτάζοντας μέσα, προς την φωτιά, σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα, δεν τρόμαξαν, ήσαν όμως σε επιφυλακή, άφησα τα ψίχουλα στο πρεβάζι και ανέβηκαν πάλι πάνω του σαν μπήκα πάλι μέσα, έσωσα το φαγητό μου, πήρα τα πιάτα και ανέβηκα να τα πλύνω και κατέβηκα γρήγορα πάλι κάτω έχοντας στο χέρι μου ένα νεροπότηρο.

          Ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, κοιτούσα την καρδιά της φωτιάς, και εκεί, δεν ξέρω πως, το μυαλό γύρισε μερικά χρόνια πίσω, στο καταφύγιο της Οστρακίνας. Τότε, ήμασταν μια παρέα παιδικοί φίλοι και γυρνούσαμε δίχως προγράμματα τα βουνά της Ελλάδας, δεν είχαμε πάνω από το κεφάλι μας κανένα ορειβατικό σύλλογο να μας διαφεντεύει και ανεβαίναμε βουνά, διασχίζαμε μονοπάτια, πέφταμε σε φαράγγια και φτάναμε στις άκρες τους, κοιμόμασταν παντού, σε ξενοδοχεία, σε σκηνές, κάτω από τα αστέρια, δίπλα σε λίμνες, πότε προφυλαγμένοι και πότε όχι από τους καιρούς, τρώγαμε στα δάση και όπου μας έβγαζαν οι στιγμές, δεν μας ένοιαζε τίποτε, αρκεί που βρισκόμασταν σε ένα δάσος. Περπατήσαμε στην Ροδόπη, στον Όρβηλο και στο Φαλακρό της Δράμας, στο Μπέλες, στον Όλυμπο[2] και στον Κίσσαβο, στα Καμβούνια, στην Γκιώνα και στα Βαρδούσια, στην Πάρνηθα και στην Πεντέλη, στην Ζήρεια και στον Χελμό, στον Ταΰγετο και στο Μαίναλο, ανεβήκαμε την Δίρφη και φτάσαμε μέχρι την Κρήτη, τα βουνά και τα φαράγγια της, αλλά η Πίνδος έγινε το σπίτι μας. Η Γκαμήλα, ο Σμόλικας, ο Γράμμος, οι Δρακόλιμνες, ο Αώος, ο Βοϊδομάτης και ο Σαραντάπορος, ο Άραχθος νοτιότερα, ο Βίκος, τα Ζαγοροχώρια, η Βάλλια Κάλντα και τα βλάχικα χωριά της, όλα ένα ατέλειωτο μεθύσι. Ξεκινούσαμε από την Αθήνα και ήμασταν πάντοτε στο παρόν, πως τα καταφέρναμε; Ολόκληρη η Ελλάδα ήταν στα πόδια μας, φτάσαμε στο Σκρά, κοιμηθήκαμε στο Παρθένο δάσος, πέσαμε για κολύμπι με υπό το μηδέν στην λίμνη του Τσίβλου, είχαμε αφεθεί στην απέραντη ομορφιά του τόπου μας. Και όλα αυτά, με ελάχιστα φράγκα στην τσέπη μας, τα φράγκα τα πολλά τα είχαμε στην ψυχή μας που διψούσε να γευτεί την ζωή. Σε όλα αυτά τα ταξίδια, ήμασταν πότε μόνοι μας, πότε με τα κορίτσια[3] μας, όλα παιδιά του ίδιου θεού, εκείνου που έφτιαξε τον Κόσμο αρμονικό και οι θρησκείες πασχίζουν να τον καταστρέψουν με τον φόβο του «μετά», ξεχνώντας ή παραβλέποντας ότι η ζωή δεν έχει πριν και μετά, είναι μία και αδιαίρετη, άχρονη, δηλαδή αθάνατη.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος 

Σημείωση: Το ανωτέρω μικρό απόσπασμα είναι από το υπό έκδοση βιβλίο "Που είναι η Αρκαδία;" 



[1]Του Νίκου Καζαντζάκη.

[2]Ο Όλυμπος δεν μας θέλησε στις κορφές του. Τρείς φορές που θελήσαμε να φτάσουμε στα ψηλά άκρα του, κάτι συνέβαινε και αναβάλαμε την ανάβασή μας. Άλλες φορές κινηθήκαμε στα χαμηλότερα σημεία του.

[3]Με μια φίλη μου από τα μέρη της Πρωσίας πρίν από χρόνια, διασχίσαμε στην Σάμο το Κακοπέρατο, ένα πάρα πολύ δύσκολο φαράγγι, μικρό στο μήκος του που καταλήγει στην θέση «Ποτάμι» κοντά στο Καρλόβασι. Με το ίδιο λαμπερό παιδί, κουραστήκαμε στη Σαμαριά και αφεθήκαμε στα βαθιά νερά της Αγίας Ρουμέλης. Μια τρίτη φορά, ανεβήκαμε στην κορφή του Αίνου στην Κεφαλλονιά κι’ αγναντέψαμε το Σύμπαν.