Το μαγαζί του Κουσιουρή

Το μαγαζί του Κουσιουρή

 

Αν υπάρχει κάτι στο χωριό μας, ένα κτίσμα, εκτός από σπίτια,  που να μπορούμε να το ονομάσουμε παραδοσιακό και διατηρητέο, αυτό δεν είναι άλλο από το καφενείο του Κουσιουρή.

Έχει τουλάχιστον 130 χρόνια ζωής, και σαν χώρος παραμένει ακριβώς ο ίδιος. Πέραν αυτού όμως, εύκολα μπορούμε να πούμε ότι στη διάρκεια του μακρύ βίου του υπήρξε η καρδιά του χωριού, η ανάσα του, πάρα πολλά σημαντικά πράγματα συνέβησαν στο μαγαζί αυτό, αλλά τα σημαντικά είναι λίγα σε σχέση με τα άπειρα της καθημερινότητας.

Ένα μαγαζί, για να σταθεί εκείνους τους περασμένους καιρούς, σεβόμενο την υστεροφημία του και τους πελάτες του, φρόντιζε πάντοτε να έχει καλό κρασί. Μαγαζί με καλό κρασί δούλευε, με σκάρτο κρασί έκλεινε. Στο χωριό μας όμως, και τα υπόλοιπα καφενεία φημιζόντουσαν για το καλό κρασί τους, πρώτο εκείνο του Μπρούκλη (Κώστα Πανουσόπουλου), και μετά όλα τα υπόλοιπα, του Παναγιώτη (Σταματόπουλου), του Χαρίκλειου, και ίσως κι άλλα που δεν γνωρίζω ή δεν έχω ακούσει. Βέβαια, τα μαγαζιά του Μπρούκλη και του Χαρίκλειου δεν δούλευαν συνέχεια ως καφενεία αλλά τις ώρες και μέρες που βρισκόντουσαν στο χωριό οι ιδιοκτήτες τους. Στου Μπρούκλη μάλιστα, το κρασί το πίνανε πάνω στο κασόνι και από αυτό είχε βγει η παροιμιώδης φράση: μακριά απ’ το κασόνι!. Το δε κρασί του, ήταν πάντοτε από την Μούντριζα, «μαύρο σαν το κατράμι», όπως συχνά έλεγε ο Μπρούκλης. Στου Χαρίκλειου, το καφενείο το δούλευε ο Παναγιώτης Καλκανάς κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο με αυτόν του Μπρούκλη.

Οργανωμένα καφενεία που δούλευαν συνεχώς κάθε μέρα ήταν βέβαια του Κουσιουρή και του Παναγιώτη. Μερικές φορές όμως και ο Παναγιώτης έκλεινε, διότι μαζί με τον Μπρούκλη πήγαιναν στο παζάρι της Μεγαλόπολης και πουλούσαν αυγά. Σε κείνον τον μεγάλο αγώνα για την επιβίωση, έφευγαν απόγευμα από το χωριό με τα μουλάρια, από του Μάρκου έπεφταν στον Ατζίχωλο (παρακάμπτανε το Βλαχόραφτη), από εκεί πέρναγαν πάνω από την αρχαία Γόρτυνα κι έβγαιναν νότια του Ελληνικού και ανατολικά της Καρύταινας. Εκεί ξεφόρτωναν τα μουλάρια τους και πέφτανε για ύπνο και κατά τις 5 το πρωί, τα φόρτωναν πάλι και κινούσαν για το παζάρι της Μεγαλόπολης, φρόντιζαν να ήταν εκεί κατά τις 8 το πρωί.

Το μαγαζί του Κουσιουρή, το αρχαιότερο απ’ όλα τ’ άλλα, ας το φανταστούμε διαφορετικά εμείς οι νεότεροι, δηλαδή ας το δούμε όπως ακριβώς ήταν τον παλιό καιρό. Το κτίσμα σε γενικές γραμμές -με ελάχιστες παρεμβάσεις-, ήταν όπως είναι και σήμερα. Έξω όμως από το μαγαζί, υπήρχε η μεγάλη του αυλή που περιλάμβανε και την μεγάλη καρυδιά. Τότε, δεν υπήρχε εκεί δημόσιος δρόμος, αυτός μάλιστα υπήρξε το υπάρχον και σήμερα μονοπάτι που ξεκινά από το σπίτι του Δημητράκη Καλκανά και λίγο πιο κάτω γίνεται δρόμος περνώντας από τα σπίτια του Βασίλη Αναστ. Αναστασόπουλου και Γιάννη Αναστ. Καλκανά και συναντά τον κεντρικό δρόμο αμέσως μετά.

Ο χώρος της αυλής ήταν αρκετά μεγάλος και τα καλοκαίρια ο ίσκιος της καρυδιάς δρόσιζε τους θαμώνες του μαγαζιού που έπαιζαν χαρτιά ή έπιναν ένα ποτήρι κρασί. Η αυλή του Κουσιουρή με το μαγαζί, συνόρευε με τον κήπο του Αναστασίου Μαυραειδόπουλου (οι κληρονόμοι του είναι όλοι έν ζωή) και έφτανε περίπου στο εικονοστάσι του Άγιου Χαράλαμπου. Τόσο ο Κουσιουρής και άλλο τόσο ο Μαυραειδόπουλος, όπως και άλλοι πατριώτες, δώσανε τους κήπους τους για να περάσει ο δημόσιος δρόμος που εμείς σήμερα γνωρίζουμε. Η προσφορά όλων αυτών ανεκτίμητη.

Αν τρέξουμε πίσω στο χρόνο, ο Νικόλας Κουσιουρής αλλά στη συνέχεια και ο γιός του ο Δημήτρης, είχανε λίγα τραπέζια και καρέκλες στην αυλή γύρω από την καρυδιά και πήγαιναν οι πατριώτες να παίξουν χαρτιά, να πιούνε ένα κρασί ή ένα τσίπουρο – και αυτά συνήθως ξεροσφύρι, που να βρεθούνε λεφτά για μιά ελιά ή μιά σαρδέλα παστή. Δεν ήταν μόνο οι ντόπιοι που έπιναν κρασί στο μαγαζί, περαστικοί, αγωγιάτες, πολιτευτές που ψάχνανε ψήφους, και πόσοι ακόμα πέρασαν από αυτό. Ακόμα και στον εμφύλιο σπαραγμό, πότε οι αντάρτες και πότε ο στρατός περνούσαν από το μαγαζί, αλλά αυτοί για άλλους λόγους. Ακόμα και μεγαλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ήπιε κρασί στο μαγαζί του Κουσιουρή, όταν είχε έρθει στο Ψάρι με την πρωταγωνίστρια του έργου του: «Αναπαράσταση», την Τούλα Σταθοπούλου, εγγονή του γέρο Τρομάρα και κόρη της Χριστόνας. Αυτά ήταν τα ηρωικά χρόνια του χωριού και των κατοίκων του, δηλαδή των δικών μας προγόνων.

Άλλαξε ρότα όμως η ζωή, το χωριό ερήμωσε από ανθρώπους και οι λίγοι εναπομείναντες δεν μπορούσαν να συντηρήσουν την λειτουργία ενός μαγαζιού. Το μαγαζί του Κουσιουρή έκλεισε τελευταίο, είχε προηγηθεί αυτό του Παναγιώτη. Έπειτα από πολλά χρόνια, κάπου στο 1993-94 περίπου, οι κληρονόμοι του Δημήτρη Κουσιουρή, έδωσαν το μαγαζί στον Γιάννη Ν. Αναστασόπουλο (Χελιώτη) για να το δουλέψει. Πράγματι, το μαγαζί δούλεψε καλά για λίγα χρόνια κι έζησε τις παλιές καλές στιγμές κατά κάποιο τρόπο. Όταν όμως ο Χελιώτης έφυγε από αυτό ανοίγοντας μαγαζί στον χώρο του σπιτιού του, το μαγαζί του Κουσιουρή πέρασε στην ιστορία.

Η ιστορία όμως επαναλαμβάνετε. Ναι, διότι σήμερα, το μαγαζί του Κουσιουρή, το ανοίγει ο Αριστείδης Στρίκος όπου και πάλι θα βρείς ένα τσίπουρο ή ένα ποτήρι κρασί, έναν καφέ κι ένα ποτήρι νερό. Το κρασί, δεν ξέρω από που το φέρνει ο Αριστείδης, εκείνο όμως του Κουσιουρή που ήτανε διαμάντι, του το ‘φερνε με αγώι από τα χωριά της ορεινής Ηλείας ο μεγαλύτερος αγωγιάτης της Αρκαδίας, ο μπάρμπας μου ο Καλαμάτας. Ήξερε από κρασιά ο Καλαμάτας και πότε από τη Μούντριζα, πότε από τα Άσπρα Σπίτια, πότε από του Τζάχα ή από γειτονικά χωριά, έφερνε το καλύτερο κρασί στον Κουσιουρή. Το κρασί που έβγαζε ο Κουσιουρής από την Βρέστα, δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του μαγαζιού του.

Ο Αριστείδης λοιπόν, άνοιξε το μαγαζί του Κουσιουρή, αλλά όπως μου έλεγε σαν τον ρώτησα, δεν θα έχει την έννοια του κλασικού μαγαζιού που ξέρουμε. Θα λειτουργεί περισσότερο σαν χώρος συνάντησης όπου ο καθένας θα μπορεί να πάει το κάτι τις του και να κοινωνήσει πάλι ο κόσμος σαν Κοινότητα.

Σαν ιδέα, έχει πολλά πλεονεκτήματα, πάντως, την ώρα που το επισκέφτηκα, στην παλιά αυλή του μαγαζιού (στον δρόμο σήμερα), η φωτιά που είχε ανάψει, πύρωνε τις καρδιές των παρευρισκόμενων, το τσίπουρο έρεε, αλλά πριν αρχίσουν οι ιστορίες και οι θρύλοι, έφυγα και πήγα να πιάσω προεκλογικό κλίμα σε άλλα χωριά διότι στο δικό μας δεν υπάρχει προεκλογικό ενδιαφέρον σε τοπικό επίπεδο.

Η καρυδιά, αυτή που μετρά αιώνα ζωής, έχει ξεραθεί. Έμαθα ότι και άλλες καρυδιές έχουν ξεραθεί στο χωριό. Από κάποια αρρώστια; Δεν ξέρω, αλλά το θέμα ερευνάτε όπως πληροφορήθηκα. Το θέμα είναι ότι η καρυδιά του Κουσιουρή, ήταν -μαζί με το μαγαζί-, το σήμα κατατεθέν της οδού Αναπαύσεως, το κεντρικό σημείο του χωριού.

=======

Σημείωση: στο ιστορικό μέρος του άρθρου, αν κάτι δεν το γράφω σωστά, παρακαλώ διορθώστε με.

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος