Ο καιρός στο Ψάρι
Αναζήτηση
Online Επισκέπτες
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 28 επισκέπτες και κανένα μέλος
Ρωγμή χώρου;
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις Πέμπτη, 28 Μαΐου 2020 08:41
- Εμφανίσεις: 1198
Ρωγμή χώρου;
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην τύχη, κατ’ επέκταση και στην ατυχία. Φράσεις όπως «αυτός είναι άτυχος» ή «αυτός πόσο τυχερός είναι», ακούγονται συχνά, λέγονται όμως από συνήθεια. Ένα αποτέλεσμα που δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε εφόσον δεν αντιλαμβανόμαστε την αρχή του, της αιτία του, εύκολα σχεδόν το βαπτίζουμε τυχερό ή άτυχο. Όμως, στον κόσμο, ό,τι και αν συμβαίνει, έχει μία αιτία κι εμείς βλέπουμε μόνο το αποτέλεσμά της. Συνεπώς το «άτυχο» ή το «τυχερό» δεν υπάρχουν, είναι δικές μας ερμηνείες επειδή δεν γνωρίζουμε, αλλά επιμένουμε να «γνωρίζουμε», είμαστε εγωιστές.
Η επιστήμη σήμερα (εδώ και μερικές δεκαετίες δηλαδή), έχει αποδείξει (μέσα από το πείραμα) για παράδειγμα, πως η ύλη, είναι αποτέλεσμα και όχι αρχή, σύμφωνα δε με την εξέλιξη αυτή της επιστήμης, ο Μαρξισμός για παράδειγμα έχει ξεπερασθεί από την ίδια τη ζωή. Εμείς όμως, σαν υλιστές που είμαστε, επιμένουμε στο αποτέλεσμα και όχι στην αιτία, μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να παρακολουθήσουμε τα επιτεύγματα της επιστήμης και φυσικά εύκολα γινόμαστε αρνητές της πραγματικότητας.
Μιάς όμως και πιάσαμε την πραγματικότητα, ας φύγουμε από της επιστήμης τα πράγματα (που μας είναι κάπως δυσνόητα) και ας πάμε σε ευκολότερα ζητήματα που μας είναι περισσότερο οικεία. Σε αυτά, στα οικεία, περιλαμβάνονται συμβάντα, παράξενα και ίσως ανεξήγητα για την περιορισμένη σκέψη μας, που, λαμβάνουν χώρα στο χωριό μας. Πιθανότατα συμβαίνουν και σε άλλους τόπους, εμείς όμως θα περιοριστούμε στον δικό μας χώρο.
Ένα μεσημέρι κατά τις 3, όταν δηλαδή ο ήλιος χτυπούσε τη γη κάθετα με τις ακτίνες του και το φως έλουζε τα πάντα, καθόμουν στη σκιερή βεράντα και απολάμβανα τον ελληνικό καφέ που νωρίτερα είχα αργοψήσει στη φωτιά, βαρύ αλλά πικρό, με ελάχιστη δηλαδή ζάχαρη. Ο καφές, λένε, θέλει τέχνη στο ψήσιμο, πράγματι, μερικές φορές, όταν δεν βιάζομαι, τον φτιάχνω πολύ καλό, άλλες φορές πάλι, τον κάνω στα γρήγορα, και τότε, πίνω συνήθως δείγμα καφέ. Τέλος πάντων, πίνοντας στη βεράντα το καφεδάκι μου, η ματιά μου απλωνόταν στον καταπράσινο χώρο, τα χελιδόνια φλυαρούσαν στα καλώδια του ρεύματος, γάτες κυνηγούσαν στις όχθες του δρόμου, από την πλατεία ακούγονταν γαυγίσματα σκύλων, σαν να μου φάνηκε πως είδα κι ένα μουλάρι αλλά δεν είμαι σίγουρος, κοντά στο κλήμα του Χαρίκλειου, πάνω στο δρόμο, ένα μεγάλο φίδι είχε απλωθεί και λιαζόταν. Κατά τ’ άλλα ερημία, ανθρώπους δεν έβλεπα, αλλά και που να πάνε στο καταμεσήμερο;
Όταν αντίκρυσα στο μαγαζί του Κουσιουρή δύο νέες και καλοντυμένες γυναίκες, η ματιά μου πήγε σ’ αυτές, από μακριά όμως έδειχναν άγνωστες. Περπατούσαν αργά και έδειχναν να κουβεντιάζουν μιάς και διάκρινα τα χέρια τους να κινούνται. Άρχισα να τις παρατηρώ, παράτησα τον καφέ, έβαλα τα δυό μου χέρια πάνω στη κουπαστή του κάγκελου και καθόμουν ήσυχος. Κάτω από το σπίτι των Μαυραειδόπουλων κοντοστάθηκαν, κοιτούσαν προς αυτό και οι κινήσεις των χεριών τους έδειχναν -τουλάχιστον έτσι νόμιζα- πως συζητούσαν. Συνέχισαν όμως για λίγο την περπατησιά τους και όταν πέρασαν το σπίτι του Θοδωρόπουλου πάλι σταμάτησαν, τη φορά αυτή κοιτούσαν προς τα κάτω, προς την πλατεία δηλαδή ή κάπου προς τα εκεί. Κάθισαν μερικά λεπτά εκεί, χειρονομώντας, μέχρι που έπιασαν πάλι να περπατούν. Στο εικονοστάσι που είδαν μπροστά τους, σταμάτησαν, πάλι έδειχναν να συνομιλούνε με τις χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών τους. Βρέθηκαν έπειτα από λίγο, πάλι στη μέση του δρόμου και πολύ αργά άρχισαν να περπατούν. Τώρα, διάκρινα καλύτερα τα χαρακτηριστικά τους, ήσαν και οι δυό ξανθιές, η μία φορούσε ένα φόρεμα μέχρι τα γόνατα σε μία απόχρωση του μήλου ή κάτι τέτοιο. Η δεύτερη, φορούσε κι αυτή φόρεμα, στην ίδια περίπου κοψιά αλλά το χρώμα του ήταν βαθύ μπλέ. Έδειχναν λεπτοκαμωμένες, και από μακριά όπως τις έβλεπα, όμορφες. Σαν πέρασαν το εικονοστάσι κι έφυγαν απ’ αυτό, έφτασαν στη χούνη, λίγο πρίν το ερειπωμένο σπίτι του Αναστάση. Εκεί, πάλι κοντοστάθηκαν και ….. εξαφανίστηκαν.
Ναι, εξαφανίστηκαν! Καταμεσίς του δρόμου βρισκόντουσαν και εξαφανίστηκαν. Άφησα την κουπαστή που ακουμπούσα με τα χέρια μου και ήπια μία γουλιά καφέ, άναψα κι ένα τσιγάρο και κοιτούσα σιωπηλός τη χούνη για λίγη ώρα. Χαμογέλασα, είχα γίνει μάρτυρας άθελά μου. Αυτά τα συμβάντα, η φυσική, και ειδικότερα η κβαντομηχανική, τα εξηγούν καλά, είναι δηλαδή απλά πράγματα. Εμένα όμως, δεν μου αρέσει να εξηγώ, δεν είμαι ειδικός.
Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος