Κριτική μέρος Β’ - Ο Φύλακας της αρχαίας Ηραίας & οι απόκρυφες πόλεις της

Ο Φύλακας της αρχαίας Ηραίας & οι απόκρυφες πόλεις της

Κριτική μέρος Β’

 

(Συνέχεια από το μέρος Α’)

Στον πρόλογό του ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι υποδύεται το Φύλακα και με αυτό το ρόλο του θα κινηθούμε στη συνέχεια του  σχολιασμού  μας.

Με σύντροφο και συνοδοιπόρο το άλογό του επιχειρεί να μας ξεναγήσει στην προϊστορική   Ηραιάτιδα περιοχή, μέσω του μύθου και της μυθοπλασίας και με ελάχιστα ιστορικά στοιχεία. Μετά από ολιγόωρη περιήγηση ξεκαβαλικεύει και αφήνει ελεύθερο το άτι του να βοσκήσει στο τρυφερό χορτάρι, ενώ ο ίδιος με τα απαραίτητα για τη συντήρησή και την αποστολή του  εφόδια στον ώμο  επιλέγει ένα ειδυλλιακό και υπήνεμο μέρος και ανάβει φωτιά. Βάζει στο στόμα του και τρώει μερικές μπουκιές ψωμί, πίνει από το παγούρι του λίγο κρασί στην υγειά των ανθρώπων και όλων των στοιχείων της φύσης, που τα διαπερνά η «θεία αιωνιότητα», ενώ στο μεταξύ αισθάνεται στ’ αυτιά του το ψιθυριστό χάδι  του κυρίαρχου στην περιοχή θεού Πάνα. Μέσα σ’ αυτή την οπτική και ονειρική πανδαισία τον παίρνει ο ύπνος και  χρειάστηκε να τον ξυπνήσει με τη μουσούδα του ο αγαπημένος συνοδοιπόρος του, το άλογό του, θυμίζοντάς του πως έπρεπε να συνεχίσουν την αποστολή τους. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας μας οδηγεί, με την ευχέρεια και τη δεξιότητα που τον διακρίνει στην πλοκή του μύθου, στην κορύφωση της αποστολής του και με υπερφυσικό  τρόπο ανοίγει με ένα σπρώξιμο τους τεράστιους βράχους και βλέπει να απλώνεται μπροστά του μια μεγάλη αίθουσα με φανταστικά καλλιτεχνικά εκθέματα. Μαγεύεται από τα μαρμάρινα κλασικά αγάλματα και από τον πλούτο των ολόχρυσων αντικειμένων, εκστασιάζεται από το κάλλος και την αμύθητη αξία τους, ανοίγει το ιερό βιβλίο, ξετυλίγει και τον πάπυρο και αρχίζει να ελέγχει και να διαπιστώνει ότι δεν λείπει τίποτα από  το υψίστου κάλλους αυτό Μεγαλείο ...

Συνεχίζοντας ο συγγραφέας, από τη μια μεριά εξυμνεί και εκθειάζει τα επιτεύγματα της κλασικής περιόδου, Δημοκρατία, Γράμματα, Καλές Τέχνες, Φιλοσοφία, και από την άλλη στηλιτεύει το σκοτάδι, «που επέβαλε η ζωή μετά το Σωκράτη». Η επικράτηση του υλισμού και της βαρβαρότητας, ο Μεσαίωνας με τους αιμοσταγείς διοικητές των δυναστειών και αυτοκρατοριών αφανίζουν «το αρχαίο κάλλος των φωτισμένων μυαλών».

Αναφορικά με την απόκρυφη ιστορία της αρχαίας Ηραίας, προεισαγωγικά ο συγγραφέας αναφέρεται στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου από την εποχή που ζούσε στα σπήλαια και συμπεριφερόταν ενστικτωδώς σαν ζώο μέχρι την απόκτηση επιθυμιών (συναισθημάτων) και τη γνώση να καλλιεργεί τη γη και με το πέρασμα του χρόνου να οργανώνεται σε κοινότητες και να αναπτύσσει πολιτισμό: «η γνώση … εξελισσόταν … πέραν της επιστήμης ... η ζήλεια και ο φθόνος ήσαν ανύπαρκτα πράγματα …» , τονίζει με έμφαση ο Β. Α. και καταλήγει: «Αυτή υπήρξε η Χρυσή Εποχή της Ανθρωπότητας …». Όμως και πάλι ο άνθρωπος θα γνωρίσει την πτώση και θα οδηγηθεί σε νέα τιτανομαχία και διχαστικές περιόδους και θα φτάσει ακόμα και μέχρι την γκιλοτίνα.

Στο Κεφάλαιο Α’ ο συγγραφέας αρχίζει με μια διαπίστωση, ότι δηλαδή από την προϊστορική και συνέχεια την ιστορική περίοδο μέχρι και σήμερα οι άνθρωποι αναζητούσαν ευκαιρίες να βρίσκονται μαζί με άλλους συνανθρώπους τους, προκειμένου να ψυχαγωγηθούν και να διασκεδάσουν από τις καθημερινές «αχθηδόνες». Οι συναθροίσεις αυτές γίνονταν στους τόπους λατρείας (ναούς, ιερά, μνημεία). Τούτο αποδεικνύεται από συγκριτικές μελέτες των λατρευτικών τελετών, που παριστάνονταν – π.Χ. ζωοφόρος του Παρθενώνα, τελετή των Παναθηναίων – και παρόμοιων νεοελληνικών εθίμων (πανηγύρια). Από την κοινή αυτή συνήθεια των λατρευτικών τελετών «άνθησε» πλησίον των ναών η κοινωνία των ανθρώπων, που είχαν οικονομικά συμφέροντα.  

Στη συνέχεια ο Β. Α. φαντάζεται μια περίοδο πριν από τον ΄Όμηρο, όπου «η χρυσή εποχή της ανθρωπότητας… έγινε αόρατη από το νέο κόσμο των τιτάνων, που επικράτησαν…» και αναγκαστικά επέλεξε για γενάρχη τον Πελασγό, ένας απόγονος του οποίου ήρθε και εγκαταστάθηκε στα μέρη αυτά και δημιούργησε τη δική του ιστορία, την ιστορία της Ηραίας, για την οποία είναι πρόθυμος να μιλήσει: Η Ηραία, λοιπόν, που πήρε το όνομά της από την πρώτο οικιστή, τον Ηραιέα, αναδείχτηκε η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη πόλη της Αρκαδίας. Ένα από τα πρώτα έργα του βασιλιά ήταν η κατασκευή ενός περίτεχνου παλατιού με τέσσερα επίπεδα, για άνετη διαμονή της βασιλικής οικογένειας, με τον  απαραίτητο διάκοσμο και υλικό εξοπλισμό για βασιλική οικογένεια. Πλησίον του παλατιού υπήρχε ο βασιλικός κήπος και κατάλληλα διαμορφωμένος για τα οικόσιτα ζώα χώρος, καθώς και ο βασιλικός στάβλος, όπου στεγάζονταν τα άλογα που έσερναν τις βασιλικές άμαξες για τις περιοδείες της βασιλικής οικογένειας και τις εκδρομές αναψυχής. Ο συγγραφέας φαντάζεται έφιππο το βασιλιά στο εντυπωσιακά ψηλό μαύρο προσωπικό άλογό του, τον Πελασγό, να κάνει βόλτες αναψυχής και απόλαυσης στους δεντροφυτευμένους διαδρόμους της πόλης, συνοδευόμενος απαραίτητα από την προσωπική του φρουρά, που τον ακολουθούσε – αλλοίμονο και να άφηναν το βασιλιά αφρούρητο και απροστάτευτο από κάποια πιθανή εχθρική επίθεση. Η πόλη διέθετε ιαματικά λουτρά για θεούς, βασιλείς και άρχοντες, αλλά και για κοινούς ανθρώπους, με το αζημίωτο για τους τελευταίους, λέω εγώ. Γύρω από τα ιαματικά λουτρά, υποστηρίζει ο συγγραφέας, υπήρχαν μικρά κτίσματα για τη διαμονή των πιστών και εκείνων που πίστευαν στις θαυματουργικές θεραπευτικές ιδιότητες του ιαματικού υγρού. Αυτό βέβαια δεν ανήκει στη σφαίρα του μύθου, αλλά είναι πραγματικότητα, το ότι δηλαδή τα ιαματικά λουτρά της Ηραίας είχαν από εκείνη την εποχή και μέχρι σήμερα θεραπευτικές ιδιότητες, όπως έχουν και τα ιαματικά λουτρά των άλλων περιοχών της επικράτειας, αλλά και παγκοσμίως. Οι ανασκαφές του Αλέξανδρου Φιλαδελφέα το 1931–32 αποκάλυψαν κατάλοιπα κεραμικού σωλήνα μικρής διατομής, μέσα από τον οποίο διοχετευόταν το ιαματικό υγρό από το βουνό του Παρνασσού μέχρι την πόλη (βλ. και “ Τα Ιαματικά Λουτρά Ηραίας’ , Ηραία 2019, του Σωκράτη Π. Μάσσια).

Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρχαν τουριστικά καταλύματα, πανδοχεία–Χάνια, για τη διαμονή (διανυκτέρευση) των οδοιπόρων και των υποζυγίων τους. Μικρές τρόπον τινά επιχειρήσεις που άφηναν ικανοποιητικά κέρδη στους ιδιοκτήτες τους και κατ’ επέκταση και στην πόλη. Με εισήγηση των αυλικών δημιουργήθηκαν σε επίκαιρα σημεία της κεντρικής οδικής αρτηρίας από και προς τις Μυκήνες και Αρχαία Ολυμπία και άλλα Χάνια, που ενίσχυσαν την οικονομία της πόλης. Με την πάροδο του χρόνου τα Χάνια είχαν καταστεί εμπορικοί κόμβοι, με πελάτες τους κυρίως αγωγιάτες, που μετέφεραν εμπορεύματα τρίτων με τα ζώα τους.  Αναμφίβολα τα καταλύματα αυτά συν τω χρόνω εξελίσσονται και σε πολιτιστικά σταυροδρόμια, καθότι οι διερχόμενοι έμποροι, τουρίστες και αγωγιάτες, εκτός από την ανταλλαγή υλικών αγαθών, αλληλοεπηρεάζονταν και σε θέματα συνηθειών, ηθών και εθίμων και λοιπών στοιχείων πολιτισμού...

Επανερχόμαστε όμως στην αφήγηση του συγγραφέα, ο οποίος υποστηρίζει ότι μέσα από τα καταλύματα αυτά «εμφανίστηκε το άυλο bitcoin και πλούτισαν οι τοκογλύφοι, πουλώντας κοπανιστό αέρα». Και συμπεραίνει: «Έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα στον κόσμο GrandResorts (καταφύγια διακοπών, ξενοδοχεία)». Από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με αυτά περνούσαν καλά. «Εν τέλει, όσα συνθέτουν μια υγιή κοινωνία, έκαναν την ανταλλακτική οικονομία να ανθεί και το χρήμα και το μέταλλο (χαλκός, ασήμι και  χρυσός) άρχισαν να ρέουν …» συμπληρώνει με έμφαση. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι ο μύθος με την πραγματικότητα συγκλίνουν.

Ο συγγραφέας θα συνεχίσει με το μύθο και παράλληλα την πραγματικότητα, όπου υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, να ξετυλίγει το ιστορικό κουβάρι της Ηραίας. Μας «ενημερώνει» ότι ο Ηραιέας κατασκεύασε σε περίοπτη και πιο υγιεινή τοποθεσία  - στον πρώην οικισμό Ανεμοδούρι – καινούργιο και πολυτελές για την τότε εποχή παλάτι και με εντολή του  πλακοστρώθηκαν οι δρόμοι και φυτεύτηκαν καλλωπιστικά φυτά και δέντρα, κατασκευάστηκαν θέατρο, στάδιο  και διάφορα δημόσια κτίρια και με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε defacto η ισχυρότερη πόλη έναντι των άλλων Αρκαδικών πόλεων της εποχής εκείνης.

Τα τρία ποτάμια, Αλφειός, Λάδωνας και Ερύμανθος, μαζί με τους παραποτάμους τους, κυριότεροι των οποίων ήσαν ο Τουθόας βόρεια και ο Διάγων (ποτάμι της Τσεμπερούλας) νότια, με τις προσχωσιγενείς εκτάσεις τους από την ιλύ που κουβαλούσαν μαζί με τους πολυπληθείς χειμάρρους τους κατά την χειμερινή περίοδο, καθιστούσαν τα εδάφη γόνιμα και πλούσια σε παραγωγή προϊόντων και εύστοχα,  κατά το συγγραφέα, οι παραποτάμιες αυτές εκτάσεις και συνολικά η Ηραιάτιδα γη ονομάστηκε «η χώρα του ήλιου» ή «του ήλιου τα δώρα». Αλλά και η  διαγραφόμενη κοιλάδα των ποταμών είναι σπάνια σε ομορφιά και έχει εξυμνηθεί από ξένους και Έλληνες περιηγητές και καλλιτέχνες. Ο Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, Άγγλος  στρατιωτικός και διπλωμάτης, στο έργο του «TravelintheMorea, ΙΙ»  για την κοιλάδα του Αλφειού αναφέρει τα εξής: «… Η συμβολή των τριών ποταμών, Αλφειού, Λάδωνα και Ερυμάνθου, καθώς και η κοιλάδα που απλώνεται γύρω στις πλαγιές είναι από τις θαυμαστότερες τοποθεσίες που μπορεί να συναντήσει κανείς. Εδώ ο οδοιπόρος είτε ζωγράφος είναι, είτε αρχαιολόγος, είτε ποιητής, βρίσκει κάθε τι που μπορεί να του κινήσει την περιέργεια ή τη φαντασία …». (Ο Βασίλης Κ  Αναστασόπουλος φαίνεται ότι πληροφορήθηκε από τα Αιθερικά Αρχεία τα παραπάνω λόγια  του Ληκ, τα οποία  και του εξήψαν τη φαντασία να περιγράψει, με πρωτότυπη τεχνοτροπία, την ομορφιά της πλούσιας σε αγαθά και γοητευτικής σε ομορφιά αρχαίας Ηραιάτιδας χώρας).

Με αυτά τα φυσικά χαρίσματα οι εννιά μικρότερες κώμες ενώθηκαν και αποτέλεσαν την Ηραιάτιδα χώρα με βασιλιά τον Ηραιέα, ο οποίος πέθανε σε βαθιά γεράματα, θα τονίσει ο συγγραφέας, και  οι διάδοχοί του κατασκεύασαν προς τιμή του ένα ολόχρυσο άγαλμα, που το ζήλεψε ακόμα και η Ήρα, παρότι ο Ηραιέας είχε ανεγείρει προς τιμή της «περικαλλή ναό», και επί πλέον της είχε κατασκευάσει ολόχρυσο άγαλμα. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους ναούς του Διονύσου, Πολίτη και Αυξίτη, και του Πάνα, που κυριαρχούσε στην εκτεταμένη τότε Αρκαδία, μέχρι που η ανέμελη, φυσική και ειδυλλιακή ζωή της  υπαίθρου παραχώρησε τη θέση της στην πολυτάραχη, θορυβώδη και τοξική ζωή των πόλεων και μεγαλουπόλεων, όπου έχουν συρρεύσει οι άνθρωποι, αναζητώντας καλύτερη ζωή. Τότε και ο θεός Πάνας αρχίζει να «αργοπεθαίνει».

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο ολυμπιακό  ιδεώδες του «ευ αγωνίζεσθαι» που ιδιαίτερα η Ηραιάτιδα χώρα καλλιεργούσε και τούτο αποδεικνύεται από την ανάδειξη Ολυμπιονικών, με πρώτο τον Δαμάρετο, δρομέα αθλητή. Συνδέει δε και τον πρώτο Ολυμπιονίκη Κόροιβο με την Ηραία, με τη μυθοπλαστική θεώρηση ότι έζησε στα σύνορα Ηλείας  με την Αρκαδία, αντίθετα με την ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο Κόροιβος ήταν Ηλείος και όταν πέθανε, κατά το έθιμο της εποχής εκείνης οι Ολυμπιονίκες να θάβονται στα σύνορα της χώρας τους ως φρουροί, τον έθαψαν στα σύνορα της χώρας του με την Αρκαδία, που εκείνη την εποχή ήσαν ανάμεσα στον Ερύμανθο και το Λάδωνα.

Από τη σελ. 57 έως 80 ο συγγραφέας, πλην ελαχίστων ιστορικών στοιχείων (Λενικό, Ακρόπολη, νομισματοκοπείο, η φρουρά της Ακρόπολης, Αλέξανδρος Φιλαδελφέας, Φίλιππος ο Ε’, επισκευή γέφυρας Αλφειού, πώληση λαφύρων, κατάκτηση Αλιφείρας από Φίλιππο κ.λπ.), με τη δύναμη και γοητεία του μύθου, περιγράφει την περιοχή Λενικό, την Ακρόπολη της Πόλης, και τα έχοντα σχέση με το νομισματοκοπείο, με απλή, ρέουσα δημοτική γλώσσα και λιτό ύφος, κατά τρόπο που προσελκύει τον αναγνώστη, του κινεί το ενδιαφέρον, του δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα και κυρίως του ανοίγει «παράθυρο» να προσεγγίσει τα πράγματα … και να εκτιμήσει ή αναζητήσει το τί μπορεί να κρύβεται πίσω από το μύθο και να το συγκρίνει με τις δικές του δυνατότητες. Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος του μύθου και της μυθοπλασίας.

Με τον ίδιο περίπου τρόπο εκφράζει και διατυπώνει συμβολικά και σημειολογικά, με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, τις σκέψεις του και στις σελίδες 81 έως 220, όπου γίνεται αναφορά στις απόκρυφες κώμες της Ηραιάτιδας περιοχής, καθώς στο Θείο Χείμαρρο, την Κοράκων Νήσο και τους ποταμούς Αλφειό, Λάδωνα και Ερύμανθο. Δυο λόγια μόνο για τη Στρατίη. Στο σημείο όπου ο συγγραφέας τοποθετεί μυθικά ή ιστορικά αυτή την κώμη, παρέχονται στον ερευνητή δύο δεδομένα για την πιθανή τοποθεσία της: Το ένα και ασθενέστερο δεδομένο είναι το γεγονός ότι παρόχθια των ποταμών Αλφειού και Λάδωνα, ένα έως ενάμισυ χιλ. από την Κοράκων Νήσον διήρχετο η ολυμπιακή οδός  αρχαίας Ηραίας  - Ολυμπίας, η οποία στην ντοπιολαλιά είναι γνωστή μέχρι σήμερα με την ονομασία Τσοπελίτικη Στράτα. Αυτό για προβληματισμό μήπως το Στρατίη έχει κάποια σχέση με την Τσοπελίτικη Στράτα. Το δεύτερο και ισχυρότερο δεδομένο είναι ότι 200 περίπου μέτρα από την Τσοπελίτικη Στράτα και 500 περίπου από τον Αλφειό και το Λάδωνα, στη θέση «Νεράκια» της Τριποταμιάς υπάρχει μια πλαγιαστή έκταση 15 έως 20 στρεμμάτων, διάσπαρτη από κεραμικά κατάλοιπα. Στην ίδια περιοχή οι ολιγοήμερες ανασκαφές που έγιναν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Αρκαδίας το 2008 έφεραν στην επιφάνεια κατάλοιπο αρχαίου κτίσματος με κεραμικό δάπεδο. Επίσης από το ίδιο σημείο είχε ανασυρθεί από καλλιεργητικό μηχάνημα «ασβεστολιθικό αρχιτεκτονικό μέλος αρχαίου κτιρίου, με λαξεύματα συνδέσμων», το οποίο τέθηκε υπόψιν της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και φυλάσσεται σε ασφαλές μέρος στην Τριποταμιά.

Επανερχόμενοι στο σχολιασμό μας, θα σταθούμε για λίγο στην κορύφωση της φαντασίας και μυθοπλασίας του συγγραφέα που συνειρμικά μας παραπέμπει στις  σημερινές Βρυξέλλες, την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για το «στρογγυλό καλαίσθητο σκέπαστρο, με το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι διασκέψεων και τις 10 ξύλινες πολυθρόνες», που είχαν κατασκευαστεί στην Κοράκων Νήσον, προκειμένου οι 10 ηγέτες της Ηραιάτιδας χώρας (ο Ηραιέας με τους ηγέτες των εννιά κωμών) να συσκέπτονται για ζητήματα οικονομικά, πολεμικά κ.λπ. (για τα δικά τους στην ουσία συμφέροντα…), αλα  οι 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επικεφαλής τη Μέρκελ... Μπράβο Βασίλη! Δεν θα μπορούσα να φανταστώ έναν τέτοιο παραλληλισμό που μας δίνεις τη ευκαιρία να κάνουμε ανάμεσα στο σήμερα και το απώτερο παρελθόν.

Ώρα να αφήσουμε τον Αλφειό να κυνηγάει την Αρετούσα μέχρι τη Σικελία, το Λάδωνα που «έκανε καλαμιά τη Σύριγγα για να μη συνευρεθεί με τον ανήθικο Πάνα» και τέλος τον Ερύμανθο με τον Ηρακλή να κυνηγάει τον κάπρο (κατέστρεφε τα σπαρτά …) και τη χρυσή γουρούνα με τα δώδεκα χρυσά γουρουνόπουλα που έφτιαξε η Ύπανα της Ηραίας για να τιμήσει τον Ηρακλή, και να περάσουμε στο Κεφάλαιο Β’, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στους εμφύλιους σπαραγμούς και κυρίως στην αποστολή του Φύλακα.

Αναφορικά με τους εμφύλιους σπαραγμούς ο συγγραφέας αφήνει σχεδόν το μύθο και τοποθετεί  τα ελληνοεμφυλιοπολεμικά στην πραγματική τους διάσταση. Αναφέρεται στους δύο μεγάλους εμφυλίους πολέμους, στον μεγαλύτερο των εποχών Πελοποννησιακό μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας και στον νεώτερο Εμφύλιο του 1946–1949. Με επιγραμματικό τρόπο εστιάζει το λόγο του  στα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, τονίζοντας: «Η απληστία και η φυλετική αντιπάθεια Δωριέων (Σπαρτιατών) και Ιώνων (Αθηναίων) δεν άργησε και έφερε την εμφύλια διαμάχη, που αιματοκύλισε την Ελλάδα …». Στη συνέχεια, ενώ πρώτα εκθειάζει και εξαίρει το μεγαλύτερο ιστορικό της ανθρωπότητας, Θουκυδίδη, για την αντικειμενικότητά του στη συγγραφή του Πελοποννησιακού Πολέμου, στηλιτεύει την Ανταλκίδειο ειρήνη, που ήταν σε βάρος του Ελληνισμού και χαρακτηρίστηκε από τον Πλάτωνα «Επαίσχυντο έργο». Ακολούθως αναφέρεται στον Εμφύλιο του 1946 – 1949,   τονίζοντας επιγραμματικά : «Σε αυτή τη διαμάχη δεν πολέμησες εναντίον του αδελφού σου μόνο … πολέμησες για να ισιώσεις την κοινωνία, επειδή πίστευες σε ανώτερα ιδανικά, τάχα μου… Στην Ηραιάτιδα χώρα, οι χαράδρες και τα βουνά έκρυψαν πολλούς αδελφούς σου, νεκρούς από το δικό σου χέρι …».

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως Επίλογος, καθότι ο συγγραφέας, που υποδύεται δύο ρόλους,  ανακεφαλαιώνει κατά τινα τρόπο όλα σχεδόν εκείνα τα οποία ανέπτυξε στις προηγούμενες σελίδες. Υποσχέθηκε να μιλήσει αποκλειστικά για την αποστολή του Φύλακα, ο οποίος, όπως διαπιστώνουμε, αναλαμβάνει καθήκοντα δασκάλου και καθοδηγητή. Αυτοσυστήνεται, λοιπόν, λέγοντας: «Η δουλειά η δική μου, από τότε που ζω στον κόσμο – εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τώρα – δεν είναι εύκολη, το να είσαι Φύλακας της αρχαίας ζωής, του κάλλους και της αρμονίας … Είμαι Φύλακας, διότι αυτός ο πλούτος της δωρικότητας του αρχαίου κόσμου πρέπει να διασωθεί, και αυτό πράττω, πασχίζω για τη σωτηρία του». Στη συνέχεια ο Φύλακας επικαλείται το μύθο της χρυσής γουρούνας με τα δώδεκα χρυσά γουρουνόπουλα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν κινδύνευσαν τα γουρουνόπουλα από κάποιον μανιώδη κυνηγό, η μάνα γουρούνα  πέταξε το πιο αδύνατο γουρουνόπουλο στον κυνηγό  για να γλυτώσει τα υπόλοιπα. «Αυτό έκανε και ο αρχαίος κόσμος… άφησαν μερικά σκόρπια αδύναμα αγάλματα για να σου καταλαγιάσουν τη ματαιοδοξία σου και αυτά που θέλησαν τα έσωσαν από το κυνήγι σου» τονίζει με έκδηλη αγανάκτηση  ο συγγραφέας (Φύλακας). Ακολουθεί ενδεικτικά η ονομαστική καταγραφή των    πολύτιμων εκθεμάτων που φυλάσσονται σε ασφαλή τεράστια υπόγεια αίθουσα. Ο συγγραφέας στο σημείο αυτό κάνει μια αισιόδοξη πρόβλεψη, «όταν θα ανοίξουν πάλι οι Πύλες της νόησης και ο πλούτος αυτός θα φανερωθεί στο φως… η κοιλάδα του Αλφειού και του Λάδωνα θα φιλοξενήσει μια νέα κοινότητα ανθρώπων …, απαλλαγμένη από παλιές αμαρτίες που βάρυναν τα έργα των θεών…».

Ιδιαίτερη  μνεία κάνει ο Φύλακας (συγγραφέας) στην τυμβωρυχία από ημεδαπούς και αλλοδαπούς πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες και βάρβαρους κατακτητές (Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι και Ενετοί, Οθωμανοί, Γερμανοί και λοιποί άλλοι). Ακολουθεί η αναφορά του στην έννοια της Παράδοσης και καταλήγει με διάθεση καθοδηγητική λέγοντας: «Εάν πραγματικά σε ενδιαφέρει η Παράδοση σαν κάτι που έγινε και πέρασε, θα πρέπει να της αφαιρέσεις τη συναισθηματική φόρτιση που την περικλείει, μόνο έτσι μπορείς να την απογυμνώσεις και να την κατανοήσεις …».  Η συναισθηματική φόρτιση, προφανώς εννοεί ο συγγραφέας, αδυνατίζει, «σκοτώνει» την Παράδοση και για το λόγο αυτό χρειάζεται επανάσταση… Και καταλήγει με την παρακάτω νουθεσία: «… μα πρέπει να αφήσεις πίσω εσένα, όπως σε διαμόρφωσε η Παράδοση και η συνήθεια. Φτιάξε τα πάντα νέα…». Με τον καταληκτικό του αυτό λόγο ο συγγραφέας Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος μας παραπέμπει  συνειρμικά στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Παλαμά, όπου ο ήρωας του ποιήματος, ο Γύφτος, αρνείται τις αξίες της ζωής και τις αποκαθιστά με νέο περιεχόμενο.                           

«Και μη έχοντας κάτου άλλο σκαλί

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά

στου Κακού τη σκάλα

για το ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά !

Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα !» 

(απόσπασμα από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»)

 

Στην φωτογραφία: Ο θεός Πάνας, σε έργο του Ρώσου ζωγράφου Mikhail Vrubel (1899).

 

 

 

 

Σωκράτης Π. Μάσσιας

Φιλόλογος

Τηλ. 6934316877 – e-mail: socratis.massias@gmail.com