Επικήδειος λόγος της Μαρίας Πανουσοπούλου για τον πατέρα της Γιάννη Αναστ. Πανουσόπουλο (Καλαμάτα)

Επειδή όλοι είμαστε περαστικοί σ’ αυτή τη ζωή, έτσι έφτασε και η ώρα του πατέρα μου να την αποχαιρετήσει και να περάσει στην αντίθετη όχθη.

Μαζευτήκαμε όλοι εδώ να δώσουμε το τελευταίο αντίο στον σύζυγο, πατέρα, παππού, φίλο και συγγενή. Στο τόπο που γεννήθηκε, που αγάπησε κι αγαπήθηκε. Επιστρέφει εδώ σαν τελευταία του κατοικία. Στο χώμα που δούλεψε, που πότισε με τον ιδρώτα του. Όλα ξεκίνησαν κι όλα τελειώνουν από αυτό το μικρό χωριό.

Από μικρό παιδί στους δύσκολους εκείνους καιρούς μπήκε στον αγώνα της επιβίωσης της δικής του αλλά και της οικογένειας του. Μικρός στο μάτι αλλά με περίσσια δύναμη στο σώμα μα πάνω απ’ όλα στη ψυχή. Δώδεκα χρονών μόλις, ξεκίνησε το επάγγελμα του αγωγιάτη για πρώτη φορά κοντά στον Πανουσόπουλο ή αλλιώς Μπρούκλη, όπως τον ξέρουμε. Και ύστερα μόνος του, με μόνο εφόδιο την εργατικότητα, την τιμιότητα, την ειλικρίνεια και τον σεβασμό.

Με το κεφάλι ψηλά, δεν τον πτόησαν ούτε οι δυσκολίες, ούτε η κατοχή. Με υπόδειγμα τον παππούλη του Γιάννη και με συντροφιά το αγαπημένο του μουλάρι, την Γκιόσα, όργωσε την Πελοπόννησο, να μην λείψει το ψωμί από το τραπέζι για τον ίδιο, τους γονείς του και τ’ αδέλφια του.

Κατηφορίζοντας προς τον Πύργο, για κάθε τόπο γης, για κάθε δέντρο, για κάθε ρυάκι, είχε μια ιστορία γι’ εκείνον, «εδώ έκανα ζευγάρι με τον τάδε, εδώ είναι το χωράφι του τάδε, εκείνο έγινε τότε, εδώ φιλοξενήθηκα, εδώ αδειάσαμε ένα βαγένι κρασί, εδώ, εδώ, εδώ». Ατελείωτες ιστορίες ζωής μόχθου αλλά και χαράς ταυτόχρονα. Και ύστερα, κοντά στα 30 του παντρεύτηκε την όμορφη Αρετή. Έκαναν έξη παιδιά κι ο αγώνας συνεχίζεται και, χέρι-χέρι μ’ αγάπη, σεβασμό κι αλληλοκατανόηση μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Κάποτε, ευχήθηκα στον εαυτό μου και σε όλα τα ζευγάρια, να είναι το μισό απ’ ό,τι ήταν η σχέση του πατέρα μου και της μάνας μου και θα ήταν αρκετό για να είναι ευτυχισμένοι.

Με τον τρόπο του μας έδωσε όλες εκείνες τις αξίες της ζωής που μας κάνουν πραγματικά ανθρώπους. Δεν μας προίκισε με σπίτια ούτε με λεφτά, για εμάς, η προίκα μας ήταν ο ίδιος. Μ’ έχουν αγκαλιάσει, μ’ έχουνε φιλήσει, μ’ έχουνε κεράσει, όχι γιατί με ξέρανε αλλά γιατί ήμουν η κόρη του Καλαμάτα - κι ήταν άνθρωποι που πραγματικά τον αγάπησαν, τον εκτίμησαν για το ήθος του, την ακεραιότητά του. Δεν ξέρω αν η λέξη περηφάνια είναι αρκετή για ν’ αποδώσω τα ακριβή αισθήματα μου κάθε φορά στη λέξη «Καλαμάτας».

Πραγματικά υπέροχο για έναν γονιό να αισθάνεται το παιδί του, τα παιδιά του, όπως εγώ για κείνον, να τον θαυμάζει και κάποιες φορές να τον ζηλεύει. Αλήθεια, πολλές φορές σκέφτομαι: θα έχουμε εμείς άραγε να πούμε κάτι στα παιδιά μας, όσα εκείνος είχε;

Το 1972 έφυγε από τον τόπο του για να μαζέψει την οικογένειά του στην Αθήνα. Και ο αγώνας συνεχίζεται, εμείς μεγαλώναμε κι εκείνος μας παρακολουθούσε διακριτικά, πάντα δίπλα μας με υπομονή κι αγάπη. Ακόμα κι όταν ήταν πολύ μεγάλος.

Αξιώθηκε να δει τα παιδιά του να παντρεύονται, να δει εγγόνια και δισέγγονα. Ακόμα κι όταν είχε πιά μεγαλώσει πολύ, είχε μιά περηφάνια, μιά δύναμη που δεν πέρναγε απαρατήρητη. Με το καπέλο του και την μαγκούρα του δεν πέρασε ποτέ απαρατήρητος. Προχωρούσαμε στο δρόμο, σε κάποιο διάδρομο νοσοκομείου κατά καιρούς κι άκουγα σχόλια του τύπου: τι ωραίος, τι γλυκός παππούς. Για κάποιο λόγο, η παρουσία του έκανε τους γύρω του να του χαμογελούν, να τον χαϊδεύουν. Κι εγώ χαιρόμουν, διότι όπως του έλεγαν και τα εγγόνια του:  είσαι μεγάλη μορφή. Γιατί αυτό ήταν ο πατέρας μου.

Και φτάσαμε εδώ. Κι ενώ εμείς λυπόμαστε και κλαίμε για την κενή θέση που αφήνει πίσω του, κάπου αλλού που δεν ξέρουμε ακριβώς που, κάποιοι άλλοι έχουν ανοίξει την αγκαλιά τους και περιμένουν τον αγαπημένο τους πατέρα. Και η πίκρα του πατέρα γίνεται χαρά που σμίγει πάλι με τα παιδιά του.

 

Αγαπημένε μας Πατέρα

Θα ζεις πάντα στις καρδιές μας

 

 

 

 

 

Μαρία Ιω. Πανουσοπούλου