Το Μελάνωμα της Κύπρου – ματιά σε ένα αριστούργημα

Το Μελάνωμα της Κύπρου – ματιά σε ένα αριστούργημα

 

«Τώ μώλωπι της Κύπρου ιάθη η Ελλάς» (Το μελάνωμα της Κύπρου γιάτρεψε την Ελλάδα) - Μακάριος,7 Δεκεμβρίου 1974.

Πριν φτάσω στο «Μελάνωμα της Κύπρου» του Βασίλη Φούσκα, θα καταθέσω σαν εισαγωγή, τη δική μου εμπειρία και σχέση με την Κύπρο.

«Πρωτοσυνάντησα» την Κύπρο σαν στρατιώτης που υπηρετούσα τον δεύτερο χρόνο της θητείας μου στο ΓΕΕΘΑ, δηλαδή το 1979. Πέντε χρόνια από την εισβολή και κατοχή της. Ήμουν στο 3ο γραφείο με προϊστάμενο έναν αντισυνταγματάρχη Πεζικού, τον Γιώργο Αγγελίδη, Κύπριο στην καταγωγή, από τη Λεμεσό, έναν λεβεντάνθρωπο. Με αγαπούσε πολύ, με είχε σαν παιδί του. Κάποιες φορές που διστακτικά ήθελα να μιλήσουμε για την Κύπρο, άλλαζε αμέσως κουβέντα μιλώντας για υπηρεσιακά ζητήματα αλλά παρατηρούσα τα μάτια του που θόλωναν από ένα βουβό κλάμα.

***

Την εποχή που η Κύπρος ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά δεν είχε ενταχθεί στη νομισματική ένωση του ευρώ, εγώ από την Ελλάδα, και από την Ελβετία ο φίλος μου ο Πάνος Βασιλείου με τη γυναίκα του, τη  SuzanneHolms, φτάσαμε αεροπορικώς στη Λεμεσό και από εκεί οδικώς στη Λευκωσία. Είχαμε οργανώσει έτσι το ταξίδι μας που παράλληλα με τις διακοπές μας, θα είχαμε και συναντήσεις. Με τον πρώην πρόεδρο της Κύπρου Γιώργο Βασιλείου (με καταγωγή από την πλευρά της μάνας του από την Βυτίνα), με τον απόστρατο πλέον Γιώργο Αγγελίδη, με μία φίλη μου μουσικό, την Αναστασία  Guy. Αυτοί έμεναν στη Λεμεσό. Στη Λευκωσία είχαμε προγραμματίσει ξενάγηση στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης από τον διευθυντή της κ. Φλουράτο (νομίζω θυμάμαι καλά το όνομά του) και επίσης με έναν ταγματάρχη της Κυπριακής Φρουράς. Ο ταγματάρχης, με είχε βρει μέσα από τον δικτυακό τόπο που είχα (ακόμα τον έχω), arcadians.gr, και είχε φροντίσει να πάμε σε χωριά του Πενταδάκτυλου, όπου υπήρχαν οικογένειες που έφεραν το επίθετο «Κολοκοτρώνης» και πίστευαν ότι είχαν άμεση σχέση με τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Επειδή δεν ήμουν γνώστης του θέματος, πριν πάμε, φρόντισα και πήρα μία γνώμη από τον αείμνηστο Τάσο Γριτσόπουλο, πρόεδρο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών. Αυτός με πληροφόρησε ότι οι Κύπριοι Κολοκοτρώνηδες καταγόντουσαν από τον Χρήστο Κολοκοτρώνη, μακρινό συγγενή του Θόδωρου. Πιστεύω θυμάμαι καλά. Πράγματι, όταν μας φιλοξένησαν στα χωριά του Πενταδάκτυλου, μετέφερα ό,τι μου είχε αναφέρει ο αείμνηστος πρόεδρος.

Η Αναστασία  Guy, ήρθε κι έμεινε λίγες μέρες μαζί μας στη Λευκωσία και στάθηκε μάλιστα πολύτιμη ξεναγός μας. Πέραν αυτού, εγώ στη Λεμεσό, στα προγραμματισμένα ραντεβού μας με τον Γιώργο Βασιλείου και τον Γιώργο Αγγελίδη, δεν πήγα, διότι επαγγελματικές υποχρεώσεις με ανάγκασαν κι επέστρεψα στην Αθήνα. Και οι δύο αναφερόμενοι όμως δέχτηκαν με μεγάλη χαρά στις οικίες τους τον Πάνο Βασιλείου και τη σύζυγό του Suzanne  Holms.  Φιλοξενήθηκαν δε στην οικία της Αναστασίας  Guy, η οποία -ειρήσθω έν παρόδω- έχει ένα καταπληκτικό μουσείο οίνου.

Στη Λευκωσία φτάσαμε το μεσημέρι. Το απόγευμα στις περιπλανήσεις μας στα σοκάκια της πόλης, ανταμώσαμε τη ντροπή του πολιτισμένου κόσμου, το τοίχος. Το τοίχος που χώριζε την πόλη στα δύο, την ελεύθερη και την κατοχική. Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία μας αυτή, βλέποντας την πόλη κομμένη στα δύο από την εισβολή του Αττίλα. Ανεβαίνοντας σε κάποια φυλάκια υπερυψωμένα, αντικρύζαμε μέρος της κατοχικής Λευκωσίας και μάλιστα, σε μία ακτίνα περίπου 500 μ. όλα τα σπίτια και τα καταστήματα ήσαν όπως τα βρήκαν οι κατακτητές το 1974. Σε έπιανε η καρδιά σου με τα αποτελέσματα της ενδοτικής ελληνικής πολιτικής.

Μία από τις επόμενες μέρες, φτάσαμε στην οδό Λήδρας. Εκεί έπεσαν κορμιά για να κρατηθεί η υπόλοιπη Λευκωσία. Δεξιά κι αριστερά στα κτίρια, διέκρινες εύκολα τις χιλιάδες σφαίρες που είχαν πέσει. Στην αριστερά πλευρά της Λήδρας, όπου και το ομώνυμο ξενοδοχείο, ήταν βάση των στρατιωτών του ΟΗΕ. Πήραμε με τα πόδια τη Λήδρας και πηγαίναμε στο «σύνορο» της ίδιας πόλης. Περάσαμε με ταυτότητες και διαβατήρια στην κατοχική Λευκωσία και από εκεί, πήραμε ένα ταξί για την Κερύνεια. Δέκα ευρώ μας πήρε ο Ιρανός οδηγός του ταξί, έποικος, από τα βάθη της Ανατολής τον έκαναν ταξιτζή στη Λευκωσία. Δεν μας έφταιγε σε τίποτε ο άνθρωπος, ήταν μάλιστα χαρούμενος με τη ζωή που βρήκε στη Κύπρο.

Στην Κερύνεια, μας άφησε ο ταξιτζής εκεί που θέλαμε, στα αρχεία του κράτους της Κύπρου. Ναι, τα αρχεία του κράτους στη Κερύνεια βρίσκονταν όταν έγινε η εισβολή και φυσικά παρέμειναν υπό τούρκικη κατοχή. Εμείς, αναζητούσαμε στα αρχεία σχέσεις Κυπρίων και Αρκάδων. Μπήκαμε στο χώρο των αρχείων, σε ένα νεοκλασικό κτίριο και ζητήσαμε τον διευθυντή. Λίγοι υπάλληλοι δεξιά κι αριστερά, ένιωσαν άβολα όταν τους είπαμε πως είμαστε Έλληνες. Άβολα ένιωσε και ο διευθυντής σαν μας συνάντησε έπειτα από λίγα λεπτά. Τουρκοκύπριος ήταν, όπως και οι υπάλληλοι, όπως μάθαμε αργότερα. Του είπαμε τι θέλουμε να ψάξουμε αλλά ήταν επιφυλακτικός, λες και κρατούσε μία αμυντική στάση, ίδια στάση είχαν και οι υπάλληλοι. Περίπου σαράντα ετών, μετρίου αναστήματος, με κοιλίτσα, φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο και γραβάτα. Κλασικός υπάλληλος. Επειδή κατάλαβα ότι μας φοβόντουσαν, ναι, μας φοβόντουσαν, άρχισα την πλάκα με την κοιλιά του. Σε λίγα λεπτά, γελούσαμε άπαντες, ποιο πολύ απ’ όλους οι υπάλληλοι που δεν καταλάβαιναν και τι λέγαμε.

Μας πήρε στο γραφείο του ο διευθυντής, καθίσαμε και κοιτούσε τον υπολογιστή του για δυο-τρία λεπτά, οπότε, αγχωμένος γυρίζει και μου λέει: Vasilis, κάθισε εσύ στο γραφείο μου διότι εγώ δεν γνωρίζω πολλά από υπολογιστές! Αυτό έγινε, αλλά ύστερα από ψάξιμο μιάς ώρας περίπου, δεν βρήκα κάτι από αυτά που έψαχνα. Τον ευχαριστήσαμε και φεύγοντας, μας έκανε δώρο το Χρονικό της Κύπρου, του Μαχαιρά. Ένα ογκώδες έργο, γραμμένο στην ελληνική και γαλλική γλώσσα. Αυτό το έργο, αξίζει να διαβαστεί για να δει ο αναγνώστης τι έχει τραβήξει η μαρτυρική Κύπρος στο διάβα των αιώνων.

Αργότερα, φτάσαμε στο λιμάνι της πανέμορφης και μαρτυρικής Κερύνειας και καθίσαμε να πιούμε μια μπύρα.

***

Ο Γιάννης Γ. Γκιώνης, είναι πατριώτης μου, γεννήθηκε στο Ψάρι Ηραίας Αρκαδίας. Το 1974, τον βρήκε να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στην ΕΛΔΥΚ. Στον 6ο λόχο του 2ου τάγματος, στη Λευκωσία.  Στη Κερύνεια, όπως μου ιστορούσε, πήγε ο 1ος λόχος του τάγματος για να κρατήσει την τούρκικη απόβαση. Παρατημένη εντελώς η Κερύνεια στον καταχτητή. Ο δικός του λόχος, στον πρώτο Αττίλα (20-23 Ιουλίου) δέχτηκε επίθεση από τον τούρκικο θύλακα, τη στιγμή μάλιστα που στη Γενεύη, στις 22 Ιουλίου στις 12 το μεσημέρι, υπογράφτηκε εκεχειρία. Αυτή, μόνο στα χαρτιά, διότι, όπως ιστορεί ο Γιάννης Γκιώνης, οι Τούρκοι συνέχιζαν απτόητοι να προχωρούν.

Στον δεύτερο Αττίλα, ο λόχος του πολέμησε μέχρι εσχάτων 15-17 Αυγούστου υπερασπιζόμενος τη Λευκωσία και το αεροδρόμιο. Δεν λέει πολλά ο Γιάννης Γκιώνης, διότι βουρκώνουν τα μάτια του. Χαρακτηριστικά δε, μου ιστόρησε κάποια από τις φορές των συζητήσεων που κάναμε, το πως σώθηκε και επέστρεψε πίσω αρτιμελής και σωματικά υγιής. Δεν θα αναφέρω αυτή τη περίπτωση, όμως τόσο αυτός κι άλλο τόσο οι πολεμιστές στη Κύπρο Έλληνες στρατιώτες, δεν αναγνωρίζονταν από το ελληνικό κράτος, γι’ αυτό, δεν πολέμησαν ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκε η προσφορά και η θυσία τους.

***

Στην αρχή του βιβλίου του ο Βασίλης Φούσκας, έχει μία βιβλιογραφική και μεθοδολογική σημείωση, όπου στο τέλος της αναφέρει: «Με βάση αυτό το κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα, έκρινα ως μη αναγκαία την παράθεση των πηγών στο τέλος της μελέτης. Εξάλλου, όλες τις αναφορές ο αναγνώστης μπορεί να τις βρει διατυπωμένες με ακρίβεια στις υποσημειώσεις». Πράγματι, στις 165 σελίδες της μελέτης του, 98 υποσημειώσεις δίνουν εγκυρότητα στο λόγο του.  

            Στο εισαγωγικό μέρος, ο συγγραφέας θέτει το ερευνητικό ερώτημα, κατά πόσο η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1974 θα μπορούσε ν’ αναπτύξει μία αξιόπιστη πολιτική αποτροπής και δεν το έκανε διότι δεν συνέτρεχαν οι απαραίτητες στρατιωτικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Το ερώτημα αφορά κυρίως την περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή-Αβέρωφ που ορκίστηκε τα χαράματα της 24ης Ιουλίου 1974, η οποία συνέπεσε λίγο-πολύ με τις ψευτο-εκεχειρίες της 22ας Ιουλίου έως τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου, μέρα κατά την οποία αρχίζει η δεύτερη μεγάλη επέλαση του Αττίλα που σταματά την 17η Αυγούστου. Εδώ ο συγγραφέας συμφωνεί απόλυτα με την αφήγηση (εμπειρία επί του πεδίου) του στρατιώτη της ΕΛΔΥΚ Γιάννη Γκιώνη, που λέει ότι οι Τούρκοι και μετά τις συμφωνίες προχωρούσαν συνεχώς. Οπότε, ο όρος «ψευτο-εκεχειρίες» του συγγραφέας είναι απόλυτα ορθός.

            Ο συγγραφέας, θεωρεί σκόπιμο χάριν της πληρέστερης ενημέρωσης του αναγνώστη, κι έτσι, εμφανίζει το δίδυμο Καραμανλή-Αβέρωφ στο προσκήνιο από τη δεκαετία του 1950, όπου τότε, τέθηκαν τα θεμέλια για ό,τι συμβαίνει εδώ και πενήντα χρόνια στη Κύπρο. Είχε φυσικά προηγηθεί η αθέτηση της συμφωνίας Άγγλων-Κυπρίων, κατά την οποία, οι Κύπριοι θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την ένωσή τους με την Ελλάδα αν στεκόντουσαν στο πλάι τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που έκαναν. Η αθέτηση αυτή μάλιστα από την μεριά των Άγγλων, εκφράστηκε επίσημα από τον υπουργό των εξωτερικών της με μία πομπώδη λέξη: «Ο υ δ έ π ο τ ε».

            «Το 1955, η Βρετανία συγκαλεί την περίφημη Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης[1], καθιστώντας επίσημα την Τουρκία ενδιαφερόμενο μέρος του Κυπριακού ζητήματος. Η ελληνική κυβέρνηση, παρά την οξεία αντίθεση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δέχεται την πρόσκληση», μας πληροφορεί ο συγγραφέας, και συνεχίζει στην 13η υποσημείωσή του: «Την 1η Απριλίου 1955, επί πρωθυπουργίας Αλέξανδρου Παπάγου ξεκινά ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ. Για αντίποινα, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η Τουρκία πραγματοποιεί τεράστιο διωγμό και καταστροφές στις εναπομείναντες ελληνικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, αποδεκατίζοντας στην κυριολεξία των ελληνικό πληθυσμό».  

(Παρένθεση δική μου). Πίσω από τα εγκλήματα αυτά αλλά και την προβοκάτσια της βόμβας στην οικία του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο, ήταν η «Ozel Harp», μυστική οργάνωση για ανορθόδοξο πόλεμο κατά του κομμουνιστικού κινδύνου και χρηματοδοτούνταν από τη αμερικάνικη  CIA. Αντίστοιχες μυστικές οργανώσεις είχαν όλα τα ΝΑΤΟϊκά κράτη.

Μετά τον θάνατο του Παπάγου το 1955, ανέλαβε κυβερνήτης ο Καραμανλής με υπουργό τον Αβέρωφ. Όπως δε μας πληροφορεί ο συγγραφέας, η κυβέρνηση αυτή αποδέχτηκε τόσο τη συμφωνία επί της αρχής για διαμελισμό της Κύπρου, όσο και τη διαδικασία των μυστικών συνομιλιών στην οποία μυήθηκε πολύ νωρίς. «Οι μυστικές ΝΑΤΟϊκές συνομιλίες βρήκαν εναργή αποκρυστάλλωση στο μυστικό πρωτόκολλο της λεγόμενης «συμφωνίας κυρίων» των Καραμανλή-Μεντερές της 11ης Φεβρουαρίου 1959 στη Ζυρίχη, το οποίο προέβλεπε συνεργασία Τουρκίας και Ελλάδας για τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου και την περιθωριοποίηση του φιλο-σοβιετικού κομμουνισμού του ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού). Τονίζουμε τη σημασία αυτού του πρωτοκόλλου διότι, έκτοτε, υπήρξε ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την εξέλιξη και την πορεία του Κυπριακού ζητήματος, με όλες τις ελληνικές ηγεσίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να το ακολουθούν πιστά».  

Συνεχίζοντας ο συγγραφέας, φτάνει στην αποτυχία των σχεδίων Μπωλ-Άτσεσον, όπου στις μυστικές συνομιλίες της Γενεύης το καλοκαίρι του 1964 (ερήμην του Μακάριου), για να λυθεί το ζήτημα μέσα στα ΝΑΤΟϊκά πλαίσια, διαφωνεί κάθετα ο Μακάριος, διότι με τον τρόπο αυτό, η λύση αυτή θα έδινε στην Τουρκία περισσότερα απ’ ότι εδικαιούτο, λόγω της υπέρτερης γεωστρατηγικής της βαρύτητας μέσα στη συμμαχία. Αλλά εδώ ας παρακολουθήσουμε τον συγγραφέα: «Στη συνέχεια ο Μπωλ, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, επισκέπτεται την Κύπρο για επιτόπου διαβουλεύσεις. Κι ενώ παίρνει τις ίδιες απαντήσεις προσωπικά από τον Μακάριο, στη συνάντησή του με μια βρετανική αντιπροσωπία υπό τον Μάρτιν Πάκαρντ που εργαζόταν για τη συμφιλίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, συμβαίνει το εξής επεισόδιο – ο Πάκαρντ ακολουθώντας τις οδηγίες της υπηρεσίας του, είχε εντολή να κάνει επιτόπου έρευνα και να παρουσιάσει γνωμάτευση με συστάσεις για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να σταματήσει η βία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του, τα οποία τα παρουσίασε και στον Μπωλ κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Κύπρο, συνιστούσαν ουσιαστικά ότι όλα τα θέματα μεταξύ των δύο κοινοτήτων μπορούν να λυθούν όταν σταματούσαν οι έξωθεν παρεμβάσεις. Όταν το ακούει αυτό ο Μπωλ, ενώ είχε πρωτύτερα δημόσια συγχαρεί τον Πάκαρντ για την εξαιρετική του έρευνα, κατ’ ιδίαν, θα τον χτυπήσει στην πλάτη και θα του πει, “γιέ μου, όλα λάθος τα είδες. Το πρόβλημά μας εδώ πέρα δεν είναι πως να τους ενώσουμε, το πρόβλημά μας εδώ είναι πως θα τους χωρίσουμε”. Η μαρτυρία αυτή καταδεικνύει με τον πιο εναργή τρόπο δύο πράγματα. Πρώτον, την ενσωμάτωση της τούρκικης θέσης στο διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της αμερικάνικης διπλωματίας, το οποίο και θα έπρεπε να υιοθετηθεί, κατά βάση, από την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεύτερον, ότι το πρόβλημα δεν ήταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες αλλά στις έξωθεν επεμβάσεις που το δημιουργούσαν και το όξυναν».

Εδώ συμπυκνώνεται, κατά τη γνώμη μου, όλο το Κυπριακό ζήτημα. Η κατάθεση των στοιχείων από τον συγγραφέα, είναι συγκλονιστική. Στη συνέχεια, μας δίνει με απλό και κατανοητό τρόπο, όλα εκείνα τα γεγονότα που ακολούθησαν -μέσω πηγών- και τα οποία φτάνουν μέχρι το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Σε αυτό, ενεργό συμμετοχή είχαν, ο στρατηγός Γκιζίκης, ο στρατηγός Μπονάνος, ο Ανδρουτσόπουλος (πρωθυπουργός) κ.ά. Τον Ιωαννίδη ο Μακάριος αποκαλεί εγκληματία. Άλλοι τον αποκαλούν ηλίθιο, και πρέπει να ήταν, διότι, αν δεν είσαι ηλίθιος και επιεικώς ανόητος, δεν γίνεσαι αχυράνθρωπος της  CIA.

Με τον Ιωαννίδη στα πράγματα, αρχίζουν τα δεινά της κατάχτησης της Κύπρου. Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας δίνει με κάθε λεπτομέρεια όλες τις κινήσεις των πραξικοπηματιών, από τον απόβαση στο «Πέντε Μίλι», μέχρι και τη μέρα της πτώσης του.

Με τον ερχομό των Καραμανλή-Αβέρωφ, εκτός του Ιωαννίδη που πήρε άδεια άνευ αποδοχών, οι υπόλοιποι πραξικοπηματίες διαχειρίστηκαν τον δεύτερο Αττίλα, εφόσον ο Καραμανλής δεν τους καρατόμησε. Από τη στιγμή που ο Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός με υπουργό του τον Αβέρωφ, συνέχισαν ό,τι άφησαν ατελές την δεκαετία του 1950 και πέραν των άλλων χάθηκαν τόσες ανθρώπινες ζωές. Αναφέρει ο συγγραφέας: «Η ουσία είναι ότι οι ελληνικές διαταγές της πολιτικής -πλέον κυβέρνησης των Αθηνών- προς το ΓΕΕΦ φαντάζουν περισσότερο ως διαταγές του ΝΑΤΟ που σε συνεργασία με έναν άλλο σύμμαχο ΝΑΤΟϊκό στρατό, αυτόν της Τουρκίας, ολοκλήρωναν την καταστροφή της Κυπριακής Δημοκρατίας και κοινωνίας, αφού ταυτόχρονα ξεκληρίζονταν εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι. Ολοκλήρωναν δηλαδή από κοινού το κρατοκτόνο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, αποδιαρθρώνοντας τελείως τον μηχανισμό κρατικής εξουσίας, με όλες τις διεθνείς και νομικές προεκτάσεις του, που είχε χτίσει ο Μακάριος με τιτάνιες προσπάθειες από το 1960 μέχρι την  ανατροπή του από τον Ιωαννίδη. Μαζί με το μηχανισμό του Μακαρίου αποδιαρθρωνόταν και η αδέσμευτη πολιτική του για μια ανεξάρτητη και ειρηνική Κυπριακή Δημοκρατία, που πέρα από ψυχροπολεμικές εντάσεις και εθνικιστικά μίση που έσπερναν οι τρομοκρατικές οργανώσεις της ΕΟΚΑ-Β και οι τούρκικες ΤΜΤ και Βολκάν».

Στη συνέχεια του βιβλίου, ο συγγραφέας απομυθοποιεί εντελώς το δίδυμο Καραμανλή-Αβέρωφ με ισχυρά στοιχεία, αναφέρεται στην ακύρωση της νηοπομπής με αυτόν μέσα προς την Κύπρο, δίνει αναλυτικές λεπτομέρειες γιατί δεν πέταξαν ποτέ τα Φάντομ -υπερόπλο για την εποχή τους- για να σταματήσουν την επέλαση των Τούρκων.

Τον Ιούλιο του 1975, ο Καραμανλής θα διατυπώσει επίσημα και σε προσωπική συνάντηση με τον Φορντ, ό,τι είχε συμφωνήσει με τον Κίσιντζερ για δι-ζωνική/δικοινοτική ομοσπονδία, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι οι Κύπριοι δεν συμφωνούν: «Έχω την εντύπωση πως δεν έχει υπάρξει σωστός χειρισμός αυτής της κατάστασης. Όλοι ξέρουμε πως να φτάσουμε στη λύση αυτού του μικρού προβλήματος -δεν είναι όπως στη Μέση Ανατολή- και η λύση υπάρχει. Υιοθέτησα μία θέση. Είμαι πρόθυμος να ικανοποιήσω τις τούρκικες θέσεις. Δέχτηκα τη γεωγραφική ομοσπονδία. Είμαι έτοιμος να δεχτώ δύο ζώνες υπό τον όρο να επιστραφεί έδαφος που να είναι πάνω-κάτω αντανάκλαση του πληθυσμού των δύο κοινοτήτων. Είμαι πρόθυμος να δώσω στους Τούρκους οποιεσδήποτε ομοσπονδιακές εξουσίες θέλουν. Μπορώ να επιβάλω αυτή τη λύση τώρα. Είμαι δυνατός στην Αθήνα και μπορώ να ελέγξω τον Μακάριο».

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας εξυμνεί τον Μακάριο, μιλάει εκτενώς για την «πολιτική στρατηγική των ορίων». Και ο Κίσιντζερ -σύμφωνα με μαρτυρίες του βιβλίου, έλεγε για τον Μακάριο: «Το χάρισμά του ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθος της μικρής του πατρίδας».

Για τον Καραμανλή, η Κύπρος ήταν μακριά. Για τον Αβέρωφ: «Η Κύπρος είναι στρατιωτικά υποθηκευμένη στην Τουρκία και ο αγώνας της Ελλάδας πρέπει να δοθεί μόνο σε διπλωματικό επίπεδο».

***

Σαν ένας απλός αναγνώστης που είμαι, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του αριστουργήματος: Το Μελάνωμα της Κύπρου», του Βασίλη Φούσκα, αντιλαμβάνομαι ότι, ο Φάκελος της Κύπρου δεν θ’ ανοίξει ποτέ. Όπως κανείς έως τώρα δεν πλήρωσε για την παράδοση του 37% της επικρατείας της στον Τούρκο καταχτητή. Όπως κανείς εξάλλου δεν πλήρωσε για τα Ίμια που σε μία νύχτα από μέρος της ελληνικής επικράτειας έγιναν γκρίζα, ορφανά. Όχι, δεν είμαι πολεμοκάπηλος, δεν θέλω να πάρω πίσω την Πόλη, δεν θέλω να πάω στο Αφιόν Καραχισάρ, όπως πήγε ο παππούς μου και απορούσε τι έκαναν εκεί. Η ελληνική πολιτική, στη Κριμαία, στη Κορέα και τώρα στην Ουκρανία, ακολουθεί με υποτέλεια ό,τι θέλουν οι μεγάλες δυνάμεις και το ΝΑΤΟ. Μπορεί η Ελλάδα, να επικαλεστεί το εθνικό συμφέρον της και να γίνει κανονικό κράτος, όχι για να καταχτήσει αλλά για να μην επιτρέψει σε κανέναν τη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Η Κύπρος, είναι η καρδιά της Ελλάδας.

Ο Βασίλης Φούσκας, με αρχειακό υλικό μας έδειξε τι ακριβώς συνέβη στην Κύπρο. Στάθηκε έξω από κάθε συναίσθημα διότι αυτό επιτάσσει η γεωπολιτική και με τον ρέοντα λόγο του, σημείωσε τα διαχρονικά λάθη μας. Σαν ένας από τους αναγνώστες του βιβλίου του, τον ευχαριστώ.

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος



[1] Στη Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία είχε υπογράψει ότι απέσυρε κάθε ενδιαφέρον της από την Κύπρο.