Πατάτες μπλούμ

Πατάτες μπλούμ

 

Οι πατάτες μπλούμ, υπήρξαν κάποτε -στην μακρά στρατιωτική μου θητεία (στον Έβρο)- το κύριο πιάτο της μέρας, ή μάλλον, επειδή δεν είχαμε πιάτα, η κύρια καραβάνα της μέρας. Σε καθημερινή σχεδόν βάση τρώγαμε πατάτες μπλούμ. Τη μία μέρα έβαζε ο μάγειρας μέσα στο μπλούμ και τυρί, την άλλη μέρα έβαζε σαλατικό, την τρίτη μέρα κάτι άλλο, αλλά το μπλούμ, μπλούμ. Φάγαμε πολύ μπλούμ στον Έβρο και για πάρα πολλά χρόνια μετά τη θητεία μου δεν έβαλα στο στόμα μου το έδεσμα αυτό. Ένιωθα κάποιου είδους αποστροφή. Τα χρόνια όμως πέρασαν.

            Για την πατάτα, κυκλοφορεί ευρέως μία ιστορία για το πως έμαθαν οι Έλληνες να την καταναλώνουν. Και μέσα στο παραμύθι αυτό, μπλέκουν τον πρώτο κυβερνήτης της χώρας, τον τρισμέγιστο Ιωάννη Καποδίστρια, ότι τάχα μου, όταν την έφερε στην Ελλάδα, επειδή οι άνθρωποι ήταν επιφυλακτικοί και δεν την κατανάλωναν, έβαλε φρουρούς τη μέρα για να φυλάνε τις αποθήκες με τις πατάτες αλλά τη νύχτα οι φρουροί αποσύρονταν, κι έτσι, οι συνηθισμένοι στην κλεψιά τότε Έλληνες, θεωρώντας ότι είναι πολύτιμη τροφή (για να την φυλάνε οι φρουροί), έκαναν ρεσάλτα τη νύχτα και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, μπήκε η πατάτα στη διατροφική μας συνήθεια. Όλο αυτό βέβαια είναι παραμύθι. Και ποια είναι η αλήθεια;

Ο Γάλλος αγρονόμος Antoine Parmentier, ο οποίος επινόησε πρώτος τις τηγανιτές πατάτες και θεωρείται ο «πατριάρχης» της πατάτας στη Γαλλία, γνώρισε την καλλιέργειά της στην Πρωσία, όντας ο ίδιος αιχμάλωτος των Πρώσων στη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου (1756 – 1763). Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία μερίμνησε για την καλλιέργεια της πατάτας σε χωράφια που του παραχώρησε ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ο 16ος (1774 – 1792). Για τη διάδοση της πατάτας επινόησε το εξής τέχνασμα: έβαλε ένοπλους στρατιώτες να φρουρούν τους αγρούς, όπου καλλιεργούσαν πατάτες, και τους έδωσε εντολή να αποσύρονται τη νύχτα από τους αγρούς.

Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορίας της διότι παρουσιάζει ενδιαφέρον[1]. «Υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες που πιστοποιούν την καλλιέργεια της πατάτας στην περιοχή των Άνδεων εδώ και 8.000 χρόνια περίπου. Η πατάτα ευδοκιμεί σε υψόμετρο μέχρι και 3.000 μέτρα, σε ύψη δηλαδή όπου δεν μπορεί πια να ευδοκιμήσει το καλαμπόκι και τα άλλα δημητριακά. Έχουν επισημανθεί ποικιλίες με μικρότερη θρεπτική αξία για τον άνθρωπο που ευδοκιμούν σε υψόμετρο μέχρι τα 5.000 μέτρα: οι διάφορες ποικιλίες πατάτας που έχουν καταγραφεί στην περιοχή των Άνδεων ανέρχονται στις 90. Η πατάτα και ο αραβόσιτος συνιστούν τη διατροφική βάση των ιθαγενών κατοίκων της Νοτίου Αμερικής. Οι Ίνκας αφήνουν τις πατάτες να παγώσουν και στη συνέχεια τις αποξηραίνουν, για να φτιάξουν ένα είδος αλευριού, το οποίο ονομάζουν chuno (τσούνιο).

Το 1538 στο Εκουαδόρ οι πατάτες αναφέρονταν ως papas που στη γλώσσα των Ίνκας σημαίνει βολβός ή κόνδυλος. Οι Ισπανοί κατακτητές στο Περού είχαν επισημάνει την καλλιέργεια τα πατάτας ήδη από το 1539 και έτρεφαν τους Ινδιάνους εργάτες των ορυχείων αργύρου του Ποτοσί, στη σημερινή Βολιβία, με αποξηραμένες πατάτες.

Στα μέσα του 16ου αιώνα οι Ισπανοί εισήγαγαν το νέο αυτό φυτό στην Ευρώπη, το οποίο έως τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαδοθεί σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Ο βοτανολόγος Gaspard Bauchin (Phytopinax, Βασιλεία 1596) είναι ο πρώτος που περιέγραψε το φυτό της πατάτας και της έδωσε την επιστημονική ονομασία solanum tuberosum. Ο Olivier de Serres επισημαίνει και περιγράφει με ακρίβεια την καλλιέργεια της πατάτας, ενώ ο Carolus Clusius έδωσε πρώτος τη βοτανική της περιγραφή, τη στιγμή που είχε ήδη κατακτήσει, σύμφωνα με δική του μαρτυρία, τα περισσότερα περιβόλια της Γερμανίας.

Πολλές είναι οι ονομασίες της πατάτας λόγω της ομοιότητας του βολβού της με τους εδώδιμους βολβούς άλλων φυτών. Από την ομοιότητα του βολβού της πατάτας με το σπάνιο και πολύτιμο «υπόγειο» μανιτάρι tartuffo, που ευδοκιμεί στην Umbria, δόθηκε στην Ιταλία για την πατάτα η ονομασία tartuffo ή tartuffola, στη Γαλλία cartoufle ή trufle, στη Γερμανία kartoffel, και στη Ρωσία, όπου την εισήγαγαν γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα Γερμανοί άποικοι, kaptofelb.

Η εισαγωγή στη Δυτική Ευρώπη ενός άλλου πολυετούς φυτού από τη Βόρεια Αμερική με εδώδιμους βολβούς, του ηλίανθου του κοδνυλόριζου, γνωστού και ως αγγινάρα της Ιερουσαλήμ ή κολοκάσι, το οποίο ονομάστηκε στην Ολλανδία erdappel και στη Γαλλία pomme de terre (μήλο της γης), έδωσε στη γνωστή μας πατάτα και την ονομασία pomme de terre ή, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά, γεώμηλον.

Η γλυκοπατάτα ή ιπομοία μπατάτα (ipomoea batatas) της οικογένειας των κονβολβουλιδών, φυτό από την Κεντρική τροπική Αμερική με εδώδιμους βολβούς, πλούσιους σε άμυλο και σάκχαρο, ήταν ένα από τα φυτά τα οποία επισήμανε ο Χριστόφορος Κολόμβος κατά το πρώτο του ταξίδι, και το οποίο από πολύ νωρίς επικράτησε να ονομάζεται patatas. Λόγω της ομοιότητας του βολβού της γλυκοπατάτας (που σε πρώιμα ισπανικά κείμενα αναφέρεται ως batatas, patatas) με την πατάτα (solanum tuberosum), που έγινε γνωστή στους ευρωπαίους πολύ καιρό μετά την γλυκοπατάτα, η λέξη «πατάτα» κατέστη τελικά συνώνυμη και για τα δύο αυτά παρόμοια φυτά – η πατάτα μνημονεύεται για πρώτη φορά σε ελληνικό κείμενο, στη Νεωτερική Γεωγραφία των Δημητριέων (1971), ως «μήλο της γης».

Στην Ευρώπη η πατάτα καλλιεργήθηκε αρχικά ως εξωτικό φυτό για τα άνθη της και μόνο σε βοτανικούς κήπους. Υπήρχε μία κοινωνική απαξίωση για τη διατροφική της αξία, ακόμα και από τους πιο φτωχούς ευρωπαίους αγρότες, διότι υπήρχε η αντίληψη πως η πατάτα ως τροφή ήταν πρόξενος πολλών ασθενειών. Οι Ιρλανδοί είναι οι πρώτοι απ’ όλους τους ευρωπαίους που εκτίμησαν τη διατροφική αξία της πατάτας. Ιρλανδοί μετανάστες εισήγαγαν και διέδωσαν την πατάτα στις ΗΠΑ, στην περιοχή του Londonderry το 1719, γι’ αυτό και στις ΗΠΑ επικράτησε αρχικά για την πατάτα η ονομασία irish potato. Άγγλοι και Ιρλανδοί στρατιώτες εισήγαγαν την πατάτα στην περιοχή της Φλάνδρας (1659) και Γάλλοι Ουγενότοι (προτεστάντες) στη Δανία το 1719. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας (1740 – 1786), υποστηρικτής της ανάπτυξης της γεωργίας, συνετέλεσε στη διάδοση της πατατο-καλλιέργειας αφού διέμεινε το 1744 στους αγρότες πατάτες και επέβαλε την υποχρεωτική καλλιέργειά της».

Αρκετά όμως με την ιστορία της πατάτας, πάμε στη συνταγή της. Ενώ το νερό στην κατσαρόλα μας έχει πάρει να βράζει, ρίχνουμε τις πατάτες μας κομμένες σε μικρότερα μέρη. Ρίχνουμε επίσης κρεμμύδια ξερά ολόκληρα, δεν τα τεμαχίζουμε. Αμέσως μετά βάζουμε στην κατσαρόλα μας που βράζει και μια κουταλιά μπελτέ. Αρχίζουμε κι ανακατεύουμε με την κουτάλα μας αργά μέχρι να λιώσει ο μπελτές και να ενωθεί με το μείγμα μας. Ρίχνουμε και λίγο αλάτι αν θέλουμε, λίγο όμως διότι ο μπελτές είναι ήδη αλμυρός. Στη συνέχεια κόβουμε πράσινες πιπεριές σε μικρά κομμάτια και τα ρίχνουμε στην κατσαρόλα και φυσικά ανακατεύουμε που και που το μπλούμ μας. Στο τέλος, βάζουμε μέσα στο φαγητό μας ένα φύλλο δάφνης και δυό καυτερές πιπεριές και σε χαμηλή εννοείται φωτιά, σκεπάζουμε την κατσαρόλα μας.

Εδώ να σημειώσω ότι, όχι μόνο εδώ αλλά σε όλα τα φαγητά ο καθένας μπορεί ν’ ακολουθήσει, ή μάλλον να παρεκκλίνει της δικής μου συνταγής προσθέτοντας ή αφαιρώντας -γιατί όχι- κάποια υλικά. Εδώ για παράδειγμα εγώ δίνω πράσινες πιπεριές, εσείς μπορεί να προτιμάτε κολοκύθια, μελιτζάνες ή κάτι άλλο.

Όταν λοιπόν ετοιμαστεί το μπλούμ μας, το αποσύρουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε για λίγο να ηρεμήσει. Αμέσως μετά, βάζουμε λάδι, πιπέρι, ρίγανη και θυμάρι κι ανακατεύουμε αργά ώστε να ενοποιήσουμε το φαγητό μας.

Σερβίρουμε… 

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος



[1] Βασίλη Σιακωτού, «η διάδοση της πατάτας στον ελλαδικό χώρο», «Μνημοσύνη», Ετήσιον Περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεωτέρου Ελληνισμού. Τόμος Δέκατος Πέμπτος (15ος), σελίδες 315-332, 2001 – 2002. Ομοίως, με αναφορά στην πηγή και στο: http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1028:2012-03-12-19-48-00&catid=89