Διάλογος δύο «φυλακισμένων» μέσω Viber …

Διάλογος δύο «φυλακισμένων» μέσω  Viber

 

Καλημέρα, πάλι πρωινός και σήμερα.

Ναι, κι εσύ το ίδιο.

Τι, ξυρίστηκες; Αφού είχες πει ότι θ’ άφηνες γένια!

Το είπα, αλλά με είδε μιά φίλη μου ηλεκτρονικά και μου είπε: έλα! Δεν σου πάνε, κόφτα.

Δηλαδή, είσαι έρμαιο των γυναικών; Κάνεις ό,τι σου λένε;

Ναι, δηλαδή είμαι;

Γέλια … και δε μου λές, την γραβάτα της επανάστασης που φοράς, την έχει δεί;

Όχι, πως σου ήλθε πάλι αυτό.

Τι, φοβήθηκες μη την δει και σε χαρακτηρίσει κομμουνιστή; Πάλι γέλια …

Όχι ρε, γιατί, ήταν κομμουνιστής ο Τσέ; Πλάκα κάνεις;

Καλά, ας αφήσουμε την επανάσταση, για πες, τι έφαγες για πρωινό σήμερα;

Ά … λίγο πολύ τα γνωστά, ένα μικρό κρεμμύδι, 5-6 ελιές και μιά κουταλιά λαδάκι από την Αρήνη.

Αρήνη; Που είναι πάλι αυτή;

Ά … είναι χωριό της ημιορεινής Ηλείας, μας το προμηθεύει κάθε χρόνο ο Σωτήρης, ο ξάδελφος.

Είναι καλό;

Είναι εξαιρετικό, έχει και μιά ελαφρά πικράδα που μ’ αρέσει ιδιαίτερα. Όμως, λίγο λαδάκι πολύ πικρό, αγουρέλαιο, μου δίνει κι ένας φίλος μου από τα ημιορεινά της Κορινθίας.

Μπά, εμένα δεν μ’ αρέσει το λάδι όπως εσένα, εμένα δώσε μου βούτυρο, παθιάζομαι.

Τα πάθη, έλεγε ο σχωρεμένος ο Πλάτωνας, είναι αρρώστια, κάνουν κακό στο μυαλό, πόσο μάλλον το βούτυρο που κάνει κακό και στο σώμα!

Καλά … για λέγε τώρα, που θα μας βγάλει αυτή η ιστορία με την επιδημία;

Εμένα ρωτάς να σου πω, που δεν βλέπω καθόλου ειδήσεις και Τσιόδρα;

Μα καλά, και σύ πως μαθαίνεις τα νέα;

Τι πως; Από σένα, από φίλες και φίλους που μιλάω μαζί τους και είναι πνιγμένοι και πνιγμένες μέσα στο φόβο.

Δηλαδή εσύ δεν φοβάσαι; Το παίζεις υπεράνω;

Τι να φοβηθώ, μου λές;

Εμείς τι φοβόμαστε; Τον θάνατο φοβόμαστε, για σκέψου …

Τι να σκεφτώ; Αυτό που δεν ξέρω; Πλάκα κάνεις;

Ναι, γιατί να πεθάνω; Αμαρτία δεν είναι;

Αμαρτία είναι που ζεις, αλλά πάμε παρακάτω. Τι αλήθεια φοβάσαι; Μη χάσεις όσα έχεις;

Γιατί, όλοι αυτό δε φοβόμαστε;

Όχι όλοι, να λες για σένα μόνο.

Ωραία, εγώ, ναι, αυτό φοβάμαι.

Άλλος φοβάται μη χάσει τη γκόμενα, αυτός, φοβάται το θάνατο σαν κι εσένα;

Τώρα το πας αλλού.

Πουθενά δεν το πηγαίνω, ο φόβος είναι ένας, μιά οντότητα είναι που σκεπάζει τη γη, οι εκδηλώσεις του διαφέρουν.

Ναι αλλά όσα λένε; Αυτό, που είμαστε κλεισμένοι μέσα; Που θα πάει όλο αυτό;

Για τι απ’ όλα φοβάσαι, μπορείς να μου πείς, από το θάνατο το πάς, στο κλεισμένοι μέσα, σταθεροποίησε κάπου το φόβο σου.

Εντάξει, εδώ διαφωνούμε, δε βγάζουμε άκρη.

Σε πολλά διαφωνούμε, αλλά ποιο είναι το πρόβλημα δεν κατάλαβα καλά, ο θάνατος ή το ότι μας έχουν περιορισμένους μέσα και δεν κυκλοφορούμε όπως και πριν;

Να, εγώ σήμερα θέλω να πάω στη θάλασσα αλλά δεν μπορώ, αυτό δεν είναι άδικο;

Εσύ δεν πάς στη θάλασσα ούτε τον Αύγουστο, τώρα σου καύλωσε να πάς;

Καλά, για όλα έχεις και μιά απάντηση, σε ό,τι λέω διαφωνείς.

Δεν διαφωνώ όπως λες, απλά, θέτεις λάθος ερωτήματα και περιμένεις ν’ απαντηθούν από μένα.

Καλά, ας τ’ αφήσουμε αυτά, λέγε κανένα συγκλονιστικό νέο!

Εσύ, αν δεν συγκλονιστείς δεν κλείνεις το  Viber, οπότε άκου και μετά να κλείσουμε γιατί έχω και να μαγειρέψω.

Για λέγε …

Για τη μαγειρική;

Όχι … το νέο.

Προ ημερών, στο  Facebook, σε μιά ομάδα «αφύπνισης» που ήμουν μέλος αλλά δεν ασχολιόμουν σχεδόν καθόλου, ένας τύπος, έκανε μία ανάρτηση, όπου έγραφε μεταξύ των άλλων: εμείς που μπορούμε, να μεταδώσουμε το φως! Εκεί, πως μου ήλθε και σχολίασα: δηλαδή, θέλετε να μας πείτε πως εσείς είστε φωτισμένος;

Λοιπόν;

Τι λοιπόν; Αυτός εισέπραξε πολλά «μου αρέσει» και «τέλεια»,  likes, δηλαδή, κι εμένα, η διαχειρίστρια της σελίδας με διάγραψε!

Για συνέχισε …

Τι να συνεχίσω, αυτό ήταν, με διάγραψε. Αυτό δεν είναι συγκλονιστικό;

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

Σημείωση: απομαγνητοφωνημένος διάλογος έν μέσω πανδημίας.