Τα Μυστικά είναι κατοικίδια – βιβλιοκρισία

Τα Μυστικά είναι κατοικίδια – βιβλιοκρισία

Τη φράση: «Όταν πιάνω ένα βιβλίο και το ανοίγω, η μυρωδιά του μου προκαλεί ρίγος», την έχω ακούσει αρκετές φορές, με μικρές παραλλαγές. Έρχεται όμως μία αγαπημένη μου φίλη, που διαβάζει βιβλία, πολλά βιβλία, και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας: «Γενικά ό,τι πιάνουμε στη χάση και στη φέξη έχει την τάση να μας προκαλεί ρίγη, να το πιάνουμε πιο συχνά λοιπόν».

            Ναι, να διαβάζουμε βιβλία για να μη μας προκαλούν ρίγη. Όχι μόνο γι’ αυτό μα γι’ ακόμα χίλιους λόγους. Το διάβασμα, μολογάνε οι ειδικοί, έχει πολλά οφέλη, μέσα δε σ’ αυτά είναι η αποδυνάμωση της βίας, αυτής που χαρακτηρίζει όχι μόνο την εποχή μας μα ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι εύκολα διακριτή η βία στα βιβλία της ιστορίας για παράδειγμα, που καταγράφουν γεγονότα, συμβάντα της ζωής βουτηγμένα στο αίμα και στον πόνο. Για ν’ αφαιρέσουμε τη βία αυτή που διαβάζουμε, υπάρχει ένα μαγικό κουμπί, η αποστασιοποίηση, αυτήν ενεργοποιούμε και δεν εμπλεκόμαστε στη βία, είμαστε παρατηρητές.

            Κάτι ανάλογο, μπορούμε να κάνουμε με τα βιβλία της λογοτεχνίας. Αυτά, εμπεριέχουν -όχι όλα αλλά τα περισσότερα- άλλου είδους βία, συναισθηματική φόρτιση, ψυχοσωματικό πόνο, και τούτο διότι έχουν να κάνουν κυρίως με τα συναισθήματα που από τη φύση τους είναι συγκρουσιακά, δημιουργούν εντάσεις, καταστάσεις ανεξέλεγκτες πολλές φορές. Και σε αυτή την περίπτωση, ενεργοποιούμε την μη εμπλοκή σε ό,τι διαβάζουμε. Η θέση μας αυτή, μας ανοίγει ένα νέο δρόμο μέσα από τον οποίο μπορούμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να το κατανοήσουμε. Όχι, δεν εννοώ να μπούμε στο μυαλό του συγγραφέα, η προσπάθεια αυτή είναι δίχως νόημα, εννοώ ότι, μπορούμε ν’ αποθησαυρίσουμε τον πλούτο που καταθέτει ο συγγραφέας, δίχως περιττές σκέψεις ή ενέργειες. Τουλάχιστον εγώ, με τον τρόπο αυτό έμαθα να διαβάζω και τον υιοθετώ. Δεν τον προτείνω, διότι δεν μου αρέσουν οι προτροπές, οι συμβουλές, οι νουθεσίες, όχι, απλά τον αναφέρω.

            Έχοντας στα χέρια μου το βιβλίο: «Τα Μυστικά είναι κατοικίδια», μένω για λίγο μετέωρος από τον τίτλο. Με κεντρίζει ομολογώ, αυτόματα μου δημιουργεί περιέργεια, είναι ένας ασυνήθιστος τίτλος, ή μήπως όχι; Προχωρώ και το ανοίγω, ο μικρός του πρόλογος εξάπτει τη φαντασία μου, ήδη οι πρώτες εικόνες αρχίζουν να σχηματίζονται στο μυαλό:

«Τα μυστικά είναι κατοικίδια. Δε βγαίνουν όμως απ’ το σπίτι. Περνούν χρόνια, κι αυτά μένουν εκεί, φυλακισμένα. Μας παρακολουθούν αδιάκοπα, κρυμμένα σε σκοτεινές γωνιές. Γερνάμε εμείς, αυτά όχι. Μόνο ψηλώνουν. Πολλοί χάνουν τον ύπνο τους, από την έγνοια. Μην τύχει και το σπίτι είναι μικρό για τόσο μπόι. Το μυστικά είναι ζωντανά, αλλά δε θέλουν τάισμα. Τις νύχτες, τους αφήνουμε ένα τάσι με δροσερό νερό. Πίνουν και ξεδιψούν τους φόβους. Όταν ο νοικοκύρης του σπιτιού το εγκαταλείψει, τότε μονάχα, βγαίνουν από την κρυψώνα τους και ροκανίζουν τις κολώνες. Κάθε γκρεμισμένο σπίτι που θα δεις, είχε ένα θαμμένο μυστικό στα θεμέλια».

            Προχωρώ αργά. Θέλω να εισέλθω στο κλίμα και σε αυτό με βοηθά η απαλή γραφή της συγγραφέως, μου δίνει με λόγια απλά τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, δίχως στολισμένες λέξεις, ξέρετε, από αυτές που χρησιμοποιούν ορισμένοι λογοτέχνες για να τονίσουν την ανεπάρκειά τους, φράσεις βαριές και δήθεν ποιητικές. Όχι, εδώ η συγγραφέας, με τέχνη – γιατί χειρίζεται καλά το λόγο, μετατρέπει την απλότητα σε ουσία, Δεν δίνει στημένες λέξεις ή φράσεις και ο λόγος αυτός κάνει τον αναγνώστη ν’ αρχίσει το διάβασμα. Ναι, σε μένα αναφέρομαι διότι εγώ είμαι ο αναγνώστης.

«Άμα λείπει η μάνα δε μπάζω ξένο στο σπίτι».
«Άμα λείπει η μάνα δε βάνω φωτιά στο τζάκι».

            Αυτές οι ορμήνιες της μάνας έρχονται στο μυαλό του γιού της σαν την βρίσκει νεκρή. Αυτές οι ορμήνιες, είναι οικείες λίγο πολύ σε όλους μας, με μικροδιαφορές έστω. Τις έχουμε ακούσει μικροί από τη μάνα ή από την γιαγιά, Εκφράζουν ανησυχία και φόβο, και παράλληλα θέλουν να προστατεύσουν. Με κεντρίζει και η λέξη «βάνω». Είναι ιδιωματισμός της Πελοποννήσου πιστεύω, διότι την άκουγα μικρός από τις γιαγιάδες μου ή τους παππούδες μου.

            Η ιστορία που μας καταθέτει στη νουβέλα η συγγραφέας, είναι αληθινή. Για την συγγραφέα ίσως ναι και ίσως όχι, αλλά είναι αληθινή γιατί κάπου έλαβε χώρα, σε χρόνο απροσδιόριστο. Και σαν κάτι που έγινε, τρύπωσε στο «dna» της συγγραφέως, ή καταχωρήθηκε κατά Πλάτωνα στον Αιθέρα. Αν συνέβη το δεύτερο, κατά τη συγγραφή του βιβλίου, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η έμπνευση, διότι αυτή κινείται κάθετα, από τα πάνω προς τα κάτω.

            Κατά τον ίδιο τρόπο και τα υπόλοιπα 14 διηγήματα του ίδιου βιβλίου, γράφτηκαν είτε από έμπνευση είτε από πληροφορία έκ των έσω (dna). Όλες μάλιστα οι διαφορετικές ιστορίες που καταθέτει με μαγικό τρόπο η συγγραφέας, έχουν μία αφετηρία, τον άνθρωπο, κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή. Η ζωή Είναι, και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται τα πάντα, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, ο θάνατος, τα συναισθήματα κ.ά. Ο θάνατος ειδικότερα, φοβίζει, τρομοκρατεί, και τούτο διότι ακόμα δεν έχει κατανοηθεί η Ζωή. Όταν σε χρόνους μελλούμενος κατανοηθεί, ό,τι προκαλεί τρόμο με τον θάνατο θ’ αποδυναμωθεί διότι δεν θα έχει νόημα. Ο θάνατος αποτελεί μέρος της Ζωής.

            Η συγγραφέας, χειρίζεται με τρόπο άριστο τον λόγο, με λέξεις απλές πλάθει φράσεις, τις συνδέει σε μία ακολουθία και μας χαρίζει ιστορίες της πραγματικότητας. Δεν είναι «βαρύ» βιβλίο, έχει λόγο ρέοντα, που σε δροσίζει σαν την αύρα της θάλασσας. Σαν αναγνώστης του βιβλίου, στάθηκα έξω από αυτό, σαν παρατηρητής. Δεν είχα καμία συναισθηματική εμπλοκή και μου δόθηκε έτσι η δυνατότητα να δω καθαρά σε κάθε παράγραφο και σελίδα τον πλούτο που μας καταθέτει η Κωνσταντίνα Ζαγάρη, η συγγραφέας του βιβλίου.

              Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα, νιώθω ότι η συγγραφέας με έκανε κοινωνό των «μυστικών» της. Με μύησε στον κόσμο της, στα του «οίκου» της, με τρόπο αξεπέραστο. Όλο αυτό, απαιτεί τέχνη, και η Κωνσταντίνα Ζαγάρη, την κατέχει με τρόπο θαυμαστό.

Ένα βιβλίο, «Τα Μυστικά είναι κατοικίδια», που αξίζει να διαβαστεί.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος