Κόρινθος-Λαμία-Χίος-Μπογιάτι – η στρατιωτική διαδρομή του Βασίλη Βαζάκα

Κόρινθος-Λαμία-Χίος-Μπογιάτι – η στρατιωτική διαδρομή του Βασίλη Βαζάκα

 

Γράφει ο Βασίλης Βαζάκας: «Εξακόσιες εξήντα οκτώ και σήμερα» στο πόνημα του για την στρατιωτική του θητεία. Για όσους από εμάς έτυχε και υπηρετήσαμε στον ελληνικό στρατό, αυτή η φράση-κώδικας, δηλώνει ότι υπηρέτησε γεμάτους 22 μήνες την πατρίδα.

            Ο Βασίλης Βαζάκας, είναι πατριώτης μας, συγγενής μας, συνάδελφός μας (στον στρατό), είναι δε σύζυγος της Άντζελας Αναστασοπούλου, κόρης του Σπύρου Αναστασόπουλου. Παράλληλα, είναι και νέο μέλος στο κλάμπ των Ψαραίων συγγραφέων – που όλο και πληθαίνουμε. Το πόνημά του αποτελείται από 120 σελίδες σε Α4, μεταφραζόμενο δε σε βιβλίο όταν θα εκτυπωθεί, θα αποτελείται από 250-300 σελ. περίπου. Δίνοντας μου το πόνημά του για διάβασμα, με τίμησε και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, παράλληλα δε είδα σε αυτό τις ομοιότητες με το δικό μου πόνημα για την στρατιωτική θητεία.

            Όσοι από εμάς υπηρετήσαμε, μπορούμε να κατανοήσουμε πολύ εύκολα ένα βιβλίο βιωματικό γύρω από την στρατιωτική θητεία. Οι παράλληλοι βίοι όλων μας στον στρατό, έχουν μερικά σταθερά σημεία: Κέντρο, εκπαίδευση, μονάδα, καψόνι, σκοπιά, αξιωματικοί, σχέσεις, κ. ά. Πιστεύω δε ότι βιβλία σαν αυτό του Βασίλη Βαζάκα, διαβάζονται εύκολα, είναι ευχάριστα – και τούτο διότι απομυθοποιεί κι αυτός, όπως πρέπει να κάνουμε όλοι μας, τους χρόνους εκείνους της νιότης μας που τεθήκαμε κάτω «από διαταγές».

            «Για που το έβαλες παλληκάρι;». Τον ρώτησε ο σκοπός στη πύλη του κέντρου στην Κόρινθο, «να καταταγώ», είπε ο συγγραφέας του πονήματος και αρχίζει να ιστορεί τις εμπειρίες του. Από το σημείο αυτό και μετά, ξεδιπλώνει την τέχνη του, το λέω και χάρισμα, και αναλύει κάθε τι που ζει στο κέντρο, από την πρώτη μέρα που έφτασε σε αυτό μέχρι και την μέρα που παίρνει μετάθεση για την ειδικότητά του. Την τέχνη της ανάλυσης εγώ προσωπικά δεν την κατέχω, είναι δύσκολη, ο συγγραφέας όμως την απλοποιεί και μας δίνει όλες τις στιγμές του κέντρου με μαεστρία, και δίχως να το καταλάβει κανείς, έρχονται στο νου οι λεπτομέρειες του κάθε στρατιώτη από τον βίο του.

            «Τα καψώνια και οι αγγαρείες ήταν στην ημερήσια διάταξη και ήταν φορές που το, με φυσιολογικά κριτήρια, παράλογο και άδικο σού έφερνε αγανάκτηση στη ψυχή και δάκρυα στα μάτια». Ναι, όπως τα γράφει ο συγγραφέας εδώ τα πράγματα, έτσι ακριβώς ήταν: «το παράλογο και το άδικο». Κοινός τόπος όλων μας (ή μάλλον των περισσοτέρων) τα καψώνια, αυτή η γελοιότητα που ο κάθε ψυχάκιας ένστολος την βάπτιζε εθνικό καθήκον. Το καψώνι που διατάζεται από τον ένστολο όμως, δεν έχει να κάνει με τον πατριωτισμό αλλά με το πως μεγάλωσε ο καθένας από αυτούς στο σπίτι του.

            Καταθέτει αναλυτικά ένα διάλογο με τον μόνιμο αρχιλοχία, έναν διάλογο που φανερώνει τον ψυχισμό του κάθε ανόητου και στερημένου από ζωή «εκπαιδευτή». Την απορία, γιατί στο στρατό όλοι αυτοί οι χαμηλόβαθμοι μονιμάδες, αρχιλοχίες, ανθυπασπιστές (όχι όλοι αλλά οι περισσότεροι) – που μπορεί έπειτα από 30 χρόνια να έφταναν μέχρι τον βαθμό του λοχαγού ή σε ακραίες περιπτώσεις μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη, ήταν στην πλειοψηφία τους χαμηλής πνευματικής κατάστασης, δεν μου την έχει λύσει ουδείς. Ούτε και του συγγραφέα φαντάζομαι. Ένα άλλο σημείο που θέλω να τονίσω εδώ, είναι το ότι ο συγγραφέας καταθέτει εύκολα όλο το εκάστοτε σούρεαλ σκηνικό ανάμεσα στους διαλόγους με τους εκπαιδευτές του, ή τους εφοδεύοντες στη σκοπιά του, ή ακόμα όπου αλλού υπάρχουν διάλογοι. Δεν παραλείπει φυσικά να δώσει τον σουρεαλισμό με την γλώσσα της αλήθειας:

Άλτ, τις εί;

«Τι άλτ ρε και μαλακίες;, για χέσιμο ήρθα», λέει ο λοχίας.

«Καλώς, προχώρει ο αφοδεύων»

«Άι χέσου ρε» λέει ο «πιεσμένος» λοχίας.

            Όταν φεύγει από το κέντρο εκπαίδευσης της ειδικότητας του, της Λαμίας, όπου λαμβάνουν χώρα τα ευτράπελα και παράλογα, φτάνει στη μονάδα του στη Χίο. Εκεί, στη μικρή μονάδα ομαλοποιείται ο στρατιωτικός τσαμπουκάς, γίνεται συνάδελφος με τους άλλους στρατιώτες, και μας δίνει κι εδώ αναλυτικά τη ζωή του στη μεθόριο της Χίου. Αναφέρεται εκτενώς μάλιστα στους καραβανάδες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, στους καλούς και στους «ντεμί». Στη Χίο «κερδίζει» και το παρατσούκλι «Παππούς», δείγμα «σοφίας» όπως με χιούμορ λέει, ή πάλι λόγω της ηλικίας του. Ήταν 26 ετών, πως άραγε ήθελε να τον πουν; Αφής στιγμής μάλιστα ο «ανακριτής του» στο κέντρο της Κορίνθου τον αποκαλούσε «προφέσορα» σαν έμαθε πως ήταν χημικός μηχανικός του πολυτεχνείου έχοντας και μεταπτυχιακό. Εδώ ο συγγραφέας θύμισε και το δικό μου παρατσούκλι στα θέρετρα του Έβρου, ο «Γέρος». Επειδή έδειχνα κι εγώ «σοφός» με το παχύ μουστάκι που είχα.

            Στρατιωτική ιστορία που δεν περιλαμβάνει μέσα της τον μάγειρα της μονάδας, δεν μπορεί να σταθεί, είναι σαν να λείπει το αλάτι από το φαγητό. Φυσικά ο συγγραφέας, πιστός στην αναλυτική του ικανότητα, αναφέρεται στον μάγειρα εκτενώς και φυσικά στα «θαυμαστά φαγητά του». Μας ιστορεί το «μεγαλείο του», και μας θυμίζει τους δικούς μας μάγειρες με τα καμένα φαγητά.

            Στη σκοπιά, αν δεν αγνάντευε,  σκεφτόταν το κορίτσι του, ή πάλι διάβαζε από την «βιβλιοθήκη» της σκοπιάς περιοδικά, όπως: «Φίλησέ με», «Άγγιξέ με», «Διάβασέ με», ή πάλι άκουγε μουσική από το τρανζίστορ. Όταν μιλάμε για μουσική στη σκοπιά την εποχή εκείνη, μιλάμε για Καζαντζίδη, για Κερμανίδη, για Ζακυνθινάκη, για Μπιθικώτση, μιλάμε για πόνο κι αισθήματα, για καψούρα  - αν τύχαινε την εποχή εκείνη κι άκουγε κανείς Χατζιδάκι ή Θεοδωράκη, ή λοξό τον έλεγαν ή εχθρό του έθνους.

            Ο συγγραφέας παρουσιάστηκε το 1981, την χρονιά που η δεξιά θα παρέδιδε την εξουσία στο Πασόκ. Ήταν ακόμα η εποχή που τα στρατιωτικά κατάλοιπα της χούντας είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, σχεδόν. Μας δίνει την αλλαγή αυτή του στρατού κάνοντας μεγάλη αναφορά στον τομέα της ενημέρωσης από την τηλεόραση. Δεν παραλείπει μάλιστα να αναφερθεί σε «πεντάλεπτα κομμάτων» μιάς και ήταν προεκλογική περίοδος. Η τηλεθέαση ήταν ελεύθερη στο ΚΨΜ της μονάδας, αλλά συνήθως ένας αρχιλοχίας προτιμούσε ΥΕΝΕΔ από την «κομμουνιστική» ΕΡΤ που προτιμούσε να δει ο συγγραφέας. Στην ΕΡΤ, όπως μας λέει ο συγγραφέας, θα μίλαγε σύμφωνα με τον εκφωνητή της ο Λεωνίδας Κύρκος του ΚΚΕ εσωτερικού: «βολεύτηκα στην καρέκλα μου να δω τον αγαπητό Λεωνίδα, μια που οι απόψεις μας συνέπιπταν αρκετά, όταν πετάγεται ο ξινός Γιάννος, ο αρχιλοχίας που ήταν υπηρεσία εκείνο το βράδυ και διατάζει τον Καψιμιτζή: άλλαξέ το ρε Καραμπά, ΚΚΕ εσωτερικού μη χέσω… βάλε ΥΕΝΕΔ». Την επόμενη μέρα, τον κάλεσε ο διοικητής του για να τον αποπέμψει από τεχνικό γραφέα (η ειδικότητά του) στο διοικητήριο λέγοντας παράλληλα στον ανθύπα του: «σιγά μην τον έχουμε στα πόδια μας στο διοικητήριο, να ξέρει τι συμβαίνει και να τα μαρτυρήσει στους κόκκινους! Πως διάολο τόσο καιρό δεν τον πήραμε χαμπάρι…. Ά ρε οι καλές εποχές που ξέραμε τι μας γινόταν».

            Στις εκλογές το Πασόκ σάρωσε με 48%, το ΚΚΕ με 11% αλλά το ΚΚΕ εσωτερικού έμεινε εκτός βουλής με 1,5%, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας. Πιστός στο προεκλογικό του πρόγραμμα ο Α. Παπανδρέου, «έβγαλε» τη χώρα από το ΝΑΤΟ, «έδιωξε» κακήν κακώς τις αμερικάνικες βάσεις και φυσικά «μας έβγαλε από την ΕΟΚ», παράλληλα δε προέβη σε κρίσεις αξιωματικών και νέο αίμα με «δημοκρατική κουλτούρα» ανέλαβε τα ηνία. Ο νέος ταξίαρχος που επιθεώρησε και την μονάδα του συγγραφέα, σαν στάθηκε μπροστά του τον άκουσε να παρουσιάζεται και να ανακράζει: «Στρατιώτης Βαζάκας Βασίλειος, τεχνικός γραφέας. Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι βρίσκομαι στη μονάδα επτά μήνες και έχω να πάρω άδεια επτά μήνες». Τον κοίταξε ο ταξίαρχος πάνω-κάτω και βαθιά στα μάτια λέγοντας του παράλληλα: «Μάλιστα. Να περιποιείσαι το μουστάκι σου παιδί μου».      

            Μετά από 11 μήνες στη Χίο, ο συγγραφέας παίρνει μετάθεση για το Μπογιάτι της Αττικής, στην 651 Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου. Κάποια από τα παλιά κτίρια του μεγάλου στρατοπέδου, όπως μας ιστορεί ο συγγραφέας, ήταν παλιά φυλακές και μάλιστα σε αυτές ήταν δυό φορές φυλακισμένος ο Αλέκος Παναγούλης. «Αυτό το κελί», εννοεί του Παναγούλη, «δεν το είδα ποτέ. Το πιθανότερο είναι να το είχαν καταστρέψει και οι τοίχοι του να είχαν βαφτεί στην μεταπολίτευση».

            Δεν ξεχνά ν’ αναφερθεί στη μεγάλη φωτιά που πέρασε από τις πλαγιές της Πάρνηθας την εθνική οδό και έκαψε μία στρατιωτική αποθήκη. Ας παρακολουθήσουμε όμως τον λόγο του: «Εκείνη την εποχή, κάποιους μήνες νωρίτερα είχε περατωθεί η κατασκευή του ολοκαίνουργιου και λαμπερού Ολυμπιακού Σταδίου και το κόστος είχε φτάσει τα 5 δις δραχμές. Η αποθήκη που θυσιάστηκε στη φωτιά περιείχε μοντέρνο ηλεκτρονικό εξοπλισμό για άρματα μάχης. Το κόστος του καμένου εξοπλισμού ήταν επίσης 5 δις δραχμές».

            Προς το τέλος του βιβλίου του ο Βασίλης Βαζάκας, γίνεται τραγωδός. Ένα-δυό μήνες πριν απολυθεί, χάνει τη μάνα του από καρκίνο. Περιγράφει τι τελευταίες στιγμές που από ένα τίποτα ξεκινά ο δρόμος προς το επέκεινα, αρχίζει ο πόνος της απώλειας, ο πόνος της ψυχής. Πόνος αγιάτρευτος που το μόνο που κάνει ο χρόνος, είναι να τον αμβλύνει. Ο πόνος της μάνας, συνεχίζεται όμως με ακόμα ένα πόνο, όταν ένας νεοσύλλεκτος σκοπός του ΚΕΒΟΠ που φύλαγε σκοπιά στο στρατόπεδο, αυτοκτόνησε. Η σκοπιά για τον στρατιώτη, όπου και να βρίσκεται, στον Έβρο, στη Χίο, στην Αττική, οπουδήποτε, είναι ώρα δύσκολη. Από την μοναξιά της σκοπιάς, το μυαλό πολύ εύκολα μπορεί να φύγει, να θελήσει ν’ απαλλαγεί από βάρη, είτε οικογενειακά είτε προσωπικά. Και το κάνει με μία σφαίρα στη θαλάμη του όπλου.

***

            Ο Βασίλης Βαζάκας, με τίμησε δίνοντάς μου το ανέκδοτο πόνημά του. Διαβάζοντάς το, είδα σε πολλά σημεία του και τη δική μου θητεία, αν το διαβάσετε κι εσείς, θα βρείτε σίγουρα κοινά σημεία αναφοράς. Για εμάς που υπηρετήσαμε στο στρατό και χαρίσαμε στην πατρίδα τα χρόνια μας, θα έλεγα πως είναι καλό να γράφονται βιβλία σαν αυτό του Βασίλη Βαζάκα, ή ακόμα και το δικό μου, ή όποιων άλλων έχουν γράψει σε χαρτί τις στρατιωτικές τους εμπειρίες. Η αναδρομή σε κείνα που πέρασαν, στα άσχημα, στα καλά, αποτελούν μέρος της ζωής μας. Και η αναδρομή αυτή -κατά τη γνώμη μου- δρα ευεργετικά στη ψυχή μας εφόσον μπορούμε και απομυθοποιούμε το παράλογο του στρατού. Γράφοντας ένα βιβλίο για τον στρατό, γινόμαστε άνθρωποι, διότι για τον στρατό είμαστε έμψυχο και αναλώσιμο υλικό, απλοί αριθμοί.  

            Κατά την κρίση μου, το βιβλίο του Βασίλη Βαζάκα, είναι καταπληκτικό, διαφέρει αρκετά από το δικό μου ως προς το ύφος. Και θα του έλεγα, να προχωρήσει στην έντυπη έκδοσή του. Αν το κάνει, θα του πρότεινα επίσης σαν αναγνώστης, να δώσει υπο-ενότητες στα κεφάλαια του, για την καλύτερη συνολική εικόνα του βιβλίου αφενός και αφετέρου για ευκολία αυτού που το διαβάζει. Και σαν τελευταίο, να βρει έναν τίτλο που να προσδιορίζει πάνω-κάτω τον χώρο της θητείας του. Αυτά βέβαια που αναφέρω είναι υποκειμενικά, ένας άλλος αναγνώστης θα δει προφανώς πράγματα που εγώ δεν είδα, ή θα εστιάσει σε διαφορετικά σημεία απ’ ό,τι εγώ. Εδώ έγκειται κατά τη γνώμη μου και η μαγεία κάθε βιβλίου, ο κάθε αναγνώστης λαμβάνει από αυτό διαφορετικά πράγματα.

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος