Πήρε τον μακρύ Δρόμο ο Γιάννης Αναστ. Αναστασόπουλος

Γιάννης Αναστ. Αναστασόπουλος

 

Περίπου 40 μέτρα δρόμος μας χώριζε αλλά και μας ένωνε με τον Γιάννη, τον Γιαννάκη για όλους εμάς της παλιάς γειτονιάς. Σαράντα μέτρα για μια ολόκληρη ζωή αρμονίας, αγάπης, χαράς. Μαζί μεγαλώσαμε, αυτός, αρκετά μεγαλύτερος από εμάς, από μένα, τον αδερφό μου τον Τάσο, τον Γιώργη τον ξάδερφό μου. Τώρα και οι τρείς τους τα λένε σε άλλα Πεδία, θυμούνται τις παλιές δόξες, το ατελείωτο παιχνίδι στη λάσπη και στη σκόνη.

Ο Γιαννάκης, εμάς τους μικρότερους δεν μας έκανε παρέα, ήμασταν πολύ μικροί για τον ίδιο και τις παρέες του. Έτσι γινόταν εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, οι παρέες μας ήσαν κλειστές, τουλάχιστον ηλικιακά, «ανεχόμασταν» διαφορές δυό, το πολύ τριών χρόνων. Ήταν όμως συγγενής μας: «εσάς όλους, εσένα, τον Σούλη, τον Τούπα, σας προστάτευα όταν ήσασταν μικροί και κάνατε τις ζαβολιές σας», μου έλεγε πριν από ένα χρόνο περίπου σαν ανταμώσαμε πάλι στη γειτονιά, στον φούρνο του Έξαρχου. Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και λυθήκαμε στα γέλια.

Σαν θέλαμε κάτι από αυτόν, πηγαίναμε στο σπίτι του, εκεί, η μάνα του, η θειά Μηλιά -ορισμός της καλοσύνης-, θέλαμε δεν θέλαμε κάτι θα μας τράταρε. Πηγαίναμε όμως στην αυλή του σπιτιού γι’ ακόμα ένα σοβαρό για εμάς λόγο, για τον Ξένο. Ο Ξένος, αυτό το πανέμορφο σκυλί, μεγάλο σε όγκο που προκαλούσε φόβο στους άλλους, μα για εμάς που παίζαμε μαζί του, ήταν ένα αρνί. Παλαβός και ο Ξένος σαν κι εμάς, πηδούσε πάνω μας, μας έριχνε κάτω, παλεύαμε, στο τέλος καταλήγαμε στο δάπεδο ξάπλα κι αγκαλιασμένοι.

Όταν έχεις τέτοιες εικόνες από την παιδική σου ηλικία, δεν νιώθεις καλά αν ακούς έξαφνα την είδηση της απώλειας. Ναι, ο Γιαννάκης, έφυγε ήσυχα την Τρίτη το ξημέρωμα για το έκ νέου αντάμωμα με την Ντίνα του, την αγαπημένη γυναίκα του που έκανε πριν από λίγο καιρό το άλμα προς την αιωνιότητα.

Μονάχα τρείς-τέσσερις μέρες πριν αναχωρήσει ο Γιαννάκης, τον είδα πάλι στο δρόμο προς τον φούρνο, του μίλησα, δεν με είδε, δεν με άκουσε, του μίλησα πάλι, τίποτα, τότε ένιωσα πως ήδη ετοιμαζόταν για το Ταξίδι του. Η ξαφνική απώλεια της Ντίνας του τον συγκλόνισε, τον έκανε να επιταχύνει το σμίξιμο μαζί της από άλλα Πεδία.

Ο Γιαννάκης, ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος, το εννοώ αυτό, δεν το λέω επειδή «πρέπει» να το πω, είχε μια καθαρότητα στη ματιά του, μιά γλυκύτητα ίδια με της μάνας του, ολόιδια μ’ αυτή του αδερφού του, του Βασίλη. Ό,τι και να πω όμως, δεν νομίζω να έχω την ικανότητα να περιγράψω την ποιότητα που έβγαινε αβίαστα από μέσα του.

 

Καλό Ταξίδι Γιαννάκη

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος