Η φωτιά την Κυριακή το μεσημέρι στο Ψάρι είχε αίσιο τέλος

Θερμές ευχαριστίες προς 2 (δύο) Ψαραίους και προς την Πυροσβεστική Υπηρεσία.

Την Κυριακή το πρωί κατά τις 11.00, λίγο μετά αφ’ ότου έφυγε από το σπίτι κλιμάκιο της Στατιστικής Υπηρεσία που κατέγραφε τα σπίτια στο Ψάρι, έφυγε από το χωριό για την Αθήνα η κάλλιστη παρέα που με επισκέφτηκε, αποτελούμενη από τ’ ανήψια μου και τις φίλες τους. Από την Παρασκευή το βράδυ που έφτασαν τα παιδιά στο χωριό, η Αλεξάνδρα, η Ρομίνα, η Κωνσταντίνα, η Μαρία, ο Γιάννης και ο Κωστής, περάσαμε φανταστικά. Μαγειρέψαμε τραχανά, φάγαμε αγριογούρουνο, πίττες, μακαρονάδες, τηγανίτες, επισκεφτήκαμε μιά Πύλη του χωριού, κι όλα αυτά με αφορμή (υποτίθεται την συλλογή καρυδιών), που, πραγματοποιήθηκε κι αυτή με πολύ γέλιο και φτωχά αποτελέσματα!

Αφού αναχώρησαν τα παιδιά για Δημητσάνα και από εκεί για Αθήνα, κατά τις 12.00, έφυγα κι εγώ από το σπίτι για το γειτονικό Ράφτη όπου και κάθισα περίπου 15-20 λ. της ώρας. Όταν επέστρεψα στο σπίτι και πηγαίνοντας να παρκάρω, αντίκρυσα μια φωτιά αρκετά μεγάλη να έχει υψωθεί και να καίει τα ξύλα που είχα αποθηκεύσει για τον χειμώνα, ακριβώς κάτω από μιά καρυδιά. Έτρεξα όσο μπορούσα γρηγορότερα και άνοιξα το λάστιχο αρχίζοντας να σβήνω τη φωτιά. Επειδή κατάλαβα ότι δεν θα τα κατάφερνα μόνος μου, άφησα το λάστιχο προς στιγμή και βγήκα αγνάντι στο χωριό καλώντας σε βοήθεια μερικές φορές. Το χωριό μας έχει πάρα πολύ καλή ακουστική, εγώ φώναζα αρχικά τον Γιάννη -που ήξερα πως ήταν στο χωριό-, «Γιάννη βοήθεια!», κι έτρεξα πάλι να πιάσω το λάστιχο να σβήνω τη φωτιά. Το νερό που έτρεχε ήταν ελάχιστο φυσικά (και ας με ειρωνευόντουσαν μερικοί ταγοί της εξουσίας το καλοκαίρι κάνοντας χαβαλέ λέγοντας ο ένας στον άλλον: νερό έχουμε;

Αφού κάλεσα βοήθεια, έπειτα από ελάχιστα λεπτά, έφτασαν τρέχοντας στο σπίτι με διαφορά δευτερολέπτων ο Μανώλης Μπεκιάρης (σύζυγος της Τασίας Β. Αναστασοπούλου και ο Γιάννης Αν. Καλκανάς. Αμέσως έπιασαν με τσουγκράνα να διαλύουν τον σωρό της φωτιάς και να την απλώνουν γύρω-γύρω έτσι ώστε το νερό να φτάσει στον πυρήνα της. Σηκώθηκε πάρα πολύ μεγάλη κάπνα που το μικροκλίμα του χώρου την πήγαινε πέρα-δώθε. Αργά-αργά, η φωτιά έπεφτε και τότε, φεύγοντας από τις ενστικτώδεις κινήσεις, σκέφτηκα και πήρα τηλέφωνο την Πυροσβεστική που έφτασε κι αυτή λίγη ώρα αργότερα με δύο οχήματα (ένα μικρό κι ένα μεγάλο). Η φωτιά είχε σχεδόν σβήσει αλλά ο επικεφαλής των πυροσβεστών έπιασε με την μάνικα πλέον να ρίχνει νερό και να διαλύσει ολοκληρωτικά τη φωτιά.

Ο Γιάννης και ο Μανώλης έφυγαν για τα σπίτια τους και ο επικεφαλής έμεινε περίπου μισή ώρα ακόμα για ασφάλεια, το δε μεγάλο όχημα κατευθύνθηκε στον πυροσβεστικό κρουνό (βρίσκεται κοντά στον ξενώνα) για να γεμίσει τις αποθήκες του με νερό.

Αναζητώντας τα αίτια της φωτιάς με τον επικεφαλής πυροσβέστη, δεν καταλήξαμε κάπου. Δεν βρήκαμε λογική εξήγηση γι’ ό,τι συνέβη. Εκείνο όμως που μου είπε με σιγουριά ήταν: «το ότι δεν εξαπλώθηκε η φωτιά, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον καθαρό χώρο που έχεις από χορτάρια». Μπορεί, του είπα, αλλά εγώ τον χώρο τον καθάρισα δυό φορές φέτος το καλοκαίρι. Ναι, συνέχισε, «εσύ έτσι γλύτωσες τα σπίτια και το παρακείμενο δάσος, οι περισσότεροι όμως τσιγκουνεύονται να δώσουν 50 ευρώ να σώσουν τις περιουσίες τους».

Μέσα από το σημείωμα αυτό, θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τον Μανώλη Μπεκιάρη και τον Γιάννη Καλκανά, που έτρεξαν, έσβησαν τη φωτιά, βοήθησαν τα μέγιστα και αυτή δεν απλώθηκε. Χωρίς την βοήθειά τους δεν θα τα κατάφερνα.

Θερμές ευχαριστίες επίσης στο κλιμάκιο της Πυροσβεστικής Αρκαδίας που εδρεύει στη Δάφνη (δίπλα στον Λάδωνα) που έσπευσαν όσο γρηγορότερα μπορούσαν και ασφάλισαν την φωτιά διώχνοντας οριστικά κάθε κίνδυνο από αυτήν. Ευχαριστώ θερμά τον επικεφαλής Μπόρα Αθανάσιο και τους δασοπυροσβέστες Πετρόπουλο Διαμαντή και Παπαγεωργίου Μαρίνο.

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος