Η Τριλογία της Ειμαρμένης-Εκάτη – η γνώμη ενός αναγνώστη

Η Τριλογία της Ειμαρμένης-Εκάτη – η γνώμη ενός αναγνώστη

«Καταλήγοντας, νομίζω πως η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Αθήνας είναι μία συμβολική αναπαράσταση των όσων συνέβησαν πριν από την εμφάνιση της ανθρωπότητας, την εμφάνιση της ανθρωπότητας και την πορεία σε διάστημα χρόνου που έχει αρχή και λήξη και, τέλος, εκείνων που θα σηματοδοτήσουν το πέρας της ανθρωπότητας, όπως την ξέρουμε, και το μετά από αυτή»

Η παράγραφος αυτή, φανερώνει την ουσία, ή μάλλον δίνει το ερέθισμα στον αναγνώστη να γίνει κοινωνός του έργου του Μάνου Αναστασόπουλου.

Από τη σκοπιά μου -σαν αναγνώστης- ίσως δεν είμαι ο κατάλληλος να μιλήσω για το βιβλίο αυτό. Ο λόγος είναι το ότι αγνοώ την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Αθήνας, όπως αγνοώ κάθε τι που γίνεται στις ολυμπιάδες – και τούτο διότι έχω αποβάλει 25 χρόνια την τηλεόραση από τη ζωή μου. Συνεπώς, αγνοώ τα θεάματα, τα γήπεδα, τις παρελάσεις, τον λόγο της πολιτικής που παράγει φόβο, αγνοώ κάθε μήνυμα που εκπέμπει το μέσο αυτό. Παρ’ όλα αυτά όμως τα αρνητικά στοιχεία που με χαρακτηρίζουν, θα καταθέσω τη γνώμη μου για ένα βιβλίο που ελκύει με την θεματική του.

Ο συγγραφέας, μας συστήνει -μέσα από την πλοκή- τους πρωταγωνιστές του έργου του χρησιμοποιώντας τον υπερ-ρεαλισμό, όσο όμως εμβαθύνει τόσο αυτός αφαιρείται. Η τεχνική αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη, φαίνεται όμως ότι ο συγγραφέας την κατέχει καλά. Βέβαια, η δική μου γνώμη φανερώνει την άγνοια μου, ή μάλλον, γενικότερα η γνώμη είναι άγνοια εφόσον δεν είναι γνώση. Ακριβώς επειδή δεν κατέχω τη γνώση, αναλύω ή ερμηνεύω, συνεπώς αγνοώ, λέω τη γνώμη μου. Αυτό, είναι μειονέκτημα δικό μου αλλά και όλων μας. Νομίζουμε ότι έχουμε γνώση ενώ έχουμε γνώμη. Δεν είναι εύκολα αντιληπτή η εκδοχή αυτή διότι ο εγωισμός μας δεν δέχεται την άγνοια μας. Μας λείπει η διάκριση.

«Γνώση και Αθανασία», είναι η πρώτη υπόθεση που ζητά απάντηση. «Σκέψου ότι είσαι στο κέντρο του Παραδείσου και μπροστά σου είναι τα δύο άφατα δέντρα, που ο θεός της Βίβλου έβαλε εκεί, της Γνώσης και της Αθανασίας, όπως είναι γραμμένο στο χωρίο 2.9 της Γένεσης. Αυτά τα δύο δέντρα σηματοδοτούν τις διαφορές του θεού από τον άνθρωπο! Αν έπρεπε εσύ να διαλέξεις, τους καρπούς ποιου από τα δύο θα έτρωγες και ποια θεϊκή ιδιότητα θα έπαιρνες για λογαριασμό όλων των ανθρώπων; Από ποιο θα διάλεγες να φας;». 

Εδώ θα έλεγα ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αφηρημένες έννοιες οι οποίες επιδέχονται πολλές και διαφορετικές μάλλον ερμηνείες. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είμαστε στη γνώση αλλά στη γνώμη. Όταν είσαι κάτοχος της αλήθειας, δεν την αναζητάς, ούτε μιλάς γι’ αυτήν, η περιγραφή δεν είναι το περιγραφόμενο. Εξάλλου, η γνώση είναι πάντα παρούσα αλλά πόσο έτοιμος είμαι εγώ ή κάποιος άλλος για να τη λάβει; Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, όταν μιλούσε για τη μουσική, το έλεγε κάπως διαφορετικά, η μουσική υπάρχει, αλλά εγώ για να την ακούσω πρέπει να είμαι διαθέσιμος. Να είμαι η μουσική.  Εδώ λοιπόν, η σκέψη καλείται να διαλέξει τι απάντηση θα δώσει. Κάθε προσπάθειά της όμως να ερμηνεύσει οδηγεί στη πλάνη. Αυτό είναι εύκολα αντιληπτό να το κατανοήσουμε εφόσον η ίδια η σκέψη από την υλική φύση της είναι πάντοτε περιορισμένη.

Ο πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας, ο Άρης, πλαισιώνεται από τέσσερις γυναίκες που η κάθε μια έχει και διαφορετικό ρόλο, που όμως όλοι οι ρόλοι στη συνέχεια έχουν ένα συνδετικό κρίκο. Η μία από αυτές, η Δέσποινα, πλησιάζει προς το μέρος του, μένει για λίγο αναποφάσιστη αλλά τελικά αφήνει στην άκρη τους ενδοιασμούς της και του λέει: «Γιατί όποιος έχει διαλέξει τη γνώση, ξέρει ότι η ευτυχία και η δυστυχία είναι το ίδιο, είναι η ζωή!». Ας μείνω λίγο εδώ. Τα ζεύγη των αντιθέτων είναι ιδιότητα της ύλης, ευτυχία και δυστυχία, καλό και κακό, κρύο και ζεστό, κτλ. Αυτά από τη φύση τους παράγουν συγκρούσεις και φυσικά αποτελούν μέρος της ζωής. Αλλά τι ακριβώς είναι η ζωή, ούτε η Δέσποινα εδώ γνωρίζει τι είναι, ούτε εγώ και ούτε εσείς. Εάν γνωρίζαμε τι είναι η ζωή, θα γνωρίζαμε και τι είναι ο θάνατος και δεν θα μιλούσαμε για αθανασία, δεν θα είχαμε καν φόβο. Και φυσικά η γνώση δεν διαλέγεται διότι η σκέψη κινείται γραμμικά ενώ αυτή κινείται κάθετα. Εκ των πραγμάτων, η σκέψη αδυνατεί να κινηθεί προς τα «άνω» που είναι η γνώση. Η γνώση κατακτάτε με «άλμα», χρειάζεται δηλαδή, να είναι κάποιος «έτοιμος», ή όπως λέει και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, «διαθέσιμος».

Ο συγγραφέας, προχωρώντας αργά, μετά τα ως άνω αναφερόμενα ζητήματα που τέθηκαν από μία ομάδα αποτελούμενη από δώδεκα μέλη, μας παρουσιάζει τους ρόλους των πρωταγωνιστών του έργου του, ρόλοι που όπως αντιλαμβάνομαι προέρχονται μέσα από την εμπειρία του μυστικισμού. Η ομάδα αυτή, που είναι πιθανό να είναι τεκτονική, θέλει να μυήσει τον Άρη, το κεντρικό πρόσωπο του έργου, δίνοντάς του το ερέθισμα αφενός της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας που στοίχισαν ένα υπέρογκο ποσό και αφετέρου την τελετή έναρξης, μέσα στην οποία υπάρχουν αλληγορικά στοιχεία. Τα ερεθίσματα αυτά που λαμβάνει ο Άρης, αποτελούν μέρος της διαδικασίας της μύησης του και καλείται να τα αναδείξει. 

Ο μυστικισμός, είναι κοινός τόπος διαφόρων ομάδων, τεκτονικών στοών, κ.ά. που αναζητούν την Αλήθεια. Θα έλεγα ότι μυστικιστής είναι ο ευλαβής άνθρωπος που ψάχνει και απαντάται σε θρησκείες, και σε διάφορες άλλες ομάδες με μυστικιστική κατεύθυνση. Δεν είναι όμως μυημένος. Ο μύστης, είναι αυτός που έφυγε από τη σκέψη κάνοντας το άλμα προς τα «άνω», έγινε δηλαδή άνθρωπος. Ανάλογα με την βαθμίδα στην οποία βρίσκεται, κατέχει ένα μέρος της Αλήθειας. Φυσικά, είναι κοινωνός της Νοημοσύνης και αντιλαμβάνεται πέρα από τις τρείς διαστάσεις, και την τέταρτη διάσταση. Οι μεγάλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι για παράδειγμα, με τον Σωκράτη φυσικά, υπήρξαν μύστες. Κάπου άκουσα για τον Χριστό ότι είναι μύστης 5ου βαθμού. Δεν ξέρω αλλά, από την παρουσία αυτών άλλαξε προς το καλύτερο ο ανθρώπινος βίος πάνω στη γη.

Μας δίνει στη συνέχεια του έργου του ο συγγραφέας, την «άφατη» θεά. Την τοποθετεί σε μερικά σημεία του χώρου και αναφέρεται στην Εκάτη. Ας ανοίξουμε εδώ μία παρένθεση να δούμε ποια ήταν η Εκάτη:

«Ο Ησίοδος το τονίζει επανειλημμένα, η Εκάτη είναι μονογενής. Σ’ αυτό έμοιαζε με την Περσεφόνη, την κυρά του Κάτω Κόσμου. Ήταν μια πραγματική Τιτανίδα ανάμεσα στους Τιτάνες, και ας μη λέγεται αυτό ποτέ εμφαντικά.

Εκτός όμως από τον Ησίοδο, πολλοί άλλοι είχαν γράψει γι’ αυτήν.

Λένε ότι ήταν θυγατέρα του Δία και της Ήρας. Άλλοι, ότι ήταν θυγατέρα του Δία και της Δήμητρας, κι άλλοι, ότι ήταν του Δία και της Φεραίας. Πολλοί πίστευαν ότι ήταν κόρη του Πέρσου και της Αστερίας.

Αυτοί που τη θεωρούν θυγατέρα του Δία και της Ήρας πιστεύουν ότι ανατράφηκε από τις Νύμφες. Όταν μεγάλωσε, έκλεψε το κιβώτιο της μητέρας της, που είχε τα επιτρίμματα του προσώπου, και τα έδωσε στην Ευρώπη, την ερωμένη του πατέρα της, Δία. Η Ήρα εξοργισμένη την καταδίωξε. Η Εκάτη κρύφτηκε κάτω από ένα νεκρό εκφερόμενο. Η Ήρα την καταράστηκε και έπαψε να την καταδιώκει. Η Εκάτη μολύνθηκε και ο Δίας παράγγειλε στους Κάβειρους να την καθαρίσουν. Αυτοί την κατέβασαν στον Άδη και την έλουσαν στην Αχερουσία Λίμνη. Έτσι εκαθάρθη και παρέμεινε έκτοτε στον Άδη ως πρύτανις των νεωτέρων θεοτήτων.

Όσοι τη θεωρούν θυγατέρα του Δία και της Δήμητρας, πιστεύουν ότι την έστειλε η Δήμητρα να βρει την αδελφή της, Περσεφόνη. Η Εκάτη πηγαίνοντας στον Άδη έμεινε εκεί και ονομάστηκε Άρτεμις Φύλαξ, Δαδούχος, Φωσφόρος και Χθονία.

Αυτοί που πιστεύουν ότι είναι θυγατέρα του Δία και της Φεραίας, λένε ότι η μητέρα της τη γέννησε μυστικά και την έριξε σ’ ένα τρίστρατο. Εκεί τη βρήκαν οι ποιμένες του Φέρητος, την κράτησαν και την ανάθρεψαν. Γι’ αυτό το λόγο αφιερώθηκαν στην Εκάτη τα τρίστρατα.

Όσοι τη θεωρούν θυγατέρα του Πέρσου και της Αστερίας, διηγούνται ότι η Αστερία ήταν έγκυος από τον Δία όταν παντρεύτηκε τον Πέρση. Γεννήθηκε η Εκάτη και όλοι πίστεψαν ότι ήταν παιδί του Πέρση.

Επειδή συμμάχησε η Εκάτη με τον Δία, κατά των Τιτάνων, ο Δίας την τίμησε να έχει εξουσία στον ουρανό, στη γη, στη θάλασσα και στον Άδη. Και αυτοί που την επικαλούνται να λαβαίνουν ό,τι κι αν της ζητήσουν. Τη θεωρούσαν Εκάτη, Σελήνη, Άρτεμη και Περσεφόνη. Σελήνη την ονόμαζαν στον Ουρανό, Άρτεμη στη Γη, Εκάτη και Περσεφόνη στον Άδη. Πίστευαν ότι στον Άδη ήταν προστάτις των νεκρών εκείνων, των οποίων τα σώματα έμεναν άταφα, και παρέμεναν εκατό χρόνια έξω από τον Άδη. Ήταν όμως και πομπός ονείρων και φαντασμάτων αγρίων, τρομακτικών, τα οποία ονόμαζαν Εκαταία.

Στη γη ήταν προστάτις πάντων των ανθρωπίνων πραγμάτων, ειδικότερα μάλιστα της μαγείας, φύλακας των σπιτιών και γι’ αυτό τοποθετούσαν το άγαλμά της στις θύρες. Όταν θυσίαζαν σε κάποιο θεό, πρώτα θυσίαζαν στην Εκάτη για να γίνει μεσίτρα. Την παρουσίαζαν τρικέφαλη. Το δεξί της κεφάλι ήταν σκύλου, το αριστερό ίππου και το μεσαίο αγριόχοιρου, φανερώνοντας έτσι την τριπλή δύναμή της που είχε στον Ουρανό, στη Γη και στον Άδη. Άλλοτε πάλι τη βλέπουμε με τρία πρόσωπα και έξι χέρια, να βαστάει κλειδιά, καλάθια και λαμπάδες, στο ένα κεφάλι να έχει ημισέληνο, στο άλλο καπέλο και στο τρίτο, στεφάνι από δάφνη. Άλλοτε πάλι την παρουσίαζαν στη γυναικεία της μορφή, στεφανωμένη με κλαδιά βελανιδιάς, μαυροντυμένη, να κρατά στο χέρι ραβδί, σημείο μαγείας, και να ακολουθείται από σκυλιά, που φανέρωνε προστασία των οίκων.

Λένε ότι ο Πέρσης και ο Αιήτης ήταν αδέλφια και γιοι του Ήλιου. Βασίλεψαν ο μεν Αιήτης στην Κολχίδα και μέχρι τη Μαιώτιδα Λίμνη, ο δε Πέρσης στην Ταυρική Χερσόνησο. Ο Πέρσης παντρεύτηκε την Αστερία και απέκτησαν την Εκάτη, η οποία έγινε κυνηγός, αλλά απάνθρωπη κυνηγός. Όταν δεν έβρισκε θηρία, σκότωνε ανθρώπους. Ζώντας στο δάσος παρατηρούσε τις ενέργειες των φυτών και έφτιαχνε θανάσιμα φάρμακα. Με αυτά φαρμάκωσε τον πατέρα της και του πήρε το βασίλειο. Παντρεύτηκε το θείο της Αιήτη και γέννησε την Κίρκη, τη Μήδεια και τον Αιγιαλέα. Ονομάσθηκε θεά της μαγείας επειδή γνώριζε καλά τα φαρμακευτικά βότανα.

Λατρευόταν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπως στη Μίλητο, στην Έφεσσο, στη Σμύρνη, στην Άνδρο, στην Αίγινα, στο Άργος, στην Επίδαυρο, στον Πειραιά, στη Σαμοθράκη, στην Αθήνα, όπου έφερε το όνομα Καλλίστη.

Στην Άγρα οι Αθηναίοι κάθε χρόνο τελούσαν προς τιμή της γιορτή με πομπή, σε ανάμνηση της νίκης τους στον Μαραθώνα. Και στον Πειραιά, επίσης, έκαναν πομπή προς το λιμάνι της Ζέας».

Ο συγγραφέας, επικαλούμενος την αρχαία παράδοση, μας πληροφορεί ότι η Εκάτη αποκαλείται Κλειδούχος, εκείνη δηλαδή που κρατά τα κλειδιά του κόσμου μας -τα όρια του σύμπαντος- εκείνη που συγκλείει τα πέρατα των εγκοσμίων. Ανάμεσα δε στα σημεία του χώρου που την τοποθετεί, είναι και η Αρκαδία με ναό της «άφατης» θεάς. Εδώ να πω ότι, στην αρχαία Λυκόσουρα βρίσκεται ο ναός της Δεσποίνης, ειπώθηκε έτσι διότι απαγορευόταν να ειπωθεί το πραγματικό της όνομα. Λέγεται δε ότι πίσω από το όνομα της Δεσποίνης, κρύβεται επιμελώς το όνομα της θεάς Δήμητρας. Όπως είδαμε και πιο πίσω, υπάρχει σύνδεση μεταξύ Εκάτης και Δήμητρας. Ανοίγοντας πάλι μία παρένθεση, έξω όμως από το έργο του συγγραφέα, στον περίβολο του ναού της Δεσποίνης, υπάρχουν μερικές αχλαδιές. Είναι μικρές κατά το μέγεθος και στρογγυλές με χρώμα κίτρινο. Μοναδική εμπειρία κατά τη γνώση μου, η γεύση και τ’ αρώματα αυτών των αχλαδιών.

Ο Μάνος Αναστασόπουλος, μας δίνει μία δύσκολη μυθοπλασία, δύσκολη από την άποψη ότι δεν θέλει διάβασμα αλλά μελέτη. Για όσους αγαπούν τις μελέτες και έχουν τη θέληση να αφουγκραστούν το λόγο του, είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο. Κοιτάζει τα πράγματα από μία διαφορετική σκοπιά και αναζητά τις αιτίες πίσω από τα αποτελέσματα.

Βέβαια, το έργο του δεν ολοκληρώνεται με τον Α’ τόμο αλλά ακολουθούν ακόμα δύο τόμοι για να κλείσει η Τριλογία του. Θα ολοκληρωθεί το έργο του με την ανακάλυψη της χαμένης Κλείδας;

Ό,τι πει η Ειμαρμένη!

 

 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος