Ο παπάς του χωριού ...

Ο Παπάς του χωριού

 

Να δείς παπά στο βουνό να κυκλοφορεί, σκέφτεσαι και λές: δουλειές θα ‘χει ο παππούλης στα χωράφια του, κάποιο αμπέλι ενδεχομένως και πάει να το δεί. Γιατί στα αστικά κέντρα, οι παπάδες πίνουνε το περίσσευμα της θείας κοινωνίας, στα χωριά όμως όλο και κάποιο αμπέλι θα καλλιεργούν για να συνοδεύσουν το λιτό γεύμα τους. Αν βέβαια αντικρύσεις παπά ζωσμένο με τα φυσεκλίκια του και την καραμπίνα του, ώπα λές: «έπεσα σε αντάρτη». Αυτή τουλάχιστον είναι η πρώτη σκέψη του μυαλού. Γιατί η δεύτερη έρχεται αμέσως μετά: «τι να κυνηγά ο παπάς;».

Ο παπάς κυνηγά λαγούς (όχι με πετραχήλια). Και σαν καλός και έμπειρος κυνηγός που ‘ναι, έχει και το σκύλο του. Στο χωριό και χωρίς σκύλο, είναι σα να λέμε, στη πόλη με την πόρτα του σπιτιού ανοικτή. Κάποτε βέβαια συνέβαινε αυτό στις πόλεις, τότε δηλαδή που υπήρχαν μονοκατοικίες και γειτονιές, τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα και δρόμοι ασφάλτινοι. Αλλά οι εποχές αυτές πέρασαν και έμειναν γλυκιά ανάμνηση για ένα κόσμο που χάθηκε στο μέλλον. Και το μέλλον ανήκει σε αυτούς που το προγραμματίζουν (λέμε τώρα!).

Ο παπάς λοιπόν, έχασε το σκύλο του. Κάποιοι κυνηγοί του τον πήραν μέσα από το κλουβί. Ντροπή; Η μέγιστη θα ‘λεγα για ένα κυνηγό να κλέβει σκύλο κυνηγού. Και δικαίως ο παπάς άρχισε και καταριόταν τους «ευλογημένους» και τα «καλά παιδιά» που του στέρησαν το σκύλο του. Και οι αφορισμοί παπά είναι άσχημη δουλειά, βαριά και ασήκωτη. Καμιά φορά όμως οι αφορισμοί βγαίνουνε και σε καλό. Όπως στην περίπτωση του Λασκαράτου που παρακάλεσε τον δεσπότη που τον είχε αφορίσει ο αθεόφοβος να μη λιώσει το σώμα του, να του αφορίσει και τα παπούτσια να μη λιώνουν. Την έβγαλε ο τυχερός Λασκαράτος με ένα ζευγάρι άλιωτα παπούτσια μέχρι τα βαθειά γεράματα.

Δεν ξέρω αν έπιασαν τόπο οι «ευλογίες και οι κατάρες» του παπά της ιστορίας μας. Γιατί, και με τους παπάδες σήμερα τι να πρωτοπιστέψεις. Άκουσα όμως ότι στην περιοχή του παπά κάποιοι άφησαν φόλες. Σα να λέμε: «ενός κακού μύρια έπονται». Χάθηκε από κλοπή ένα σκυλί και θα χαθούνε κι άλλα ακόμα από εκδίκηση; Γιατί να πληρώνουν τα σκυλιά την απρέπεια τη δική μας; Δεν γνωρίζω ποιος/οι έβαλαν τις φόλες, ο οργισμένος παπάς ή κάποιος άλλος. Το αποτέλεσμα όμως της εγκληματικής πράξης θύματα θα ‘χει αθώα σκυλιά.

Και μια και ο λόγος για παπάδες, δεν είναι λίγοι οι παπάδες κυνηγοί. «Παπά, θα ‘ρθεις για κυνήγι αύριο;». «Ναι ευλογημένε μου, θα ξεπετάξω γρήγορα τη θεία λειτουργία και θα ‘ρθω!». Ωραία πράγματα, ανθρώπινα. Τους παπάδες τους χάλασαν οι πόλεις και τα βαριά χρυσαφικά. Οι περισπούδαστοι λόγοι και ο φανατισμός. Τα μανικετόκουμπα και η σωτηρία του κόσμου. Στα χωριά όμως ο παπάς είναι και αγρότης, και αμπελουργός, και κτηνοτρόφος, και ξυλοκόπος, και φαμελίτης, και πότης γερός όταν το καλεί η περίσταση. Και τα μανικετόκουμπα δεν τα ξέρει, τα χρυσαφικά που έχει και βλέπει είναι αυτά της εκκλησίας. Και τους πύρινους λόγους τους αφήνει για τους μορφωμένους δεσποτάδες.

Και ο δικός μας ο παπάς -αυτός της ιστορίας μας- κάπως έτσι είναι. Ανθρώπινος, με τα καλά και τα κακά που κουβαλάμε όλοι μας. Και κάποιοι αλήτες του στέρησαν το σύντροφο στο κυνήγι, το σκύλο του. Και «κατεβάζει» ο παπάς όλα τα ευαγγέλια, που τα ξέρει και καλά.

Τον συνάντησα ένα βράδυ που πήγαινα στο χωριό. Στην άκρη του δρόμου καθόταν περιμένοντας μήπως και φανεί από το πουθενά ο σκύλος του. Η φιγούρα του, όπως έπεσαν τα φώτα επάνω του, έδωσε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα στοιχεία απόκοσμα.  Παπάς ή διάβολος ήταν στο πεζούλι;







Ο Άρτος του Δία

Σημείωση: μικρή αυτοτελής ιστορία από το υπό έκδοση βιβλίο με τον τίτλο: Κυνηγώντας άγρια σε Αρκαδία & Ελλάδα. Η συγκεκριμένη ιστορία είχε δημοσιευθεί προ ετών σε μόνιμη στήλη αθηναϊκής εφημερίδας.